Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός, που θα επιφέρει μεγάλες αλλαγές στον κόσμο γύρω μας και θα έχει τεράστιες συνέπειες στις διεθνείς εξελίξεις.
Στο έδαφος της οικονομικής κρίσης, της υποχώρησης της αμερικανικής ηγεμονίας και των τριγμών στην «παγκοσμιοποίηση», παροξύνονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και η άγρια πάλη για «σφαίρες επιρροής» -που θα καθιστούν όλο και πιο εύθραστη την ισορροπία ανάμεσα στη «σθεναρή διαπραγμάτευση» και την πολεμική ανάφλεξη.
Οι λαοί της Ουκρανίας αποτελούν σήμερα το μεγαλύτερο θύμα αυτής της σύγκρουσης και χρειάζονται την αλληλεγγύη μας. Αλλά αυτή η αλληλεγγύη δεν έχει σχέση με τις πολεμοκάπηλες κραυγές στη Δύση, που πασχίζουν να μετατρέψουν την αποστροφή στον πόλεμο στην Ουκρανία σε εντολή για… περισσότερο πόλεμο.
Ολα προμηνύουν ότι και στις δυτικές πρωτεύουσες και στη Μόσχα (αλλά και υπό το βλέμμα του Πεκίνου…) υπάρχει προθυμία αυτή η σύγκρουση να παραταθεί και να διευρυνθεί. Θα έχει πολλές στροφές και δοκιμασίες, που θα δημιουργούν και μεγάλες πολιτικές πιέσεις.
Η ανάγκη ενός πραγματικά αντιπολεμικού κινήματος, που δεν θα σύρεται στην ουρά καμιάς μεγάλης δύναμης, που θα επιχειρεί να αντιπαρατάξει τη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργαζομένων απέναντι σε όλους τους πολεμοκάπηλους γίνεται μεγάλη. Οι ηρωικοί Ρώσοι διαδηλωτές δείχνουν το δρόμο που οφείλουμε να ακολουθήσουμε όλοι κι όλες στις χώρες μας.
Ούτε στη Ρωσία, ούτε στην Ουκρανία, ούτε σε καμιά χώρα της Δύσης δεν έχουμε οι εργαζόμενοι να κερδίσουμε οτιδήποτε από μια συνέχεια και κλιμάκωση του πολέμου. Αντίθετα, είμαστε αυτοί που θα πληρώσουν τις συνέπειες –τις απώλειες σε ζωές, την πίεση στα δημοκρατικά δικαιώματα, τις συνέπειες των οικονομικών πολέμων στην καθημερινότητα, ακόμα και την παρανοϊκή προοπτική μιας πυρηνικής σύγκρουσης.
Το ενδιαφέρον των αρχουσών τάξεων και των κυβερνήσεών τους για τις ανθρώπινες ζωές «αποδείχθηκε» περίτρανα στη διάρκεια της πανδημίας, με τα συστήματα υγείας να παραμένουν στην ίδια ακριβώς τραγική κατάσταση 2 χρόνια (!) μετά την εμφάνιση του κορονοϊού και το «τραγούδι» πλέον να λέει ότι πρέπει «να μάθουμε να ζούμε» με αυτή την κατάσταση. Οι πόροι που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την πανδημία και να στηρίξουν την κοινωνία από τις συνέπειες των μέτρων περιορισμού της υπάρχουν. Αλλά τα χρήματα που θα μπορούσαν να σώσουν ζωές και να στηρίξουν τους ευάλωτους, κατευθύνονται σε εργαλεία θανάτου. Σήμερα αυτή η παράνοια (από τη σκοπιά της κοινωνικής πλειοψηφίας) κλιμακώνεται, καθώς τα κράτη μετατρέπονται σε «αστακούς».
Το ενδιαφέρον των αρχουσών τάξεων και των κυβερνήσεών τους για τα δημοκρατικά δικαιώματα έχει «αποδειχθεί» με πολλαπλούς τρόπους τα τελευταία χρόνια, αλλά με προμετωπίδα την οργανωμένη απανθρωπιά απέναντι στους μετανάστες και πρόσφυγες και την συστηματική προσπάθεια «εξοικείωσης» της κοινής γνώμης με τον υποβιβασμό ολόκληρων πληθυσμών σε «ανάξιων δικαιωμάτων». Καλούμαστε «να μάθουμε να ζούμε» με την αθλιότητα των καμπς και των βίαιων επαναπροωθήσεων. Σε αυτό το πεδίο ξεχειλίζει η υποκρισία τις τελευταίες μέρες. Μπροστά στη μαζική έξοδο των Ουκρανών κατά εκατοντάδες χιλιάδες, οι κυβερνήσεις, προκειμένου να ενισχύσουν το προφίλ «αλληλεγγύης στον ουκρανικό λαό», οργανώνουν (καλώς!) την υποδοχή τους. Παίρνοντας τέτοια μέτρα «ανακαλύπτουν» ότι τελικά… χωράμε κι άλλους. Αρκεί να είναι «Ευρωπαίοι», «μορφωμένοι», «ξανθοί γαλανομάτηδες» (!), οι οποίοι κατά πώς φαίνεται είναι «άνθρωποι σαν αυτούς που έχουμε για γείτονες» (οι «σκουρόχρωμοι» δεν κάνουν για γείτονες…). Τέτοιες ξεδιάντροπες δηλώσεις επιχειρούν προληπτικά να απαντήσουν στην εύλογη απαίτηση να γίνουν καλοδεχούμενοι όλοι οι πρόσφυγες: Όλοι οι Ουκρανοί, αλλά και όλοι οι Αφγανοί, οι Σύριοι, οι Ιρακινοί κ.ο.κ.
Το ενδιαφέρον των αρχουσών τάξεων και των κυβερνήσεών τους για τις συνέπειες των «οικονομικών πολέμων» στους εργαζόμενους έχει «αποδειχθεί» από τη μοιρολατρική ανοχή στην καλπάζουσα ακρίβεια και την απροθυμία να βάλουν χέρι στην «αυθόρμητη» τάση των αφεντικών να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους με κάθε ευκαιρία. Έχει φανεί από τον προσανατολισμό των ευρωπαϊκών πόρων στην ενίσχυση των επιχειρηματικών ομίλων, διαθέτοντας χρήματα που θα μπορούσαν να αλλάξουν ριζικά τις ζωές των «από κάτω» προς το καλύτερο. Οφείλουμε «να μάθουμε να ζούμε» με την εμπέδωση της φτώχειας. Αυτή η σκληρή πραγματικότητα μπορεί επίσης να επιδεινωθεί, μπροστά στο απειλητικό φάσμα μιας καταιγίδας ανατιμήσεων, ενεργειακής ανασφάλειας, ακόμα και διατροφικής ανεπάρκειας σε πολλά μέρη του πλανήτη.
Και πλέον καλούμαστε «να μάθουμε να ζούμε» με τον πόλεμο. Πριν τα σκληρά γεγονότα στην Ουκρανία, ο γ.γ. του ΝΑΤΟ προειδοποιούσε ότι η ένταση και οι απειλές θα είναι «το νέο κανονικό» στην Ευρώπη. Καθώς ο κόσμος θυμίζει όλο και περισσότερο τα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα διμερή πολεμικά σύμφωνα, την επαναδιατύπωση των συσχετισμών δύναμης, τις διεκδικήσεις «σφαιρών επιρροής» και την επιδίωξη κάθε αστικής τάξης να διεκδικήσει τους δικούς της στόχους, συνδέοντάς τους με τους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, οφείλουμε να θυμόμαστε τη σχετική ελληνική προϊστορία: 100 χρόνια μετά το 1922, έχουμε να διδαχθούμε πολλά από την αιματηρή τραγωδία του ελληνοτουρκικού πολέμου αλλά και από την εμφάνιση ενός σοσιαλιστικού-εργατικού ρεύματος του οποίου ο πυρήνας «σφυρηλατήθηκε» στην αντιπολεμική αντίρρηση.
Η δύσκολη εποχή μας απαιτεί και την αντίστοιχη Αριστερά. Οι (εκλογικές και όχι μόνο) δυσκολίες που αντιμετωπίζει διεθνώς, υπογραμμίζουν τα καθήκοντα, που αφορούν την επικαιροποίηση και την επιβεβαίωση του «λόγου ύπαρξης» αυτού του ιστορικού ρεύματος, την οργανωμένη επιδίωξη της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς οφείλουν να εργαστούν επίμονα για την ανάκτηση της «αντι-ηγεμονικής» ικανότητας, δηλαδή εκείνων των σταθερών οργανωτικών και πολιτικών δεσμών με τον κόσμο της εργασίας, που θα επιτρέπουν στην αντικαπιταλιστική προοπτική να ξαναγίνει μαζική και πειστική. Για να μπορέσουμε να αντιπαρατάξουμε τη συνολική εναλλακτική απέναντι στη «νέα κανονικότητα» με όλες τις βάρβαρες πτυχές της που θέλουν να «μάθουμε να ζούμε» μαζί τους…