H Βραζιλία μετρά αντίστροφα για τις εθνικές εκλογές του φθινοπώρου (2 Οκτώβρη). Στο φόντο άλλων εκλογικών αποτελεσμάτων στη Λατινική Αμερική (Κολομβία, Περού, Χιλή), όπου υπήρξαν νίκες της Αριστεράς αλλά και πολωτική ενίσχυση της ακροδεξιάς, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία οι κάλπες στη μεγαλύτερη δύναμη της υπο-ηπείρου. Ιδιαίτερα καθώς αυτή βγαίνει από την θητεία του Μπολσονάρο.
Η Βραζιλία του Μπολσονάρο
Η θητεία του Μπολσονάρο υπήρξε επεισοδιακή, γεμάτη «ζιγκ-ζαγκ» και συγκρούσεις, τόσο στους κόλπους των «από πάνω» όσο και στη σχέση με τους «από κάτω». Ωστόσο υπήρξαν κάποιες πολύ «σκοτεινές» σταθερές.
Η πρώτη ήταν η προσήλωση στην ενίσχυση των επιχειρηματιών, με προώθηση σχεδίων ιδιωτικοποίησης, με μεγάλες περικοπές στο δημόσιο, με εγκληματική παράδοση του Αμαζονίου και γενικότερα των δασικών εκτάσεων και ιθαγενικών γαιών στην πιο ασύδοτη λεηλασία, με κατάργηση των πιο «μόνιμων» επιδοματικών προγραμμάτων (και αντικατάστασή τους με «έκτακτα», ενίοτε πιο γενναιόδωρα σε ποσά, αλλά που εμπέδωναν τη «ζωή στην επισφάλεια» και την εξάρτηση της επιβίωσης από την καλή διάθεση του «ηγέτη»).
Η δεύτερη σταθερά υπήρξε η ενίσχυση του ρόλου του στρατού. Η θέση του απόστρατου Χάμιλτον Μουράο στην αντιπροεδρία υπήρξε η κορυφή ενός παγόβουνου που διογκώθηκε δραματικά τα τελευταία 3 χρόνια. Ενεργοί και απόστρατοι αξιωματικοί κατέλαβαν μια σειρά από θέσεις σε όλες τις βαθμίδες του κράτους. Άρθρο στο intercept κάνει λόγο για «τους περιορισμούς διορισμούς στρατιωτικών από οποιονδήποτε δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο στη σύγχρονη ιστορία». Ο στρατός υπήρξε το μόνο σώμα που εξαιρέθηκε από σκληρές περικοπές στις δαπάνες άλλων υπουργείων, πήρε τη μερίδα του λέοντος σε δημόσια οικονομική ενίσχυση, ενώ οι αξιωματικοί ήταν οι μόνοι που είδαν τους μισθούς, τις συντάξεις και τα επιδόματά τους να αυξάνονται εν μέσω περικοπών ή «παγώματος» σε όλο το υπόλοιπο δημόσιο. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για το χρήμα. Η πλατιά διείσδυση του στρατού στο κράτος είναι ένα βαθύτερο πολιτικό φαινόμενο. Με τα λόγια της Άνα Πενίδο, ερευνήτρια του θεσμού του στρατού στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάουλο: «Πρόκειται για ένα υπόγειο σχέδιο το οποίο οικοδομείται υπό την κυβέρνηση Μπολσονάρο και το οποίο θα συνεχίσει να έχει την ικανότητα να επηρεάζει την εξουσία ανεξάρτητα από το νικητή των εκλογών». Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η πρόθεση «στρατιωτικοποίησης» των δημόσιων σχολείων. Έχει κι αυτό καλά λεφτά για τους αξιωματικούς που αναλαμβάνουν τις διευθύνσεις. Αλλά έχει και μια σοβαρή πολιτική-ιδεολογική πτυχή, όταν σχολεία καλούνται να υιοθετήσουν μια πιο «στρατιωτικού τύπου» σχολική ύλη με αντάλλαγμα επιπλέον χρηματοδότηση από το κράτος.
Η τρίτη σταθερά της θητείας Μπολσονάρο ήταν η διαρκής ενίσχυση της ακροδεξιάς. Μετά το 2018 και την εκλογή του, ο αριθμός ακροδεξιών ομάδων αυξήθηκε κατά 300%, σε σύγκριση με το 10% που καταγράφηκε στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη (που θεωρούνται το πλέον ευνοϊκό έδαφος για την άνθηση αντιδραστικών ρευμάτων) και η Βραζιλία αποτελεί τη χώρα με την πιο γρήγορη ανάπτυξη τέτοιων πυρήνων, που περιλαμβάνουν ένα πλατύ φάσμα που ξεκινά από «παλιάς σχολής» χιτλερικούς, περνά από λευκούς υπερ-εθνικιστές και φτάνει στους Καθολικούς φονταμενταλιστές. Η ακραία αντιδραστική προεκλογική καμπάνια του Μπολσονάρο, η εκλογική του νίκη και ο τρόπος που πολιτεύτηκε ως πρόεδρος, «απενοχοποίησε» το εξτρεμιστικό κοινό και το μαζικοποίησε. Πέρα από την πολιτικο-ιδεολογική ενίσχυση, υπήρξαν και κάποιες πολύ «υλικές» αλλαγές σε αυτό το οικοσύστημα. Αφενός, μια ενίσχυση των δεσμών (σε κάποιες μεγάλες πόλεις) ανάμεσα στις πιο «ιδεολογικές» νεοφασιστικές ομάδες και τις «μιλίτσιες» που ανθίζουν στη Βραζιλία, ντε φάκτο αντιδραστικές στην καθημερινή τους δράση, αλλά παραδοσιακά πιο «απολίτικες». Αφετέρου, ο Μπολσονάρο απελευθέρωσε την οπλοκατοχή, επιτρέποντας την πρόσβαση ακόμα και σε όπλα που μέχρι πρότινος αποτελούσαν αποκλειστικό προνόμιο των ενόπλων δυνάμεων. Η γρήγορη αύξηση της οπλοκατοχής μετά από αυτό το μέτρο, προφανώς αφορά κυρίως αυτόν τον παραστρατιωτικό «χώρο».
Αντίσταση και φθορά
Η φωτεινή πλευρά υπήρξε η αντίσταση, που αναθερμάνθηκε ειδικά στο δεύτερο μισό της θητείας του. Η εγκληματική διαχείριση της πανδημίας (στα όρια της «άρνησης» του ιού, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς), η αύξηση της δεξιάς και κρατικής βίας, η φτώχεια γέννησαν το «Fora Bolsonaro» (έξω ο Μπολσονάρο), πρώτα ως δημοφιλές σύνθημα, κι έπειτα ως κίνημα, το οποίο μπόρεσε να κατεβάσει χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους σε διαδοχικές «Μέρες Δράσης».
Η αυξημένη εμπλοκή των στρατιωτικών στη διαχείριση του κράτους είχε μια παράπλευρη απώλεια στο κύρος των ενόπλων δυνάμεων και του ίδιου του (πρώην λοχαγού) Μπολσονάρο. Οι αξιωματικοί πρωταγωνίστησαν σε πολλά σκάνδαλα διαφθοράς. Μπορεί να γλίτωσαν την απαγγελία κατηγοριών ή και την έρευνα (αποτέλεσμα έμμεσων απειλών προς το Κογκρέσο…), αλλά υπέστη ένα μεγάλο πλήγμα ο αγαπημένος τους μύθος ότι η διαφθορά είναι χαρακτηριστικό των «πολιτικάντηδων»…
Η βραζιλιάνικη οικονομία όχι μόνο δεν «απογειώθηκε» από την ενίσχυση των επιχειρηματιών, αλλά παρέμεινε στη βαθιά κρίση που τη μαστίζει τα τελευταία 8-9 χρόνια (και με «συμβατικούς» όρους ανάπτυξης, επενδύσεων κλπ, αλλά και όσον αφορά την ανεργία και το βιοτικό επίπεδο). Ο καλπασμός του πληθωρισμού, σε μια χώρα με ακραία φτώχεια και εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν καθημερινά «στο όριο» ως προς το αν θα εξασφαλίσουν τα αναγκαία, έφθειρε την επιρροή του «μπολσοναρισμού» σε ευρύτερα στρώματα, πέρα από τον (ανησυχητικά μεγάλο, αλλά όχι πλειοψηφικό) πολιτικοποιημένο «σκληρό πυρήνα» του (30%). Οι επιδοτήσεις στους φτωχότερους που σταθεροποίησαν στοιχειωδώς τη δημοφιλία του σε μια προηγούμενη μεγάλη κρίση, είναι σήμερα απολύτως ανεπαρκείς κι εξανεμίζονται τη στιγμή της καταβολής τους. Ο Μάρτης και ο Απρίλης χαρακτηρίστηκαν από μια αναθέρμανση των απεργιών, κυρίως με μισθολογικά αιτήματα. Ήταν διάσπαρτες (ανά κλάδο ή/και ανά Πολιτεία), αλλά αρκετές (ντελιβεράδες, δημόσιοι υπάλληλοι του ομοσπονδιακού κράτους, εκπαιδευτικοί στο Πιάουι και στο Μίνας Γκεράις), εργαζόμενοι στο μετρό στο Μπέλο Οριζόντε, οδοκαθαριστές στο Ρίο Ντε Τζανέιρο κλπ).
Η επιστροφή του Λούλα
Ένας επιπλέον «πονοκέφαλος» για τον Μπολσονάρο υπήρξε η απελευθέρωση του Λούλα Ντα Σίλβα από τη φυλακή. Ο ιστορικός ηγέτης του PT διαθέτει αίγλη και μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο –ιδιαίτερα στις τάξεις των φτωχότερων, που είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να βελτιώνεται την περίοδο 2002-2010.
Η Βραζιλία στάθηκε πάντοτε στο δεξί άκρο του «ροζ κύματος», στο βαθμό που το όνομα της χώρας έγινε συνώνυμο μιας ακίνδυνης Αριστεράς που μπορεί να ανεχτεί η αστική τάξη (με το «αντιπαράδειγμα» στη σχετική αργκό να είναι η Βενεζουέλα). Αλλά ο Λούλα κυβέρνησε σε μια περίοδο απογείωσης της βραζιλιάνικης οικονομίας που του επέτρεψε να μετριάσει τη φτώχεια. Το μερίδιο της «πίτας» που πήγε στους φτωχούς ήταν μικρό, ιδιαίτερα καθώς αυτή η «πίτα» μεγάλωνε ραγδαία. Αλλά, για πολλούς στις φαβέλες, που βίωναν ασύλληπτα επίπεδα φτώχειας, η στοιχειώδης (για έναν ισχυρό καπιταλισμό στον 21ο αιώνα) βελτίωση της ζωής τους έκανε διαφορά. Όπως είχε γραφτεί στο παρελθόν, για να ερμηνεύσει την εκλογική ανθεκτικότητα του «λουλίσμο» στις φαβέλες, παρά τη διάψευση των μεγάλων προσδοκιών: «Κανείς δεν θα ξεχάσει ποτέ τη μέρα που απέκτησε για πρώτη φορά ψυγείο». Ο Λούλα αποχώρησε από την εξουσία με δημοφιλία 80% και εξασφάλισε τη νίκη της Ντίλμα Ρούσεφ ως διάδοχό του. «Προστατεύτηκε» από την βαθιά κρίση του PT, καθώς δεν βρισκόταν ο ίδιος στην προεδρία όταν η οικονομική κρίση έκανε απαγορευτική την συνέχεια μιας πολιτικής «ταξικής συνεργασίας» και επιτάχυνε τη στροφή του PT στο νεοφιλελευθερισμό.
Το 2018, όταν επαν-ενεργοποιήθηκε για να διασώσει το βυθιζόμενο κόμμα του, εμφανιζόταν να προηγείται στις δημοσκοπήσεις του Μπολσονάρο. Ακολούθησε η συνωμοσία που τον έστειλε στη φυλακή. Όλα αυτά συνέβαλαν στον «μύθο» του. Και έκαναν την απελευθέρωσή του από τη φυλακή ένα ισχυρό συμβολικό γεγονός που ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση του κοινωνικού στρατοπέδου των «από κάτω», που εκφράστηκε με την νέα κλιμάκωση και μαζικοποίηση των κινητοποιήσεων «Fora Bolsonaro!».
Όμως ο ίδιος ο Λούλα δεν ενθάρρυνε ποτέ την ανάπτυξη και την κλιμάκωση αυτού του κινήματος. Δεν κάλεσε στις διαδηλώσεις, δεν συμμετείχε σε αυτές προσωπικά, δεν έστρεψε το PT προς τη συστηματική στήριξή τους –πράγματα που με δεδομένο το «πολιτικό βάρος» που διαθέτει, θα μπορούσαν να έχουν κάνει διαφορά. Αλλά η στρατηγική του Λούλα ήταν η εκλογική «υπομονή μέχρι την κάλπη» και δεν είχε χώρο για εξωκοινοβουλευτικές «περιπέτειες».
Διεργασίες στην αστική αντιπολίτευση
Η αδυναμία του κινήματος να ανατρέψει τον Μπολσονάρο από τους δρόμους, συνοδεύτηκε από (και διευκόλυνε) την απροθυμία τμημάτων της φιλελεύθερης αστικής τάξης και αντιπολίτευσης να επιμείνουν στις διαδικασίες κοινοβουλευτικής ανατροπής του και να τερματίσουν τη διαμάχη τους μαζί του με συμβιβασμό. Σε αυτό το σημείο είχε γίνει σαφές ότι ο Μπολσονάρο θα ολοκλήρωνε ανεμπόδιστα τη θητεία του και οι τύχες του θα κρίνονταν στις κάλπες του 2022.
Στις γραμμές σοβαρών τμημάτων της αστικής τάξης κυριαρχούσε η συζήτηση για τον αναγκαίο «τρίτο δρόμο». Γράφτηκαν πολλά για τους προβληματισμούς που γεννούσε η προοπτική να κυριαρχήσουν στην αντιπαράθεση «οι δύο πιο πολωτικές προσωπικότητες στη Βραζιλία» και υπήρξε κινητικότητα για την ανάδειξη κάποιας υποψηφιότητας που θα εκφράζει πολιτικά τον «φιλελευθερισμό» και τη «σταθερότητα», απέναντι και στον «άγαρμπο» νεοφασίστα και στον «διχαστικό» Λούλα, (το συντηρητικό κοινό, στο κλίμα του «αντι-PT» εξτρεμισμού που καλλιεργήθηκε μετά το 2016, τον θεωρεί πλέον τον διάβολο προσωποποιημένο).
Αυτά τα σχέδια αποδείχθηκαν εξαιρετικά αδύναμα. Οι πιο αναγνωρίσιμοι ηγέτες της κεντροδεξιάς, όπως ο Σέρχιο Μόρο (ο δικαστής που τις έρευνες διαφθοράς γκρέμισε το PT, στοχοποίησε τον Λούλα, αλλά έστειλε και δεξιούς στη φυλακή και τελικά ήρθε σε σύγκρουση με τον Μπολσονάρο) και ο Ζοάο Ντόρια (που είχε τη στήριξη του PSDB, ενός από τα βασικά αστικά κόμματα της χώρας), αποσύρθηκαν από την κούρσα, διαπιστώνοντας ότι δεν ξεπερνούσαν (μαζί) ένα 10-11%.
Νεκρανάσταση της στρατηγικής της ταξικής συνεργασίας
Σε αυτό το τοπίο ξεδιπλώθηκε η στρατηγική του Λούλα. Όπως είχε αφήσει να διαφανεί από την «ενωτική» και «μετριοπαθή» ρητορική στις δημόσιες παρεμβάσεις μετά την αποφυλάκισή του, αλλά και από την εκλογοκεντρική αντιμετώπιση της αντι-Μπολσονάρο πάλης, ο Λούλα στόχευε να προσελκύσει την υποστήριξη της «φιλελεύθερης» αστικής αντιπολίτευσης. Αυτή επισφραγίστηκε με τη συμφωνία να είναι υποψήφιος αντιπρόεδρος ο Τζεράλντο Αλκμίν.
Ο Αλκμίν ήταν ιδρυτικό στέλεχος του PSDB, πολιτικός εκπρόσωπος της Δεξιάς επί 30 χρόνια, αντίπαλος του Λούλα στις εκλογές του 2006, με ενεργή συμμετοχή στην κοινοβουλευτική ανατροπή της Ντίλμα Ρούσεφ το 2016, άνθρωπος των ισχυρών επιχειρηματιών του Σάο Πάουλο, που διατηρεί επαφές με τη διαβόητη καθολική οργάνωση Opus Dei και έχει τραγικά (οικονομικά και κατασταλτικά) «πεπραγμένα» ως πρώην κυβερνήτης του Σάο Πάουλο.
Αποχώρησε από το κόμμα του κι εντάχθηκε στο PSB (κεντρώο, πιο «φιλικό» προς τον Λούλα και το PT), ώστε να διευκολύνει τη συμμαχία, λέγοντας όμορφα λόγια για «γενναιοδωρία, πολιτικό μεγαλείο, αλτρουϊσμό και ενότητα… ώστε να ανοικοδομήσουμε τη χώρα».
Ο Λούλα υπήρξε ακόμα πιο θερμός: Αποκαλεί πλέον τον Αλκμίν «σύντροφο» (!) και για να υπογραμμίσει το βάθος της συμμαχίας, δηλώνει ότι θα ήταν ευπρόσδεκτος να γίνει μέλος του PT (!!).
Δεν πρόκειται για μια περιορισμένη, «τακτική», εκλογική συμμαχία. Ο Λούλα έχει δηλώσει ότι «το σημαντικό που πρέπει να γνωστοποιήσουμε είναι πως δεν αφορά μόνο το στόχο της νίκης στις εκλογές, γιατί η εκλογική νίκη θα είναι ίσως ευκολότερη σε σύγκριση με τα καθήκοντα που θα μας περιμένουν για την αποκατάσταση της χώρας». Το PSB σε επιστολή του προς τον Λούλα δήλωνε ότι «Η πρόταση δεν περιορίζεται στην εκλογική πτυχή… περιλαμβάνει και μια προγραμματική πτυχή, εφόσον η συγκρότηση ενός πλατιού μετώπου απαιτεί τη δημιουργία ενός προγράμματος που θα καλύπτει τις προσδοκίες των δυνάμεων που το συναπαρτίζουν».
Ο Λούλα συνεχίζει να απευθύνεται προνομιακά στους φτωχούς, αλλά χωρίς μεγάλες υποσχέσεις, ως ο υποψήφιος που θα αποκαταστήσει μια παλιά, σχετικά πιο βιώσιμη, «κανονικότητα». Με τα λόγια του ίδιου: «να επιστρέψουμε στις μέρες που ένας εργάτης μπορούσε να φάει μπριζόλα και να πιεί μπύρα το σαββατοκύριακο».
Η συνυποψηφιότητα Λούλα-Αλκμίν υπήρξε μια σανίδα σωτηρίας για τα τμήματα της αστικής αντιπολίτευσης στον Μπολσονάρο, που κατάφεραν να «παραμείνουν στο παιχνίδι» μέσω αυτής της συμμαχίας. Οι άλλες αστικές δυνάμεις, που το κοινό τους καθορίζεται περισσότερο από την «αντι-PT» διάθεση, αποσυρόμενες από την κούρσα, ουσιαστικά ανάβουν «πράσινο φως» στη στήριξη του νεοφασίστα.
Με βάση τα ποιοτικά στοιχεία των ερευνών, ο Αλκμίν δεν πρόκειται να φέρει τις ψήφους της «μεσαίας τάξης» στον Λούλα: Τα πιο εύπορα στρώματα παραμένουν το προνομιακό κοινό του Μπολσονάρο. Ο ρόλος του Αλκμίν είναι αυτός της «εγγύησης» του Λούλα προς την αστική τάξη, για να του επιτρέψει αυτή να κυβερνήσει, και ταυτόχρονα του «ιμάντα» μεταβίβασης των απαιτήσεων της αστικής τάξης στην κυβέρνηση.
Αντικαπιταλιστική Αριστερά
Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει ένα πολύ πιεστικό περιβάλλον για την αντικαπιταλιστική Αριστερά, τις δυνάμεις στα αριστερά του PT.
Από το περασμένο φθινόπωρο, το συνέδριο του PSOL είχε καταλήξει ομόφωνα ότι σε περίπτωση δεύτερου γύρου, θα ψηφίσει «ενάντια στον Μπολσονάρο» δηλαδή τον Λούλα. Αλλά υπήρξαν διαφορές στην στάση στον πρώτο γύρο. Η πρόταση για αυτόνομη κάθοδο του PSOL μειοψήφησε (44%) και η απόφαση της τακτικής στον πρώτο γύρο παραπέμφθηκε για τον Απρίλη, όταν θα είχαν γίνει γνωστές οι προθέσεις του Λούλα ως προς τις συμμαχίες και το περιεχόμενο της κυβέρνησής του.
Παρά τη συμφωνία Λούλα-Αλκμίν, αποφασίστηκε η στήριξη της υποψηφιότητας Λούλα από τον πρώτο γύρο. Αλλά στη «σκιά» αυτής της συμμαχίας, συμπληρώθηκε με κάποιες επιπλέον αποφάσεις: Η διαρκής πολεμική ενάντια στον Αλκμίν και την αστική παρουσία στο συνασπισμό του PT, η ανεξάρτητη προεκλογική καμπάνια του PSOL (με «το δικό του πρόγραμμα, το δικό του όραμα για το τί είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς και τα μέτρα που το ίδιο θεωρεί αναγκαία στη σύγκρουση με την άρχουσα ελίτ») και η απαγόρευση κάθε διαπραγμάτευσης για οποιεσδήποτε κρατικές-κυβερνητικές κ.ά. θέσεις στο συνασπισμό Λούλα-Αλκμίν.
Με αυτά τα μέτρα, το PSOL προστατεύεται από τη βασική ανησυχία που εξέφρασε η μειοψηφία: Ότι το αστικό πολιτικό καθεστώς μπορεί να ασκεί στο PSOL πιέσεις δεξιάς προσαρμογής των θέσεών του έμμεσα, με ενδιάμεσο «ιμάντα» το PT, και ότι ένα τμήμα της ηγεσίας επεδίωκε την παρουσία του PSOL στην καμπάνια του PT από τον πρώτο γύρο, προκειμένου να διαπραγματευτεί από καλύτερες θέσεις τη συμμετοχή στην κυβέρνηση.
Ωστόσο η επιλογή παραμένει αμφιλεγόμενη. Είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ Λούλα και Μπολσονάρο δεν πρέπει να αφήνει καθόλου αδιάφορη την αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Ο Μπολσονάρο δεν είναι μια «συμβατική» κυβέρνηση της Δεξιάς, δεν είναι καν το αντίστοιχο μιας ευρωπαϊκής «γραβατωμένης» ακροδεξιάς. Όπως προκύπτει κι από την περιγραφή της θητείας του, είναι κάτι ποιοτικά πολύ πιο επικίνδυνο. Η αξιοποίηση του ικανότερου διαθέσιμου εργαλείου για την εκλογική του ήττα είναι σημαντική. Ενώ το ότι έχει απέναντί του τον Λούλα, με το συμβολισμό που διατηρεί η υποψηφιότητά του ανάμεσα στις «πλατιές πρωτοπορίες» του βραζιλιάνικου κινήματος, κάνει πολύ πιο εύκολη την σαφή τοποθέτηση στο δίλημμα.
Ωστόσο, το σύστημα δύο γύρων (συνήθως) «μεταθέτει» την ασφυκτική πίεση της «χρήσιμης ψήφου» για το δεύτερο γύρο, δίνοντας δυνατότητες σε όλες τις δυνάμεις να δοκιμάσουν τις τύχες τους και να μετρήσουν την επιρροή του πολιτικού μηνύματός τους. Το PSOL θα μπορούσε να δοκιμάσει να «μετρηθεί», και να δώσει τη μάχη ενάντια στον Μπολσονάρο στο δεύτερο γύρο. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε ασφαλώς να μετρηθούν ενωμένες οι δυνάμεις στα αριστερά του PT (PSOL, PSTU, Unidade Popular, PCB), όπως είχε καλέσει ένα κείμενο 12 αριστερών διανοούμενων λίγο πριν τη διάσκεψη του PSOL. Αλλά αυτή η προοπτική έδειχνε ακόμα πιο μακρινή, καθώς υπάρχουν ήδη τρεις διαφορετικές υποψηφιότητες (ελάχιστης, πολύ στενής «καταγραφής»).
Την επιλογή του PSOL να καλέσει σε ψήφιση του Λούλα εξήγησε σε άρθρο του ο σύντροφος Βαλέριο Αρκάρι. Όσον αφορά τις πιο «ιδεολογικές» ενστάσεις (που αντιμετωπίζουν ένα διακριτό «αντικαπιταλιστικό» εκλογικό κατέβασμα ως αυταπόδεικτης αξίας) έχει ιδιαίτερη αξία μια υπενθύμιση που κάνει:
«Οι αποφάσεις επί της εκλογικής τακτικής για την Αριστερά πρέπει να στηρίζονται στην ανάλυση της συγκυρίας, αλλιώς δεν είναι τακτική, γίνεται διαρκής στρατηγική. Όταν η πραγματικότητα αλλάζει, αλλάζουν και οι τακτικές. Η μετατροπή μιας τακτικής σε στρατηγική βλάπτει, γιατί η ακαμψία αντικαθιστά την πολιτική σκέψη». Παραθέτοντας ένα μεγάλο εύρος διαφορετικών συνθηκών και αντίστοιχων εκλογικών τακτικών επιλογών (από το ενεργό μποϊκοτάζ μέχρι την αυτόνομη κάθοδο), σημειώνει ότι «υπάρχουν και συνθήκες, όπως οι σημερινές, όπου οφείλουμε… να ψηφίσουμε ένα άλλο αριστερό κόμμα με το οποίο έχουμε ασυμφιλίωτες διαφορές».
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι «πολιτικές» ενστάσεις, που αφορούν την ανάγνωση της συγκυρίας και τις εκτιμήσεις για το συσχετισμό -στην κοινωνία, αλλά και στο εσωτερικό της Αριστεράς.
Η πρώτη διαφωνία αφορά τον κοινωνικό συσχετισμό και άρα την εκτίμηση για τις προοπτικές του Μπολσονάρο. Όπου αντιπαρατίθενται η εκτίμηση ότι «ο Μπολσονάρο είναι τόσο αποδυναμωμένος που το αποτέλεσμα [του πρώτου γύρου] θα δρομολογήσει την αναπόφευκτη ήττα του» και η άποψη ότι «ο Μπολσονάρο δεν είναι ένα πτώμα που απομένει πλέον μόνο να ενταφιαστεί» και ότι -συνεπώς- ο ρόλος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι να εργαστεί για την πιο καθαρή-ηχηρή ήττα του από τον πρώτο γύρο.
Όμως ακόμα μεγαλύτερη αξία -σε ό,τι μας αφορά- έχει η εκτίμηση για τον συσχετισμό μέσα στην Αριστερά. Γιατί αφορά την καλύτερη τακτική για να εξυπηρετηθεί και το δεύτερο καθήκον εκτός από αυτό της ήττας του Μπολσονάρο, η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Μετά το 2013, είχε καταγραφεί μια τάση ενίσχυσης του PSOL, ενώ ιδιαίτερα μετά το 2016, το PT είχε μπει σε τροχιά αποδυνάμωσης. Ασφαλώς το PSOL παρέμενε μια μειοψηφία μεταξύ των πολιτικοποιημένων τμημάτων της εργατικής τάξης και των κινημάτων, η πλειοψηφία των οποίων παρέμενε συνδεδεμένη με το PT. Αλλά η αντικαπιταλιστική Αριστερά κατακτούσε δικό της, ορατό, «χώρο». Με στενά εκλογικούς όρους, ο Αρκάρι εκτιμά ότι αυτή η συνθήκη έχει ανατραπεί: «Ο Λούλα βγήκε από τη φυλακή “ψηλότερος” από ό,τι ήταν πριν. Η καμπάνια του θα προκαλέσει ένα τσουνάμι στα εργοστάσια και τις εργατογειτονιές των μεγάλων πόλεων…».
Από αυτές τις εκτιμήσεις, προκύπτουν και οι τακτικές επιλογές. Κατά πόσο η (εκλογική) παρουσίαση ενός σχεδίου «πέρα από τον Λουλίσμο» θα βρει «χώρο» και θα διευκολύνει τη σύνδεση του PSOL με τις πρωτοπορίες, ή αν υπάρχει ο κίνδυνος που περιγράφει ο Αρκάρι: «αν το PSOL παρουσιάσει δική του υποψηφιότητα, δεν θα αποφύγει μια δραματική απομόνωση που θα το βυθίσει σε ένα σπιράλ περιθωριοποίησης, ακόμα κι αν επιτίθεται στον Μπολσονάρο με τη μεγαλύτερη οξύτητα…». Σύμφωνα με τη δεύτερη «σχολή σκέψης», η βαθύτερη σύνδεση του PSOL με τις πλατιές πρωτοπορίες κι η ενίσχυση της θέσης του, εξυπηρετείται καλύτερα από την αποφυγή μιας αυτόνομης καθόδου.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε -από μακριά- τον συσχετισμό, την κατάσταση πνευμάτων στις εργατογειτονιές, και άρα ποια τακτική βοηθά περισσότερο τις προοπτικές της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Ευχόμαστε οι σύντροφοι να πράττουν το σωστό. Σε κάθε περίπτωση, η διασφάλιση της ενότητας του PSOL και το ξεπέρασμα των σεχταρισμών στα «αριστερά του PT» θα είναι κρίσιμα μετά την κάλπη. Γιατί τότε θα αρχίσουν οι πραγματικές μάχες, στις οποίες η ταξική συνεργασία που πρεσβεύει ο «λουλίσμο» θα αποδειχθεί ανεπαρκές εργαλείο (είτε ως κυβέρνηση, είτε ως αντιπολίτευση, είτε απέναντι σε μια -διόλου απίθανη- πραξικοπηματική απόπειρα του Μπολσονάρο να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα) και η αντικαπιταλιστική Αριστερά θα έχει να παίξει έναν αναντικατάστατο ρόλο.