Ο Μητσοτάκης, ο πόλεμος και η Αριστερά

Φωτογραφία

Ζούμε σε μια ιδιαίτερα επικίνδυνη εποχή. Εποχή που είναι πλέον αναπόφευκτες βαθιές αλλαγές στο σύστημα διεθνώς, αλλά επίσης εποχή όπου μπαίνουν σε επίπεδο παροξυσμού οι ανταγωνισμοί για το ποιοι θα είναι οι κερδισμένοι και ποιοι οι χαμένοι στις ανακατανομές ισχύος και επιρροής που έχουν ήδη δρομολογηθεί. 
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλος

Η όξυνση των ανταγωνισμών δεν εκφράζεται μόνο στην τάση για πολεμικές αναμετρήσεις, είναι κεντρική και στις οικονομικές και κοινωνικές επιλογές. Η ήδη τρέχουσα οικονομική κρίση και οι προοπτικές ραγδαίας επιδείνωσής της, μόλις 15 χρόνια μετά το κραχ του 2007-08, δείχνουν ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική που επί 30 χρόνια υιοθετήθηκε από τους καπιταλιστές διεθνώς, έχει φτάσει σε ιστορικό όριο. Όμως οι υπαρκτές κυρίαρχες τάξεις, όπως και το διαθέσιμο πολιτικό προσωπικό στην υπηρεσία τους, είναι δυνάμεις ζυμωμένες με τον νεοφιλελευθερισμό, δεν «γνωρίζουν», δεν συζητούν, δεν διαπραγματεύονται καμιά άλλη οικονομική στρατηγική. Μέσα σε αυτόν το βάλτο «πέφτουν κορμιά» και ο κατακερματισμός γίνεται σύνηθες φαινόμενο. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η ΕΕ: Ο γαλλογερμανικός άξονας, ο άλλοτε κινητήρας της «ευρωπαϊκής ενοποίησης», έχει εμφανώς κολλήσει μπροστά στις δοκιμασίες της ενεργειακής κρίσης και της αντιμετώπισης του πληθωρισμού. Την ώρα που η Δύση συσπειρώνεται για να επιβάλει τις θελήσεις της σχετικά με την ουκρανική κρίση, την ώρα που ο Μακρόν υπερβάλει σε ευρωατλαντισμό, η Γερμανία πούλησε το 25% του λιμανιού του Αμβούργου στην κινεζική Cosco και ο Σολτς επισκέπτεται το Πεκίνο, επικεφαλής μιας κουστωδίας Γερμανών επιχειρηματιών, με στόχο να απογειώσουν τις γερμανο-κινεζικές εμπορικές σχέσεις. 
Μέσα σε αυτό το γενικά επικίνδυνο περιβάλλον, η κυβέρνηση Μητσοτάκη στέκεται στο ακραία τυχοδιωκτικό σημείο, ακολουθώντας κατά πόδας το αμερικανο-γαλλικό «κέντρο». 
Εμπλοκή στο ουκρανικό
Η κυβέρνηση της ΝΔ, από την πρώτη στιγμή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, επέλεξε την (κατά δύναμη) πιο ενεργή εμπλοκή, προσπαθώντας να αναδειχθεί ως το πιο πειθαρχημένο στήριγμα του ΝΑΤΟ στην περιοχή. 
Η αμερικανονατοϊκή βάση στην Αλεξανδρούπολη έχει αποκτήσει στρατηγική σημασία, δίνοντας χερσαία πρόσβαση στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ προς τη Μαύρη Θάλασσα. Η Σούδα είναι πλέον η κορυφαία ναυτική βάση των ΗΠΑ στη Μεσόγειο. Το Στεφανοβίκι της Μαγνησίας έχει γίνει το ορμητήριο των επιθετικών ελικοπτέρων του ΝΑΤΟ και το κέντρο «ασκήσεων» μεγάλης εμβέλειας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. 
Το είδος των όπλων που έχουν αναπτυχθεί σε αυτές τις βάσεις παραμένει επτασφράγιστο μυστικό. Ειδικός λόγος πρέπει να γίνει για τις εγκαταστάσεις στον Άραξο, όπου (κατά τα φιλομιλιταριστικά sites) δεν πρέπει να αποκλείεται η πιθανότητα αποθήκευσης «τακτικών» πυρηνικών όπλων. Κατά το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη», θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη (κατ’ ελάχιστο) η «ετοιμότητα» των εγκαταστάσεων να υποδεχθούν άμεσα τα λεγόμενα «μικρά» πυρηνικά, εάν (ή όταν) η νατοϊκή ηγεσία αποφασίσει να τα μεταφέρει στην περιοχή. 
Αυτή η πολιτική ενίσχυσης και αναβάθμισης των αμερικανονατοϊκών βάσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα βασικά χαρακτηριστικά του εξοπλιστικού προγράμματος των ντόπιων ενόπλων δυνάμεων. Τα F-16 Viper, τα Ραφάλ, οι Μπελχάρα και κυρίως τα F-35 είναι επιθετικά όπλα, μεγάλης ακτίνας δράσης και μεγαλύτερης καταστρεπτικής δύναμης. Τα πυραυλικά συστήματα και οι δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου που τα συνοδεύουν, αποκτούν νόημα μόνο για ένα στρατό που είναι οργανικά συνδεδεμένος με το υπερσύγχρονο αμερικανονατοϊκό πλέγμα καθοδήγησης και αξιοποίησης αυτών των προσόντων τους. Η προθυμία του Μητσοτάκη να χρηματοδοτήσει (πετσοκόβοντας μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες) ένα τέτοιο πανάκριβο εξοπλιστικό/επιθετικό πρόγραμμα, έχει εκτιμηθεί ιδιαιτέρως από τους Αμερικανούς και Γάλλους ομολόγους του. 
Αν αυτές ήταν οι μεγάλες και ουσιαστικές «κινήσεις» υποστήριξης προς τον ευρωατλαντισμό, η αποστολή ελληνικών όπλων προς την Ουκρανία είχε κυρίως συμβολικό/πολιτικό νόημα. Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε πριν μήνες στον ουκρανικό στρατό κάποιες παρτίδες παλιών ατομικών όπλων (Καλάσνικοφ) που είχε στις αποθήκες και, πρόσφατα, έναν αριθμό τεθωρακισμένων ρωσικής κατασκευής της δεκαετίας του 1970, που βρίσκονταν αναπτυγμένα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Τα ρωσικά τανκς θα αντικατασταθούν σταδιακά από πιο γρήγορα, πιο ισχυρά και με μεγαλύτερες δυνατότητες συντονισμού με τα υπόλοιπα τεθωρακισμένα του στρατού, γερμανικά τανκς, που πρόκειται να αναπτυχθούν στον Έβρο. Πέρα από τη συμβολική/πολιτική αξιοποίηση της αποστολής ελληνικών όπλων στην Ουκρανία, η κυβέρνηση αξιοποιεί την ευκαιρία για εκσυγχρονισμό-ανανέωση του πολεμικού δυναμικού και για μεγαλύτερη ευθυγράμμισή του με το πραγματικό, εν ισχύει, «πολεμικό δόγμα». 
Γιατί είναι κοινό μυστικό ότι οι χειρισμοί του Μητσοτάκη στην ουκρανική κρίση, η απόλυτα φιλονατοϊκή πολιτική του, «υπακούουν» ταυτόχρονα στις σκοπιμότητες του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. 
Ελληνοτουρκικά
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε τον Μητσοτάκη ότι αποσύροντας τα ρωσικά τανκς από τα νησιά, εμμέσως υποχωρεί στην τουρκική πίεση και αποδέχεται την τάση αποστρατιωτικοποίησης των νησιών. Πρόκειται για μια κριτική εκτός τόπου και χρόνου, πέρα για πέρα δημαγωγική. Όποιος παρακολουθεί έστω και επιφανειακά τη «συζήτηση» μεταξύ φιλομιλιταριστικών κύκλων, γνωρίζει ότι σε περίπτωση «θερμού επεισοδίου» σε κάποιο από τα νησιά, η απάντηση από την πλευρά του ελληνικού κράτους θα είναι «ισοδύναμο πλήγμα» στον Έβρο. Ο Μητσοτάκης, μεταφέροντας τα πιο σύγχρονα γερμανικά τανκς στον Έβρο, ενισχύει αυτό το πολεμοχαρές «πρόγραμμα». 
Ταυτόχρονα, η στρατιωτικοποίηση των νησιών δεν στηρίζεται πλέον στην απαρχαιωμένη ανάπτυξη αντι-αποβατικών όπλων, κανονιών και τεθωρακισμένων, αλλά στα σύγχρονα οπλικά συστήματα που έχουν μετατρέψει τα νησιά σε αβύθιστες πλατφόρμες «πυραυλοκεντρικού» πολέμου, που δεν εγγυώνται μόνο τον έλεγχο στις θάλασσες και στον αέρα, αλλά και απειλούν σε μεγάλο βάθος τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές. Αυτή η πραγματικότητα έχει στρέψει πολλούς διανοουμένους του «εθνικού» χώρου (και μεταξύ τους διάφορους, τάχα, «αντι-ιμπεριαλιστές») προς τις πολεμοχαρείς προτάσεις του «προληπτικού πολεμικού πλήγματος». Γι’ αυτό άλλωστε η Τουρκία, που επί χρόνια παρέμενε σιωπηλή για τα μεγάλα στρατιωτικά οχυρωματικά έργα στα νησιά, σήμερα έχει ανεβάσει στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της στρατιωτικοποίησης, ειδικά στο Ανατολικό Αιγαίο. 

Αξίζει να θυμόμαστε ότι ο πόλεμος είναι καταστροφή και όχι λόγια. Το πρόγραμμα του τουρκικού πυραύλου Ταϊφούν, υποδεικνύει ότι αντίστοιχα καταστρεπτικά όπλα αναπτύσσουν και οι απέναντι, και ότι αν τα κράτη υποκύψουν στον πειρασμό της χρήσης των όπλων, τότε η καταστροφή θα αφορά και τις δυο όχθες του Αιγαίου. 
Μεγαλύτερη συνείδηση για αυτόν τον κίνδυνο μοιάζει να έχουν οι επαγγελματίες «άνθρωποι του κράτους», και κυρίως οι έμπειροι διαπραγματευτές του ελληνικού κράτους στους διεθνείς θεσμούς. Πρόσφατα, ο πρέσβης (και πρώην διοικητής της ΕΥΠ), Π. Αποστολίδης, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διερευνητικές επαφές, υπενθύμισε ότι χωρίς συνεννόηση με την Τουρκία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καθορισμός των «ζωνών» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με «πρακτικό και έννομο αποτέλεσμα». Ο πρώην πρέσβης και σύμβουλος του υπ. Εξ., καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης, αφού σημείωσε ότι στην τουρκική κοινή γνώμη εμπεδώνεται η εκτίμηση ότι «η Ελλάδα απειλεί την Τουρκία και ετοιμάζει πόλεμο εναντίον της… ως όργανο δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία κ.ά…», πρότεινε «να ακυρωθεί ως σενάριο ο “αδιανόητος πόλεμος”… και να αναβιώσει το πνεύμα του 1930…» (σσ: της εποχής του Συμφώνου Φιλίας των Βενιζέλου-Ατατούρκ). 
Στην πραγματική πολιτική του Μητσοτάκη δεν υπάρχει ένδειξη χαλάρωσης της φιλο-ιμπεριαλιστικής, εξοπλιστικής και τελικά φιλοπόλεμης πολιτικής. Το γεγονός ότι και οι δύο χώρες μπαίνουν σε προεκλογική περίοδο αυξάνει τους κινδύνους «ατυχήματος» εκ δημαγωγικής παρεκτροπής. Και οι κίνδυνοι αυξάνουν περισσότερο λόγω της «επιτροπείας» των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι ΗΠΑ δεν έκρυψαν ποτέ τη φιλοδοξία να επαναφέρουν την Τουρκία (υπό ή χωρίς τον Ερντογάν) σε πιο άμεσο νατοϊκό έλεγχο. Και στην ιστορία έχουν αποδείξει ότι, προκειμένου να πετύχουν ανάλογους στόχους, δεν έχουν διστάσει μπροστά σε προβοκάτσιες που το κόστος τους πληρώνουν τελικά οι λαοί. 
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει αυτά τα θέματα με επικίνδυνη δημαγωγική ελαφρότητα. Οι κριτικές περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, απέναντι σε μια κυβέρνηση που αγοράζει όπλα με τη σέσουλα, είναι για τα πανηγύρια. Η πρόταση για άμεση (και μονομερή!) επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. στην Κρήτη, είναι απολύτως ανεύθυνη και παίζει επικινδύνως με το «θερμό επεισόδιο». Δεν επικοινωνεί με τις εξελίξεις στην περιοχή, όπου οι «ζώνες» καθορίζονται με μακρότατες και περίπλοκες διαπραγματεύσεις (πχ ελληνοϊταλική, ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, πιο πρόσφατα Ισραήλ-Λίβανος κ.ο.κ.). Δεν επικοινωνεί ούτε καν με την ιστορία των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για τα χωρικά ύδατα (όπου το ελληνικό κράτος διεκδίκησε σε όλους τους «γύρους» μετά το 1974, την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. γύρω από τις ηπειρωτικές ακτές του, αποδεχόμενο τον περιορισμό των 6 ν.μ. γύρω από τα νησιά…), διαπραγματεύσεων που καθοδήγησαν οι κυβερνήσεις της Δεξιά και του ΠΑΣΟΚ χωρίς ως τα τώρα φανερά αποτελέσματα. 
Το ΚΚΕ κρατά ποιοτικά ανώτερη στάση, στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η διαλεκτική των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» το ωθεί να υποβαθμίζει την αναγκαία σύνδεση της αντι-ιμπεριαλιστικής γραμμής με μια ξεκάθαρη αντιεξοπλιστική-αντιπολεμική γραμμή. 
Αν δεν σταματήσουμε τους εξοπλισμούς δεν θα είναι εφικτό να απαντήσουμε ικανοποιητικά στις εργατικές/κοινωνικές ανάγκες. Το κόστος των όπλων επί Μητσοτάκη ξεπερνά ήδη το κόστος ενός μνημονίου και αν συνυπολογίσουμε τις «κρυφές» δαπάνες, το ξεπερνά κατά πολύ. 
Αν δεν σταματήσουμε τώρα κάθε φιλοπόλεμη φωνή, με όποιο πρόσχημα, αν δεν κάνουμε το «δόγμα του πολέμου» πραγματικά αδιανόητο, τότε μια μείζων καταστροφή θα συνεχίζει να απειλεί τους λαούς και στις δύο όχθες του Αιγαίου.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία