Κολομβία: Η νίκη του Πέτρο

Φωτογραφία

Η νίκη του Γκουστάβο Πέτρο στις προεδρικές εκλογές στην Κολομβία είναι ένα ιστορικό εκλογικό αποτέλεσμα.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
.

Η Κολομβία αποκτά για πρώτη φορά στην ιστορία της μια κυβέρνηση προερχόμενη από την Αριστερά, ακόμα και με την πιο «πλατιά» έννοια του όρου. Είναι μια χώρα που πέρασε όλο τον 20ό αιώνα με εναλλαγές δύο αστικών κομμάτων (Συντηρητικοί και Φιλελεύθεροι), πριν αυτά αντικατασταθούν στη στροφή του 21ού αιώνα από τη σκληρή δεξιά ηγεμονία του «Ουριμπίσμο». 
Στον πρώτο γύρο των εκλογών, το αυτής της ηγεμονίας αποτυπώθηκε από τον αποκλεισμό του παραδοσιακού δεξιού Φίκο Γκουτιέρεζ. Στον δεύτερο γύρο, ο Πέτρο είχε να αντιμετωπίσει τον Ροντόλφο Χερνάντεζ, το «νέο πρόσωπο» (77 ετών…) της κεντροδεξιάς, που ως «ανεξάρτητος» (επιχειρηματίας και πρώην δήμαρχος) είχε περισσότερες ελπίδες να επικρατήσει σε ένα περιβάλλον στρατηγικής ήττας του προηγούμενου σκληρού-συντηρητικού πολιτικού σχεδίου. 
Ο Χερνάντεζ κατόρθωσε να αντλήσει σχεδόν όλη τη μεγάλη «δεξαμένη» του Φίκο και άλλων μικρών δεξιών υποψηφίων, πηγαίνοντας από τις 5.965.000 ψήφους στις 10.580.000. Ο Πέτρο, ξεκινώντας από 8.540.000 ψήφους κι έχοντας να υπολογίζει (όχι με σιγουριά) κάποιες από τις 885.000 ψήφους του «προοδευτικού κεντρώου» Σέρχιο Φαχιάρδο, μπορούσε να ελπίζει μόνο σε μια αύξηση της συμμετοχής. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Περίπου 1.200.000 περισσότεροι άνθρωποι πήγαν ως την κάλπη στο δεύτερο γύρο και αυτή η συμμετοχή φαίνεται ότι αφορούσε σχεδόν απόλυτα τη στήριξη του Πέτρο, που συγκέντρωσε τελικά 11.280.000 ψήφους και το 50,44% που χρειαζόταν για να εκλεγεί.
Η ήττα του «ουριμπίσμο» έγινε μάλιστα τη χρονιά που η συμμετοχή υπήρξε η μεγαλύτερη εδώ και μερικές δεκαετίες (55% στον πρώτο γύρο και 58,1% στο δεύτερο, ενώ από την αρχή του 21ού αιώνα παραδοσιακά η συμμετοχή έμενε κάτω του 50%). 
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο του δεύτερου γύρου: Ενώ το «πανεθνικό» σκορ δείχνει ντέρμπι (50,44% - 47,31%), σε ελάχιστα από τα 22 διοικητικά διαμερίσματα υπήρξε διαφορά μικρότερη των 10 μονάδων (του τύπου 55-45). Στα περισσότερα υπήρξε πεντακάθαρος νικητής (του τύπου 65-35) και σε αρκετά το σκορ έφτανε σε επίπεδα 80-20, είτε για τον Πέτρο, είτε για τον Γκουτιέρεζ. Αν και δεν γνωρίζουμε την δημογραφία και «κοινωνική γεωγραφία» της Κολομβίας, είναι σχετικά ασφαλές να πούμε ότι αποτυπώθηκε μια απόλυτη-καθαρή πόλωση ανάμεσα σε πιο εύπορα και πιο φτωχά διαμερίσματα. 
Η επόμενη μέρα στην Κολομβία, θα κριθεί από τη συμπεριφορά και τις διαθέσεις αυτών των δύο στρατοπέδων. Όσον αφορά την αστική τάξη, μένει να φανεί αν θα προκρίνει μια πολιτική «καρότου», που θα ανεχτεί ένα στοιχειώδη εκδημοκρατισμό της χώρας υπό τον Πέτρο, αλλά θα βάζει «χαλινάρι» σε κάθε απόπειρα αμφισβήτησης του οικονομικού μοντέλου (άλλωστε η Αριστερά είναι μειοψηφία στο Κογκρέσο). Ή θα στραφεί σε πολιτική «μαστιγίου», μια προοπτική που κανείς δεν δικαιούται να υποτιμήσει όταν μιλάμε για μια χώρα όπως η Κολομβία. Όσον αφορά την εργατική τάξη, το ζήτημα είναι να ξαναπιάσει το νήμα της μεγάλης εξέγερσης του 2021. Είναι η μοναδική δύναμη που μπορεί να αμφισβητήσει έμπρακτα ένα συμβιβασμό όπου «θα αλλάξουν όλα για να μην αλλάξει τίποτα». Και -πολύ περισσότερο- είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να αντισταθεί αποτελεσματικά σε μια επιστροφή των «Ουριμπίστα» με άλλες, εξωκοινοβουλευτικές, μεθόδους…

Το τέλος του κύκλου του «ουριμπίσμο»

Του Ραούλ Ζιμπέκι

(Ολόκληρο στο RProject.gr)

Ο  Αλβάρο Ουρίμπε Βέλεζ ανέλαβε την προεδρία της Κολομβίας στις 7 Αυγούστου του 2002 και -μετά από μια επανεκλογή- παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 2010.
Τερμάτισε την 8ετή θητεία του ως πρόεδρος με τη δημοφιλία του περίπου στο 70%, κυρίως επειδή μείωσε την ένοπλη βία και αποδυνάμωσε τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν γίνει ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς λόγω των απαγωγών και των εκτελέσεων που έκαναν.  
Αργότερα, ο Ουρίμπε εναντιώθηκε στο διάδοχό του, Χουάν Μανουέλ Σάντος, επειδή αυτός διαπραγματεύτηκε το τέλος του πολέμου με τις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC). To 2016, ο Ουρίμπε κινητοποίησε δραστήρια την καμπάνια απόρριψης της ειρηνευτικής συμφωνίας στο σχετικό δημοψήφισμα, κατορθώνοντας ενάντια σε όλα τα προγνωστικά να επικρατήσει το ΟΧΙ.
Ωστόσο, το άστρο του Ουρίμπε έσβηνε σταδιακά, σε μεγάλο βαθμό επειδή άρχισε να φθίνει η σημασία της ρητορικής περί «ασφάλειας»: Η ήττα των ανταρτών ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του, αλλά τελικά αυτή κατέληξε να υπονομεύσει την υποστήριξη που ο ίδιος απολάμβανε μέχρι πρότινος. Από την μία, ήταν ανίκανος να παρουσιάσει κάποια άλλη πολιτική πέρα από την «ασφάλεια», για να συνεχίσει να απευθύνεται στον κόσμο και να συγκεντρώνει πολιτική στήριξη. Από την άλλη, η διαφθορά και οι εμφανείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που χαρακτήρισαν τις κυβερνήσεις του άρχισαν να του κοστίζουν. 
Η πιο σοβαρή υπόθεση ήταν αυτή των «ψευδών θετικών»: τις δολοφονίες νέων ανθρώπων που δεν εμπλέκονταν στον πόλεμο αλλά που ο στρατός επιβεβαίωνε ότι ήταν απώλειες στη διάρκεια μάχης. Οι ένστολοι που κατάφερναν να προκαλέσουν απώλειες στους αντάρτες έπαιρναν βραβεία, διακοπές και προαγωγές, ενώ οι διοικητές που δεν παρουσίαζαν «θετικά» αποτελέσματα τιμωρούνταν. [Αυτό έδινε επιπλέον κίνητρο στο στρατό να δολοφονεί νέους ανθρώπους και να τους παρουσιάζει ως θύματα σε μάχες με αντάρτες]. Τα δικαστήρια έχουν επιβεβαιώσει πάνω από 2.000 εγκλήματα τέτοιου τύπου στη διάρκεια της προεδρίας Ουρίμπε. Αλλά ο συνολικός αριθμός υπολογίζεται ότι μπορεί να φτάνει τις 10.000 δολοφονίες. 
Από το 2006, στη δεύτερη θητεία του Ουρίμπε, το σκάνδαλο των «παρα-πολιτικών» άρχισε να αποκαλύπτει τη σχέση ανάμεσα σε κορυφαίους κυβερνητικούς παράγοντες του περιβάλλοντος Ουρίμπε και τους παραστρατιωτικούς. 
Μια από τις μεγαλύτερες συνέπειες του Ουριμπίσμο είναι η λεγόμενη κουλτούρα traqueta, «ένας όρος που προέρχεται από τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι εκτελεστές των καρτέλ ναρκωτικών και των παραστρατιωτικών στο Μεντελίν, και αναφέρεται στον χαρακτηριστικό ήχο του αυτόματου όπλου (tratratra)», σύμφωνα με τον ιστορικό Ρενάν Βέγκα Καντόρ. 
Αυτή η κουλτούρα μπράβων και εκτελεστών, όπου αλληλο-επικαλύπτονται οι έμποροι ναρκωτικών και οι παραστρατιωτικοί, προβλέπει ότι κάθε κατάσταση επιλύεται μέσω της χρήσης φυσικής βίας. Ο ιστορικός εξηγεί ότι αυτή η «προσκόλληση στη βία, το χρήμα, τη ματσίλα, τις διακρίσεις και το ρατσισμό, συμπληρώνει την ανισότητα που χαρακτηρίζει την κολομβιανή κοινωνία αλλά και προκύπτει από αυτήν».
Για να προστατευτεί η διαιώνιση αυτής της ανισότητας απέναντι στην αυξανόμενη οργάνωση των αγροτών και των λαϊκών στρωμάτων, οι κυρίαρχες τάξεις σφυρηλάτησαν μια στενή συμμαχία με τους άρχοντες του εμπορίου ναρκωτικών και τους παραστρατιωτικούς. Με αυτόν τον τρόπο επιχείρησαν να «σαρώσουν με αίμα, φωτιά και αλυσοπρίονα οποιοδήποτε εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο πρότεινε έναν εκδημοκρατισμό της κολομβιανής κοινωνίας», σημειώνει ο Βέγκα Καντόρ.
Η κουλτούρα traqueta ρίζωσε σε όλη την κοινωνία και έγινε ηγεμονική, ιδιαίτερα στην πολιτική και στη δημοσιογραφία. 
Η πραγματική πτώση του Ουρίμπε, τον οποίο μια απόλυτη πλειοψηφία Κολομβιανών κατέληξε να αποκηρύσσει, άρχισε το 2019, στη διάρκεια της απεργίας που κάλεσαν οι συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, η οποία -ενάντια σε όλα τα προγνωστικά- κράτησε για βδομάδες, όταν κινητοποιήθηκε και η νεολαία που δεν έχει μέλλον, διευρύνοντας το κοινωνικό ρήγμα που είχε ανοίξει η απεργία. Στη διάρκεια της πανδημίας υπήρξαν αρκετές σημαντικές κινητοποιήσεις, αλλά η πραγματική ήττα του Ουριμπίσμο ήρθε με την απεργία που ξεκίνησε στις 28 Απρίλη του 2021. Κράτησε για 3 μήνες. Το «Uribe, paraco, el pueblo esta berraco» («Ουρίμπε, παρακό [παραστρατιωτικοί], ο λαός είναι οργισμένος») ήταν η κραυγή που βγήκε εκρηκτικά μέσα από εκατομμύρια διαφορετικά λαρύγγια στις πιο απομακρυσμένες γωνιές μιας χώρας που είχε κουραστεί από τον πόλεμο και -πάνω απ’ όλα- από τον βρώμικο πόλεμο τον οποίο υποστήριζε πιο φανατικά ο πρώην πρόεδρος.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία