Αιματηρή στασιμότητα και πόλεμος φθοράς στην Ουκρανία

Φωτογραφία

Έχοντας ξεπεράσει πλέον τους 6 μήνες από την ρωσική εισβολή, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει πάρει χαρακτηριστικά πολέμου φθοράς και αντοχής. 
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Πέτρου

Οι μάχες
Μετά τη ρωσική ήττα στην αστραπιαία (και κακοσχεδιασμένη) εκστρατεία κατάληψης του Κιέβου, η ανασυγκρότηση των ρωσικών δυνάμεων, η αναδιοργάνωσή τους και η προσήλωση στο Ντονμπάς έγειρε ξανά την πλάστιγγα στα πεδία των μαχών. Κατά την εκκίνηση αυτή της «δεύτερης φάσης», ο ρωσικός στρατός προχωρούσε αργά αλλά σταθερά και η ουκρανική άμυνα παρουσίαζε εικόνα «κατάρρευσης σε αργή κίνηση» (απώλεια όλου του Λουγκάνσκ, παραδοχή για απώλειες 100-200 στρατιωτών ημερησίως, διαδοχικές εκκενώσεις και υποχωρήσεις από θέσεις στο Ντονιέτσκ). Ωστόσο, μήνες μετά την έναρξη της «δεύτερης φάσης», δεν έχει ολοκληρωθεί ο ρωσικός στόχος κατάληψης όλου του Ντονμπάς και η αίσθηση «αργής αλλά σταθερής προέλασης» δίνει τη θέση της σε μια εικόνα όπου το «αργά» υπερτερεί του «σταθερά». 
Η ενίσχυση του ουκρανικού πυροβολικού (με τα αμερικανικά Χόβιτζερ, φτιαγμένα για να «επιβραδύνουν» προελάσεις) και η τακτική αποφυγής μεγάλων απωλειών εκ μέρους του ρωσικού επιτελείου (που διαχειρίζεται ένα εξαρχής περιορισμένο στρατιωτικό δυναμικό, το οποίο έχει υποστεί και σημαντικές απώλειες στους μήνες των μαχών) ματαίωσε τις εκτιμήσεις για έναν «πόλεμο κινήσεων» στην Κοιλάδα του Ντονμπάς. Το περίφημο ρωσικό πυροβολικό ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αναλαμβάνοντας να ισοπεδώσει τις ουκρανικές άμυνες (και τις ίδιες τις πόλεις κατά τη διαδικασία) προτού προχωρήσουν οι χερσαίες δυνάμεις για να καταλάβουν τα εγκαταλελειμμένα ερείπια. Μέσα στο καλοκαίρι, άρχισε η πραγματική ανάπτυξη στο πεδίο των μαχών κάποιων πιο εξελιγμένων αμερικανικών συστημάτων (HIMARS κ.ά.) για τέτοιου τύπου πόλεμο. Αυτά πλέον καλύπτουν τη διαφορά εμβέλειας (όπου το ρωσικό πυροβολικό είχε συντριπτική ανωτερότητα) και λογικά έπαιξαν ρόλο στη σχετική «στασιμότητα». 
Πλέον οι μάχες θυμίζουν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας «πόλεμος θέσεων» όπου το χαράκωμα μετακινείται βασανιστικά αργά ενώ το πυροβολικό ανταλλάζει φονικά πυρά πάνω από τα κεφάλια των φαντάρων. Πρόκειται για μια «στασιμότητα» φονική για τους φαντάρους και καταστροφική για πόλεις και υποδομές. Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, η προσπάθεια ουκρανικής αντεπίθεσης στο Νότιο Μέτωπο (προς τη Χερσώνα) ήταν στις πρώτες της ημέρες, αρκετά νωρίς για να διακρίνει κανείς τι συμβαίνει πίσω από την «ομίχλη του πολέμου» (όπου οι μεν διαφημίζουν «προέλαση» και οι δε κάνουν λόγο για «παταγώδη αποτυχία»). Στην ίδια τη Χερσώνα (και δευτερευόντως και στην Κριμαία), έχουν κλιμακωθεί κάποια χτυπήματα στα ρωσικά «μετόπισθεν», είτε από τις ουκρανικές κρατικές υπηρεσίες είτε από τους τοπικούς «αντάρτικους» σχηματισμούς που δρούσαν εδώ και μήνες -αλλά πιο περιορισμένα- στην περιοχή.
Επιδιώξεις και 
αγώνας αντοχής

Κατά τους δύσκολους μήνες των ρωσικών επιτυχιών στο Ντονμπάς στις αρχές Ιούνη, Ουκρανοί αξιωματούχοι έκαναν λόγο για ένα «σημείο καμπής» τον Αύγουστο, που θα επέτρεπε «τον τερματισμό του πολέμου ως το τέλος του 2022». Προφανώς ήταν ενήμεροι των προετοιμασιών αντεπίθεσης, αλλά και του χρόνου που χρειαζόταν να μεσολαβήσει για να γίνουν αξιοποιήσιμα στη μάχη τα αμερικανικά όπλα. Αλλά περισσότερο από πρόβλεψη, μάλλον ήταν ευχή -περιγραφή της επιδίωξης της ουκρανικής πλευράς, που επείγεται για το τέλος του πολέμου, αλλά έχει ανάγκη αντιστροφής κάποιων τετελεσμένων (έχει χάσει το 23% των εδαφών και το 70% των ακτογραμμών) για να το επιδιώξει. Οι πιθανότητες να το καταφέρει είναι τουλάχιστον αμφίβολες. Καθώς πλησίαζαν οι μέρες προς την επίσημη έναρξη της αντεπίθεσης, στρατιωτικοί σύμβουλοι του Ζελένσκι φρόντιζαν να υπενθυμίζουν ότι δεν υπάρχει ούτε η συντριπτική αριθμητική υπεροχή που προβλέπεται για επιτυχημένο «πόλεμο κινήσεων» ούτε ο αναγκαίος οπλισμός («η διεθνής βοήθεια είναι όση χρειάζεται για να αντέξουμε, όχι για να νικήσουμε»). 
Είτε ως καλοσχεδιασμένη απόπειρα, είτε ως κακοσχεδιασμένη «ζαριά» απελπισίας, η αντεπίθεση μαρτυρά την επείγουσα ανάγκη της ουκρανικής ηγεσίας να καταγράψει επιτυχίες στο έδαφος. Είτε για να βελτιώσει τη θέση της στο διαπραγματευτικό τραπέζι του μέλλοντος, είτε για να στείλει μήνυμα στους αμφίθυμους διεθνείς συμμάχους ότι δεν είναι «χαμένη υπόθεση» η υλική βοήθειά τους, είτε για αποτρέψει/καθυστερήσει μια δύσκολο να αντιστραφεί εδραίωση των τετελεσμένων (στρατιωτική οχύρωση των δυνάμεων κατοχής, «δημοψηφίσματα» κ.ά. πολιτικο-οικονομικές δράσεις οριστικοποίησης του διαμελισμού).   
Όσον αφορά τη ρωσική ηγεσία, δεν έχει κάποια διάθεση να παραχωρήσει όσα κατέκτησε με τα όπλα. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο Σεργκέι Λαβρόφ, οι ουκρανικές προτάσεις του προηγούμενου γύρου διαπραγματεύσεων τον Μάρτη «είχαν γίνει με βάση μια γεωγραφία. Πλέον αυτή η γεωγραφία έχει αλλάξει». Σε αρκετά από τα κατακτημένα εδάφη, οι διαδικασίες οικονομικής-πολιτικής-πολιτισμικής «ενσωμάτωσης» στη Ρωσία βρίσκονται ήδη σε πλήρη εξέλιξη, παρά την καθυστέρηση των «δημοψηφισμάτων», δηλώνοντας ανοιχτά τις προθέσεις της Μόσχας. 
Στο Κρεμλίνο δεν δείχνουν να βιάζονται εξίσου με το Κίεβο. Ο πόλεμος δεν έχει αναστατώσει τη ρωσική καθημερινότητα όπως την ουκρανική. Η ρωσική οικονομία άντεξε τους πρώτους κραδασμούς των κυρώσεων. Ασφαλώς θα αντιμετωπίσει ύφεση και δυσκολίες, αλλά η ουκρανική οικονομία κινδυνεύει να χάσει το 50% (!) του ΑΕΠ μέσα στο 2022, χρεώνεται κατά 5 δισ. ευρώ κάθε μήνα και έχει βιώσει μια διάλυση των υποδομών. Ο πόλεμος παραμένει… «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση», με την έννοια της επιλεκτικής αποστολής δυνάμεων στο μέτωπο (εθελοντές, επαγγελματίες, μισθοφόροι, και «συμβασιούχοι» από τις φτωχότερες κι απομακρυσμένες περιοχές των διάφορων εθνοτήτων που ζουν στη Ρωσία). Η υποχρεωτική στρατολόγηση βαραίνει τους «συμμάχους» στο Ντονμπάς, αλλά δεν έχει «αγγίξει» τη ρωσική κοινωνία και ειδικότερα τα αστικά κέντρα. Το ρωσικό οπλοστάσιο έχει υποστεί απώλειες και οι μάχες το «καταβροχθίζουν», αλλά παραμένει ποσοτικά ανώτερο του ουκρανικού. Το πρώτο κύμα εσωτερικής αμφισβήτησης τσακίστηκε. Είναι πολλές οι χιλιάδες αντικαθεστωτικών που πλέον επιλέγουν την αυτοεξορία, ενώ στο εσωτερικό της χώρας, οι αντιπολεμικές δυνάμεις έχουν εξωθηθεί στην παράνομη-μειοψηφική  δράση (εμπρηστικές επιθέσεις σε στρατολογικά γραφεία κλπ).
Αυτά κάνουν τη ρωσική ηγεσία να δείχνει πιο «άνετη» με την προοπτική παράτασης του πολέμου και πέραν του ερχόμενου χειμώνα. Διατηρεί μάλιστα την αισιοδοξία νέων επιτυχιών, μην κρύβοντας τις στοχεύσεις της σε μια «τρίτη φάση» -για το Χάρκοβο, την Οδησσό και την γενικότερη ανάγκη «απώθησης προς τα δυτικά» του «τμήματος της Ουκρανίας που θα παραμείνει υπό τον έλεγχο του Ζελένσκι». 
Αλλά κανείς δεν μπορεί να βάλει το χέρι στη φωτιά για το πού φτάνουν οι ρωσικές αντοχές για «Μαραθώνιο». Η αρχική αντοχή στις κυρώσεις δεν σημαίνει και «ανέφελη» λειτουργία της οικονομίας (πόσο μάλλον μεσομακροπρόθεσμα). Η επιμονή της ουκρανικής αντίστασης και το αίσθημα «αδιεξόδου» ή έστω «καθυστέρησης» προκαλεί δυσφορία στα ακροδεξιά «γεράκια» που έχουν ήδη εκδηλωθεί -πολλές φορές πλειοδοτώντας σε σχέση ακόμα και με τους Ουκρανούς αξιωματούχους σε «μελανά χρώματα» και υπερβολές για την αποτυχία της ρωσικής επιχείρησης, προκειμένου να πείσουν για την ανάγκη κλιμάκωσης -δηλαδή πλήρους πολεμικής κινητοποίησης. Μια επιλογή που (σοφά) αποφεύγει ο Πούτιν, για να διατηρήσει τις συνθήκες που επιτρέπουν την «παθητική στήριξη» (βλ. ανοχή) στον πόλεμο. Η παράταση του πολέμου επί μακρόν, χωρίς μια πειστική καθαρή «νίκη», μπορεί να ενισχύσει αυτούς τους πονοκεφάλους. 
Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία, που ενώ αρχίζει να θυμίζει μια από τις πιθανές συνθήκες λήξης ενός πολέμου -τη μεγάλη και δίχως ορατή νικηφόρα διέξοδο φθορά και των δύο εμπόλεμων- αυτή η προοπτική μοιάζει σήμερα πιο μακρινή από ό,τι έδειχνε πχ τον περασμένο Μάρτη.   
Το εσωτερικό μέτωπο
Σε ένα άρθρο με (λιγότερο ή περισσότερο) αντίστοιχες εκτιμήσεις ως προς την πορεία των μαχών, τις οικονομικές παραμέτρους και τις εκατέρωθεν επιδιώξεις, ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου καταλήγει ως εξής: «Πέρα από αναμέτρηση όπλων και χρήματος, ο πόλεμος, ο κάθε πόλεμος, είναι και σύγκρουση βουλήσεων. Στον πόλεμο της Ουκρανίας δεν είναι καθόλου βέβαιο ποιο από τα δύο στρατόπεδα θα επιδείξει την ισχυρότερη, σε βάθος χρόνου, βούληση». Αυτή η βούληση -συνδεδεμένη και με τις λαϊκές διαθέσεις- μπορεί τελικά να κρίνει τις εξελίξεις. Σήμερα δε διαφαίνεται ακόμα κάποια μεγάλη αλλαγή σε αυτό το πεδίο (αναζωπύρωσης της αντιπολεμικής αντίστασης στη Ρωσία ή κάμψης της διάθεσης συνέχειας της αντίστασης στην Ουκρανία). Χωρίς τέτοιες αλλαγές, είναι δύσκολο να προκύψει ειρήνη, είτε δίκαιη είτε άδικη. Πόσο μάλλον αυτή να αποδειχθεί και βιώσιμη…
Ο ιμπεριαλιστικός 
ανταγωνισμός

Μετά από 6 μήνες πολέμου, καθώς «παγιώνεται» ως μόνιμη κατάσταση και υποχωρεί από το επίκεντρο της προσοχής, υποχωρεί στη διεθνή συζήτηση η γενικευμένη αβεβαιότητα για τα ενδεχόμενα απότομης γενίκευσης του πολέμου. Αλλά δεν υπάρχει δυνατότητα «επανάπαυσης». Από τη σκοπιά της παρέμβασης και της δράσης των μεγάλων ανταγωνιζόμεων δυνάμεων, η σύρραξη στην Ουκρανία αποκτά όψεις αυτού που λέγανε παλιά «συμφωνημένο πόλεμο» (με οριοθετημένη τη «γεωγραφία» του και με εκατέροθεν αυτοσυγκράτηση απέναντι σε κάποιες «υπερβάσεις»). Αυτή όμως είναι η εικόνα της στιγμής, μοιάζει να προκύπτει περισσότερο από την πραγματικότητα της στασιμότητας στα πεδία της μάχης και λιγότερο από -μόνιμη, στρατηγικού χαρακτήρα- επιλογή. Ακόμα κι αν κανείς εκτιμήσει ότι δεν επικρατεί διάθεση γενίκευσης στα επιτελεία Δύσης κι Ανατολής,  στην εμπλοκή τέτοιων δυνάμεων σε περιφερειακές συγκρούσεις υπάρχει πάντοτε η δυναμική του λεγόμενου «Mission Creep»: Η σταδιακή διολίσθηση μιας αποστολής σε κλίμακα και κατευθύνσεις διαφορετικές από την αρχική πρόθεση όσων τη συνέλαβαν. 
Αλλά πέρα από τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν μέσα από την ίδια την Ουκρανία, τα πράγματα είναι πολύ πιο ανησυχητικά όσον αφορά το ευρύτερο μέλλον. Έχουμε ξαναγράψει ότι ο όρος «κυρώσεις» είναι ανακριβής, γιατί η στόχευση και η διάρκειά τους περιγράφουν περισσότερο «οικονομικό πόλεμο» και «αρχή του τέλους της παγκοσμιοποίησης». Κινήσεις όπως η επιδίωξη «απεξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα» στην Ευρώπη, ο στρατηγικός διάλογος και οι διαφωνίες για την μέθοδο «επαναπροσανατολισμού της οικονομίας» στη Ρωσία, έχουν κόστος και απαιτούν διάρκεια που ξεπερνά κατά πολύ την πολεμική-ουκρανική συγκυρία. Την σχετική εικόνα συμπληρώνουν άλλα πρόσφατα μέτρα, άσχετα με τη Ρωσία και την Ουκρανία, αλλά σχετικά με την όξυνση των ανταγωνισμών ευρύτερα, όπως η σπουδή των ΗΠΑ να προωθήσει την ικανότητα εγχώριας παραγωγής των υπερπολύτιμων στις νέες τεχνολογίες ημιαγωγών για να «απεξαρτηθεί» από τα εργοστάσια στην εύφλεκτη περιοχή του Ειρηνικού (Ταϊβάν, Κίνα κ.ά.). Οι καπιταλιστικές οικονομίες «οχυρώνονται» και κάνουν βήματα «αποπαγκοσμιοποίησης» προς την κατεύθυνση πιο «κλειστών» σφαιρών επιρροής και συναλλαγών. 
Είναι μια αλλαγή που από μόνη της εκτιμάται ότι μπορεί να προκαλέσει θηριώδη αναστάτωση κι επιδείνωση στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων (αν η Ευρώπη ήδη δοκιμάζεται σκληρά και προετοιμάζεται ψυχολογικά για το «τέλος της αφθονίας», ο παγκόσμιος Νότος απειλείται με τραγωδίες). Είναι μια κίνηση «προς τα πίσω», σε μια εποχή που όλες οι μεγάλες προκλήσεις (περιβάλλον, πανδημία, πόλεμος, ενέργεια, ελλείψεις) είναι οφθαλμοφανές ότι απαιτούν συνεργασία κι αλληλεγγύη σε διεθνές επίπεδο για να αντιμετωπιστούν. Είναι -ακόμα χειρότερα- προσπάθειες «μετριασμού» της οικονομικής αλληλεξάρτησης ως ανασταλτικού παράγοντα για γενικευμένες αναμετρήσεις -που σε κάποιες πρωτεύουσες ίσως φαίνονται πλέον πολύ πιο πιθανές ή αναγκαίες. 
Αυτό υπογραμμίζει άλλωστε η εξοπλιστική κούρσα. Όπως και τα οικονομικά μέτρα, έτσι και οι κολοσσιαίες πολεμικές δαπάνες και τα μεγαλεπήβολα προγράμματα που ανακοινώνονται δεν έχουν βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Πρόκειται για προσπάθειες που το ξεδίπλωμα και η υλοποίησή τους απαιτεί χρόνο. Τα ευρωπαϊκά κράτη ετοιμάζονται για ένα μέλλον στο οποίο τα «μπράτσα» θα τους είναι χρήσιμα στην προσπάθεια να παίξουν διεθνή ρόλο. Άλλωστε πριν το «τέλος της αφθονίας», είχε αναγγελθεί από στήλες εφημερίδων και δηλώσεις αξιωματούχων και το «τέλος της αθωότητας». Η Ευρώπη, λέει, είχε γίνει «μαλθακή» -και αυτό πρέπει να πάρει τέλος.
Ασφαλώς, για μεγάλες μερίδες εργαζόμενων στρωμάτων μέσα στην Ευρώπη και για κάποιους λαούς σε χώρες έξω από αυτήν, προκαλεί μια κάποια έκπληξη η αποκάλυψη ότι μέχρι πρότινος επικρατούσε αφθονία και μαλθακότητα. Αν η επίκληση σε ένα τέτοιο φανταστικό παρελθόν είναι αστεία, η προαναγγελία του τέλους του είναι πολύ σοβαρή. Και ασφαλώς, οι πολιτικές ηγεσίες δεν κρύβουν ότι αυτά πάνε μαζί: Ο μιλιταρισμός με την πίεση στο βιοτικό επίπεδο. Θα συμπληρώσουμε και την πίεση στα δημοκρατικά δικαιώματα, που κλείνει το τρίπτυχο. Από τη δυνατότητα της ακροδεξιάς να «κολυμπήσει» σε έναν τέτοιο «σπαρτιάτικο» κόσμο, και την αναπόφευκτη σκλήρυνση και των πιο «φιλελεύθερων» προκειμένου να επιβάλουν μια τέτοια ατζέντα, μέχρι την ανάγκη της Συνόδου του ΝΑΤΟ να εντάξει τις παντός είδους «υβριδικές απειλές» (πχ μετανάστες) στους δηλωμένους «εχθρούς» του.
Προοπτικές
Στον «μετασοβιετικό χώρο» έχει ανοίξει ήδη η συζήτηση για την επόμενη ημέρα του -καθώς η περιοχή βρισκόταν σε μια κρίση διάρκειας και οι πόλεμοι μπορούν να φέρουν μεγάλες κοινωνικές ανατροπές, ή να επιλύσουν αντιφάσεις που δεν επιλύθηκαν με τη μέθοδο της κοινωνικής ανατροπής. Το «πρόσημο» αυτών των αλλαγών δεν είναι ποτέ δεδομένο και είναι υπόθεση των συντρόφων και των συντροφισσών μας εκεί να αγωνιστούν για τη φορά των εξελίξεων. 
Η υπόλοιπη Ευρώπη ζει τη δική της κρίση διαρκείας και μπαίνει σε μια περίοδο όξυνσης των αντιφάσεών της. Ξεκινώντας από τους καθημερινούς αγώνες εδώ και τώρα -ενάντια στη λιτότητα, ενάντια στο μιλιταρισμό και τις εξοπλιστικές δαπάνες, ενάντια στην περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων, χρειάζεται να χτίσουμε την πολιτική-κοινωνική δύναμη που θα επιχειρήσει να επιλύσει τις πολλαπλές κρίσεις με τη μέθοδο της κοινωνικής ανατροπής -που παραμένει η καλύτερη μέθοδος να αποτραπεί και η παράνοια της επίλυσής τους δια του πολέμου. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία