Σχεδόν μισός αιώνας από τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη
Π ριν από 48 χρόνια, παρουσιάζοντας τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωνε την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, ενός κόμματος-«κινήματος» που επρόκειτο να παίξει καθοριστικό ρόλο στα επόμενα χρόνια, τόσο στην πολιτική ζωή όσο και στην εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού.
Σήμερα η «νοσταλγία» για το ΠΑΣΟΚ αυγατίζει. Στο ΚΙΝΑΛ, η ηγεσία του Ν. Ανδρουλάκη (ένα κακέκτυπο, που δεν αντέχει σε καμία σύγκριση με την ηγετική ομάδα του 1974) επιχειρεί, λέει, την επανίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Στο επίπεδο του ονόματος και των συμβόλων δεν υπάρχουν δυσκολίες, σε όλα τα άλλα δεν τίθεται ούτε καν συζήτηση… Στον ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία γύρω από τον Αλ. Τσίπρα έχει από καιρό θέσει ως στόχο της να «κληρονομήσει» έναν πολιτικό ρόλο ανάλογο με του Α. Παπανδρέου, βαθαίνοντας με ταχύτητα τη μετάλλαξη του κόμματός του προς τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, στην ιστορικά πιο εκφυλισμένη μορφή της, σε αυτό που πανευρωπαϊκά ονομάζεται πλέον «σοσιαλφιλελευθερισμός».
Είναι κυριολεκτικά εντυπωσιακό το πόσο όλοι αυτοί οι επίδοξοι μιμητές του Α. Παπανδρέου αγνοούν ή αποφεύγουν τα κρίσιμα διλήμματα και τις πολιτικές επιλογές που έδωσαν δυναμική στο ρεύμα που «πάτησε» στη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη του 1974.
Η εποχή
Κανένα μαζικό φαινόμενο δεν μπορεί να «διαβαστεί» σωστά, αν αγνοηθεί η ιστορική εποχή μέσα στην οποία ξεδιπλώθηκε. Το καθοριστικό στοιχείο για το χαρακτήρα που πήρε η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, είναι το 1974.
Στις επετείους που ακολούθησαν οι αναλυτές δίνουν την έμφαση στις «θεσμικές τομές» της Μεταπολίτευσης: στην ανατροπή της δικτατορίας, την αναγνώριση (και από τη Δεξιά) του «τέλους» του Εμφυλίου Πολέμου, την ανάπτυξη των θεσμών/μηχανισμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κ.ο.κ. Συσκοτίζεται έτσι το βασικό γνώρισμα της εποχής, που ήταν η ορμητική είσοδος των εργατικών και λαϊκών μαζών και της νεολαίας στην κοινωνική και πολιτική αρένα, όπου στα επόμενα 3-4 χρόνια διεκδίκησαν επίμονα μια ουσιαστικά βελτίωση της ζωής τους. Αυτή η μακρά Μεταπολίτευση υπήρξε μια περιπέτεια για τον ελληνικό καπιταλισμό και μάλιστα μια άγρια περιπέτεια με μη-εγγυημένη έκβαση.
Οι όψιμοι θαυμαστές του ΠΑΣΟΚ νομίζουν ότι μπορούν να αναπαράγουν τις επιτυχίες του δια της «στροφής προς το κέντρο». Είναι το ακριβώς ανάποδο από αυτό που έκανε ο Α. Παπανδρέου για να χτίσει το κόμμα του το 1974. Παρότι θα μπορούσε να προβληθεί ως ο νόμιμος κληρονόμος της Ένωσης Κέντρου, αγνόησε τους κοινοβουλευτικούς πολιτικάντηδες της ΕΚ-ΝΔ που ξέμειναν γύρω από τον Γ. Μαύρο, και επιχείρησε να εκφράσει τον εργατικό και νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό της εποχής, χτίζοντας παράλληλα και ταυτόχρονα τη δυνατότητα να τον καναλιζάρει πολιτικά και να τον προσανατολίζει μέσα στα όρια της καθεστωτικής αντοχής. Ήταν μια τολμηρή επιλογή, που ξεπερνούσε τους προσανατολισμούς της κομμουνιστικής-ρεφορμιστικής Αριστεράς, του Χ. Φλωράκη και του Α. Κύρκου, που τότε επιχείρησαν να αναπαλαιώσουν την προδικτατορική ΕΔΑ και να χτίσουν πολιτική δύναμη μαζί με «προσωπικότητες» όπως ο Ηλ. Ηλίου κ.ά. που καθορίζονταν από την προσήλωση στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Γι’ αυτό άλλωστε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής χαρακτήριζε τον Παπανδρέου της Μεταπολίτευσης ως «Αριστερά της Αριστεράς».
Ο γενικός ριζοσπαστισμός της εποχής και αυτές οι πρώιμες επιλογές της ηγετικής ομάδας του 1974 εκφράστηκαν, έστω στρεβλά και βιασμένα, στη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Που έθετε την «εθνική ανεξαρτησία» ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη, καλώντας σε μια ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και κυρίως τον αμερικανικό. Που όριζε τον «δημόσιο τομέα» ως ατμομηχανή της ανάπτυξης, προβλέποντας εκτεταμένες κρατικοποιήσεις και «κοινωνικοποίηση» στο χρηματοπιστωτικό τομέα και σε άλλες επιχειρήσεις και οργανισμούς «στρατηγικής σημασίας». Που υιοθετούσε το μεγάλο εργατικό αίτημα για σοβαρές αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, έστω εντάσσοντάς το στη στρατηγική της «ανάπτυξης», με την προσδοκία της στήριξης στην αύξησης της εσωτερικής ζήτησης. Που υποσχόταν το τέλος της «εποχής της χωροφυλακής», υποστηρίζοντας ότι τα δημοκρατικά δικαιώματα πρέπει να διαχυθούν στις εργατικές και λαϊκές μάζες, στην πόλη και στο χωριό, στους άντρες και, για πρώτη φορά, στις γυναίκες.
Με βάση αυτό το «πρόγραμμα», το ΠΑΣΟΚ του ’74 αναγνώρισε την εμβληματική οργανωτική μορφή του εργατικού ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης -τα Εργοστασιακά Σωματεία- (την ώρα που το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. επιμένανε στα γραφειοκρατικά κλαδικά και τις μεγάλες ομοσπονδίες), με αποτέλεσμα τη γρήγορη και ισχυρή ανάπτυξη της ΠΑΣΚΕ. Ο Α. Παπανδρέου έθεσε χρονικά πρώτος -μετά τις εκλογές του 1977- το ζήτημα της ανατροπής του Κ. Καραμανλή και την προοπτική μιας κυβέρνησης «Αλλαγής», όταν ακόμα ο Χ. Φλωράκης και ο Λ. Κύρκος ουσιαστικά φοβούνταν ότι μια ανατροπή του «Εθνάρχη» μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για… «ανώμαλες εξελίξεις». Τα μαζικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ ενέτασσαν αυτήν την πορεία σε μια κάποια διεκδίκησης ενός «σοσιαλισμού», εμπνεόμενου κυρίως όχι από την ΕΣΣΔ, αλλά από τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα του, λεγόμενου τότε, Τρίτου Κόσμου. Και έχει σημασία να θυμίσουμε ότι αυτός ο κόσμος από τα κάτω, δεν αναγνώριζε τον εαυτό του ως τμήμα της διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας: ήταν η εποχή που η ΠΑΣΠ διαδήλωνε με σύνθημα: «Σοσιαλδημοκρατία – Πράκτορες της CIA!».
Εξέλιξη
Όπως τα κόμματα και τα κινήματα, έτσι και τα πολιτικά προγράμματα δεν μπορούν να «διαβαστούν» σωστά έξω από τα όρια της εποχής τους.
Η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, πχ στο ζήτημα των κρατικοποιήσεων-«κοινωνικοποιήσεων», θα φάνταζε σήμερα ως ένα περίπου επαναστατικό κάλεσμα. Στις συνθήκες της δεκαετίας του ’70, όμως, η επιλογή του δημόσιου τομέα ως «λοκομοτίβας της ανάπτυξης» ήταν τμήμα της καθεστωτικής λογικής, ακόμα και μεγάλων μερίδων της Δεξιάς: Η κυβέρνηση του Κων/νου Καραμανλή της Μεταπολίτευσης κατηγορήθηκε από τον ΣΕΒ για «σοσιαλ-μανία», μετά από μια σειρά (υποχρεωτικών) κρατικοποιήσεων.
Το 1981 ο Α. Παπανδρέου κέρδισε «αυτοδύναμα» τις εκλογές και άρχισε η (περίπου) 20ετία των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ. Ο Χ. Φλωράκης και ο Λ. Κύρκος αναγνώρισαν πολιτικά την πρωτοκαθεδρία του ΠΑΣΟΚ (ως «κορμού των προοδευτικών δυνάμεων») και περιόρισαν τα κόμματά τους σε ρόλο «εγγυητή», τάχα, της συνέπειας των… κυβερνήσεων Παπανδρέου («Αλλαγή δεν γίνεται, χωρίς το ΚΚΕ» και το αξέχαστο «ΚΚΕ – Αλλαγή – Δεύτερη κατανομή»…). Στα πρώτα χρόνια μετά το ’81, έγιναν κάποιες σημαντικές εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις: η αύξηση των κοινωνικών δαπανών και η δημιουργία του ΕΣΥ, τα μέτρα ισότητας για τις γυναίκες, ο εκδημοκρατισμός της εργατικής νομοθεσίας κ.ά. Αυτές οι αρχικές κατακτήσεις ήταν τα «καύσιμα» που τροφοδότησαν όλες τις εκλογικές νίκες, τις στηριγμένες σε εργατικές και λαϊκές αυταπάτες, στα χρόνια που ακολούθησαν. Γιατί σύντομα φάνηκαν (προδρομικά από το 1983-84, ορμητικά μετά το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» του ’85) τα σημάδια όχι μόνο της διάψευσης της στρατηγικής της 3ης Σεπτέμβρη, αλλά της πλήρους αντιστροφής της.
Ο Α. Παπανδρέου από το 1981 υπογράμμιζε ότι, στο εσωτερικό της χώρας, η «Αλλαγή» θα έχει λίγους εχθρούς… «περίπου 100 οικογένειες». Η αποσύνδεση των στόχων της 3ης Σεπτέμβρη από τον αντικαπιταλισμό, από την υποχρέωση σύγκρουσης με την κυρίαρχη τάξη στο εσωτερικό της χώρας, οδήγησε σε δραματικές ανατροπές. Οι περίπου «100 οικογένειες» αποδείχθηκαν πιο ισχυρές από τις προεκλογικές δεσμεύσεις της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και από τις σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με την εκλογική του βάση. Ο εγκλωβισμός στη στρατηγική της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης οδήγησε γρήγορα στο πρώτο μεγάλο πρόγραμμα λιτότητας («σταθεροποιητικό» 1985), στον ορισμό της συμμετοχής στην ΟΝΕ ως «εθνικού στόχου» από τον Α. Παπανδρέου και, τελικά, στο σοσιαλφιλελευθερισμό του «εκσυγχρονισμού» υπό τον Κ. Σημίτη, μετά το 1993. Οι υπαρκτοί καπιταλιστές, αν μείνουν αλώβητοι, μπορούν να δίνουν το δικό τους περιεχόμενο, ουσιαστικά να καθοδηγούν, στην πορεία προς την ανάπτυξη. Μέσα σε αυτή την πορεία, φυσιολογικά, οι αρχικές αναφορές στον αντιιμπεριαλισμό κουρελιάστηκαν: το «έξω οι Αμερικάνοι» έδωσε τη θέση του στις συμφωνίες ανανέωσης των βάσεων και στα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα, το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, ίδιο συνδικάτο» έδωσε τη θέση του στη γλοιώδη συναλλαγή για τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και τελικά στην πλήρη, στη «στρατηγική» προσχώρηση. Σε αυτήν την πορεία μετατόπισης προς τα δεξιά και εκφυλισμού του, το ΠΑΣΟΚ εντάχθηκε τελικά επισήμως και οργανικά στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Οι εργατικοί αγώνες της Μεταπολίτευσης, αλλά και η θηριώδης εργατική αντίσταση στην κυβέρνηση του Κων/νου Μητσοτάκη το 1989-93, είχαν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Ο καλπασμός του νεοφιλελευθερισμού, ο «εκσυγχρονισμός» του ελληνικού καπιταλισμού, είχε ως προϋπόθεση την προδοτική συνεργασία με αυτή τη θατσερική/ριγκανική στρατηγική του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος που με τη μορφή του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα ξεκίνησε από πολύ πιο ριζοσπαστική αφετηρία.
Δεν έχει καμιά πολιτική σημασία το ερώτημα αν οι Α. Παπανδρέου-Κ. Σημίτης τα έκαναν αυτά ως πολιτικοί απατεώνες και δημαγωγοί, ή αν ολοκλήρωσαν αυτή την πορεία γιατί κάμφθηκαν από την πίεση του ντόπιου καθεστώτος και των διεθνών συμμάχων του. Αυτό που έχει πολιτική σημασία είναι η υπενθύμιση ότι η κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ, που είχε κερδηθεί με τις υποσχέσεις της 3ης Σεπτέμβρη, δεν ακολούθησε σε αυτόν τον εκφυλισμό χωρίς ανταρσίες. Το 1985 η ΠΑΣΚΕ διασπάστηκε, η πλειοψηφία της διεκδίκησε την ανατροπή του «σταθεροποιητικού προγράμματος» στρεφόμενη πολιτικά προς τα αριστερά. Εκεί όμως, συνάντησε την ψυχρολουσία από τον Χ. Φλωράκη («Όχι στα γιουρούσια της πρωτοπορίας»). Αργότερα, επί Κ. Σημίτη, μια μεγάλη συνδικαλιστική πλειοψηφία ακύρωσε το νόμο Γιαννίτση στο δρόμο, σταματώντας μια κομβική νεοφιλελεύθερη επίθεση. Ο κόσμος αυτός, όχι απρόσμενα, δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει πολιτικά αυτόνομη δύναμη, ενάντια στο κόμμα μέσα στο οποίο είχε γαλουχηθεί. Όμως δεν πήρε και από την άλλη Αριστερά τις απαραίτητες βοήθειες για να πετύχει αυτό το δύσκολο «πέρασμα». Στις κρίσιμες στιγμές, οι ηγεσίες του ΚΚΕ εσ. αλλά και του ΚΚΕ (συμπεριλαμβάνοντας και τις «ορθόδοξες») προτίμησαν τις παρτίδες με την ηγεσία και την κοινοβουλευτική δύναμη του ΠΑΣΟΚ, παρά τη διεκδίκηση της κοινωνικής βάσης του.
Τίποτα σε αυτήν την εξέλιξη δεν υπήρξε προκαθορισμένο και, τάχα, μοιραίο.
Σήμερα, όσοι αναφέρονται στην «παράδοση ΠΑΣΟΚ», διεκδικώντας μια σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων στην κοίτη της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, οφείλουν να γνωρίζουν ότι αναφέρονται στην παράδοση του σοσιαλφιλελεύθερου εκφυλισμού του ΠΑΣΟΚ που εμπέδωσε το νεοφιλελευθερισμό στον ελληνικό καπιταλισμό, και όχι στην περίοδο που έχτισε δια του ριζοσπαστισμού ένα μαζικό πολιτικό ρεύμα.