Καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από την άνοδο του Μουσολίνι στην κυβερνητική εξουσία, δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Παναγιώτη Λίλλη με τα γεγονότα που οδήγησαν στη φασιστική νίκη στην Ιταλία. Πρόκειται για μια συντομευμένη και ελαφρώς επιμελημένη εκδοχή ενός ιστορικού παραρτήματος που συμπληρώνει μια νέα κυκλοφορία των εκδόσεων Red Marks. Η έκδοση αυτή, που γίνεται με αφορμή την επέτειο της νίκης του Μουσολίνι και την εκλογική νίκη των πολιτικών απογόνων του (Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια), περιλαμβάνει την πολύτιμη παρέμβαση της Κλάρα Τσέτκιν στην συζήτηση που οργάνωσε η Τρίτη Διεθνής το 1923, στο φόντο της φασιστικής νίκης στην Ιταλία, όπως και τον πρόλογο μιας αντίστοιχης έκδοσης αντιφασιστικών κειμένων της Τσέτκιν από τις εκδόσεις Haymarket (2017).
Η αποστράτευση του 1919 απείχε λίγο από την ρωσική επανάσταση του 1917 που το κόκκινο αστέρι της φώτιζε ακόμη τα πάθη και τους πόθους των απλών ανθρώπων. Αυτό όμως που είχε αλλάξει δραματικά την κατάσταση και ήταν το υπόβαθρο όλων των μελλοντικών εξελίξεων ήταν η θεαματική συγκέντρωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, που είχε κέντρο της το Τορίνο. Έτσι τα πάθη των μαζών και το παράδειγμα της Ρωσίας «ακουμπούσαν» σε ένα κοινωνικό παράγοντα και πρωταγωνιστή, που η επιρροή του ξεπερνούσε κατά πολύ την αριθμητική του δύναμη.
Η Κόκκινη Διετία
Το 1919 είδε και την τεράστια ανάπτυξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων των λαϊκών τάξεων. Η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, που είχε σχέση με το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, είχε φτάσει τα 2 εκατομμύρια μέλη, τα καθολικά συνδικάτα, που ήταν ιδιαίτερα μαχητικά, ξεπερνούσαν αυτό το νούμερο και οι αναρχικές και αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις είχαν περίπου 500 χιλιάδες μέλη!
Μέσα σ αυτό το πλαίσιο, το ΙΣΚ παρουσίασε μια ανάλογη και ραγδαία ανάπτυξη, φτάνοντας τα 200 χιλιάδες μέλη. Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, το Νοέμβρη του 1919, κατέγραψαν με σαφήνεια τις πολιτικές ανακατατάξεις που αναπτύσσονταν. Το ΙΣΚ κατακτούσε την πρώτη θέση με 32%, με δεύτερο το Λαϊκό Κόμμα (καθολικοί) που είχε ιδρυθεί τότε. Η φιλελεύθερη – εθνικιστική πλειοψηφία, άμορφη και ρευστή δεν μπορούσε πια να λειτουργεί το κοινοβούλιο ως μηχανισμό διευθετήσεων και νομοθετικής επικύρωσης.
Υπήρχε όμως ακόμη μια πλευρά των εξελίξεων που ήταν στην κυριολεξία εφιαλτική για την άρχουσα τάξη. Ένα τεράστιο ταξικό κίνημα κατακτούσε τη μία νίκη μετά την άλλη. Οι απεργίες στη βιομηχανία κατέληγαν όχι μόνο στη καθιέρωση του 8ωρου, τις αυξήσεις στους μισθούς αλλά στη συγκρότηση νέων εργατικών θεσμών, τα εργατικά συμβούλια που απαιτούσαν τον έλεγχο των εργοστασίων. Το παράδειγμα των ρωσικών σοβιέτ ήταν καταλύτης για την βιομηχανική εργατική πρωτοπορία. Παράλληλα το κίνημα των εργατών γης και των φτωχών αγροτών κατέλυε την κυριαρχία των γαιοκτημόνων στα χωριά, επιβάλλοντας συμβάσεις εργασίας που δεν μπορούσαν να φανταστούν πριν μερικά χρόνια.
Η κεντρική μάχη της διετίας 1919-20 (της λεγόμενης κόκκινης διετίας) ήταν το κύμα καταλήψεων του Αύγουστου και του Σεπτέμβρη του 1920. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως εξής: τα σωματεία των μηχανουργών ζήτησαν διαπραγματεύσεις για αυξήσεις μισθών, οι εργοδοτικές οργανώσεις αρνήθηκαν, οι μηχανουργοί επέβαλλαν πτώση των ρυθμών παραγωγής, σε απάντηση οι βιομήχανοι επέβαλλαν lock–out. Οι εργάτες πέρασαν σε καταλήψεις εργοστασίων που κράτησαν σχεδόν 2 βδομάδες, ένα κίνημα στο οποίο συμμετείχαν 500 χιλιάδες εργάτες. Ο Πιέτρο Νένι (ιστορικός ηγέτης του ΙΣΚ ), που ήταν αυτόπτης, θα παραδώσει μια εικόνα των πραγμάτων εκείνης της πολιτικής στιγμής:
«Οι εργάτες θα μείνουν αμέσως με την εντύπωση ενός συμβάντος αποφασιστικής σημασίας, όπου το μέλλον τους παιζόταν κορόνα –γράμματα. Ο κύβος ήδη ερρίφθη. Ήταν επιτέλους αυτό η αυγή της επανάστασης εκείνης που θα ξυπνήσει τόσο πολλές ελπίδες στη ψυχή του λαού και τόσο πολύ τρόμο στην κυρίαρχη τάξη; Κόκκινες σημαίες κυματίζουν πάνω στα φουγάρα των εργοστασίων, στους τοίχους είναι γραμμένα συνθήματα: “Ζήτω τα σοβιέτ! Ζήτω η επανάσταση!”. Περίπολοι εργατών, συχνά με όπλα στα χέρια σαν φρουροί στα εργοστάσια. Άφαντοι οι αστυνομικοί και οι καραμπινιέροι. Το κράτος θα λάμψει με την απουσία του. Κανένας θόρυβος στους δρόμους. Μέσα στους χώρους των εργοστασίων κινητικότητα και έντονη δραστηριότητα. Οι εργάτες θα συγκροτήσουν επιτροπές για την τεχνική και διοικητική διεύθυνση των εργοστασίων. Παράλληλα θα οργανώσουν μια ένοπλη μιλίτσια και θα δώσουν όλο τους το είναι για παραπέρα συνέχιση της δουλειάς στα εργοστάσια. Ολόκληρο το έθνος κρατάει την ανάσα του περιμένοντας μια λύση. Μια προσπάθεια του υπουργού εργασίας Λαμπριόλα για τη συγκρότηση ενός διαιτητικού δικαστηρίου θα πέσει στο κενό. Από τη μια στιγμή στην άλλη τα πολιτικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κρίσης εκτοπίζουν τα πρωταρχικά οικονομικά γνωρίσματα. Μια μεγάλη τράπεζα θα προσφέρει τα κεφάλαια για να οργανωθεί η βιομηχανία σε κολεκτιβίστικη βάση. Οι σιδηροδρομικοί θα αρνηθούν να μεταφέρουν στρατεύματα».
Όμως το κύμα των καταλήψεων που παρέλυσε την άρχουσα τάξη, δεν κατόρθωσε να νικήσει. Η απεργία των εργατών μετάλλου δεν γενικεύτηκε και δεν εξαπλώθηκε σε εθνικό επίπεδο. Οι σοσιαλιστές και συνδικαλιστές ηγέτες υπέγραψαν μια συμβιβαστική συμφωνία με την κυβέρνηση, που κέρδιζαν οικονομικά αλλά έχαναν πολιτικά. Η μεγάλη επαναστατική ευκαιρία χανόταν. Οι απεργοί ξαναγύρισαν στις δουλειές τους. Τα εργατικά συμβούλια έπαψαν να υπάρχουν ύστερα από λίγο καιρό και η απογοήτευση κυρίευσε το μαζικό εργατικό κίνημα.
Η φασιστική επίθεση και
τα μαύρα χρόνια 1920-22
Το τέλος των εργοστασιακών καταλήψεων σημάδεψε την αρχή της επίθεσης των φασιστών του Μουσολίνι. Η πρώτη καταγραφή της αντιστροφής του κλίματος ήταν οι δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη του 1920. Σε αυτές η υποχώρηση του ΙΣΚ συγκριτικά από τις βουλευτικές του 1919 ήταν εμφανής. Τότε έγινε και η πρώτη οργανωμένη παραστρατιωτική επιχείρηση στη Μπολόνια.
Με την αντεπίθεση της άρχουσας τάξης, οι μελανοχίτωνες μετατράπηκαν στο βασικό μηχανισμό συντριβής του κινήματος. Επιστρατεύθηκαν από τους γαιοκτήμονες της κεντρικής Ιταλίας ενάντια στους εργάτες γης και τις οργανώσεις τους, σοσιαλιστικές και καθολικές. Μαζικοποιήθηκαν γρήγορα από κάθε είδους ξεπεσμένα μικροαστικά στρώματα, ανέργους και φοιτητές.
Δύο ήταν οι γραμμές ανάπτυξης της φασιστικής τρομοκρατίας. Η πρώτη ξεκινούσε από επιθέσεις με κατεύθυνση τα γραφεία κομμάτων, συνδικάτων, εργατικών λεσχών κλπ με στόχο την καταστροφή όλης της οργανωτικής υποδομής της Αριστεράς. Έτσι στο πρώτο εξάμηνο του 1921, μόνο στις περιοχές της Τοσκάνης και της Εμίλια, καταστράφηκαν 59 εργατικές λέσχες, 100 πολιτιστικά κέντρα, 119 γραφεία σωματείων κλπ και σκοτώθηκαν σε πολιτικές συγκρούσεις δεκάδες άτομα (τα περισσότερα μέλη της Αριστεράς που περιφρουρούσαν τα γραφεία τους). Η δεύτερη γραμμή, που υπάκουε σε ένα πιο ευρύ πολιτικό σχέδιο, είχε αφετηρία τις συγκεντρωτικές επιθέσεις αρχικά σε χωριά και σε μικρές πόλεις, στη συνέχεια σε μεγάλες επαρχιακές πόλεις και τέλος στις πρωτεύουσες περιφερειών, μέχρι και τη Ρώμη. Παρότι θεωρείται πια αδιαμφισβήτητο δεδομένο, θα το αναφέρουμε και από τη δικιά μας πλευρά: και οι δύο κατευθυντήριες ιδέες προϋπόθεταν την άμεση συνεργασία με τους καραμπινιέρους… και τον εξοπλισμό από τον στρατό.
Ταυτόχρονα με την πολιτικο-στρατιωτική επίθεση των φασιστών, ξετυλίχθηκε και η οικονομική επίθεση των καπιταλιστών. Το 1921 είχε εξαπλωθεί ξανά η ανεργία φτάνοντας στα επίπεδα του 1919 αλλά αυτή τη φορά η διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων είχε καταρρεύσει. Η απεργιακή δράση του 1921 ήταν κατώτερη κατά 80% της ανάλογης του 1920.
Ο συνδυασμός φασιστικής βίας και ανεργίας γονάτισαν τους εργάτες γης. Μέχρι το τέλος του 1921, η κεντρική Ιταλία είχε υποκύψει στους φασίστες, που είχαν μετατρέψει τις πόλεις που είχαν «κατακτήσει» σε τοπικές δικτατορίες. Μέσα από τις «φασιστικές πόλεις» και τα φασιστικά συνδικάτα, που μαζικοποιήθηκαν με τρομοκρατημένους και πεινασμένους εργάτες γης, ασκούσαν κοινωνική πολιτική προσφέροντας συσσίτια και δουλειά…
Το 1921 όμως το φασιστικό κίνημα για πρώτη φορά μπήκε σε σοβαρή κρίση. Μέχρι τον Ιούλη και την πόλη Σαρτζάνα, οι φασίστες δεν είχαν συναντήσει ποτέ οργανωμένη αντίσταση από την Αριστερά και τα συνδικάτα. Τότε βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Arditi del Popolo, μια μετωπική αντιφασιστική οργάνωση με εμπλοκή ακτιβιστών της βάσης από όλα τα κόμματα της Αριστεράς και τους αναρχικούς, με τοπική δικτύωση και με κεντρικό καθήκον τη στρατιωτική αντιμετώπιση των μελανοχιτώνων. H σύγκρουση αυτή κατέληξε σε μαζικές απώλειες φασιστών για πρώτη φορά. Δεν ήταν όμως και η τελευταία… Ακολούθησαν η Πάρμα και το Μπάρι και μάλιστα μετά την ήττα της γενικής απεργίας του Αυγούστου του 1922. Αυτές όμως οι αντιφασιστικές νίκες των Arditi, παρά το κόστος που είχαν για τους μελανοχίτωνες, δεν σταμάτησαν το φασισμό από το να καταλάβει την εξουσία.
Το σοκ από την αιματηρή ήττα στη Σαρτζάνα ήταν αδιανόητο μέσα στις γραμμές των φασιστών και οδήγησε σε μια οξύτατη διαμάχη: από τη μια οι εξτρεμιστές φασίστες ζητούσαν εκδίκηση και άμεσα νέα τιμωρητική επιδρομή και από την άλλη, ο Μουσολίνι, που είχε καταλάβει ότι από μόνοι τους οι φασίστες δεν θα μπορούσαν να νικήσουν εύκολα μια οργανωμένη αντιφασιστική άμυνα και χρειαζόταν ευρύτερες συμμαχίες, πολιτικές και στρατιωτικές. Η διαμάχη έφτασε στα όρια της διάσπασης και λύθηκε στο συνέδριο μετατροπής του φασιστικού κινήματος σε φασιστικό κόμμα, τα τέλη του 1921. Οι φασίστες επαρχιακοί ηγέτες υποτάχθηκαν στον αρχηγό.
Η στροφή του φασιστικού κόμματος υπήρξε μεγάλη. Εγκατέλειψε τη παλιά αντικαθεστωτική ρητορική του και συνέχισε την ένταξη του σε μια ευρύτερη συμμαχία αντιδραστικών δυνάμεων, το Εθνικό Μπλοκ. Φιλελεύθεροι, εθνικιστές, καθολικοί και φασίστες αποτέλεσαν τα επόμενα χρόνια ένα σταθερό κυβερνητικό συνασπισμό με τους φασίστες του Μουσολίνι να παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο…
Η Αριστερά
Ποια ήταν όμως η κατάσταση της Ιταλικής Αριστεράς και πως αντέδρασε στη φασιστική επέλαση;
Το ΙΣΚ συνέχιζε να κυριαρχεί στο χώρο της Αριστεράς, παρά τα πλήγματα που δεχόταν, όχι όμως χωρίς σοβαρές συνέπειες για τις αντοχές και τη συνοχή του. Η διαίρεση του σε ανοιχτά αντιμαχόμενες πτέρυγες οδήγησε στη τριχοτόμηση του: στη ρεφορμιστική δεξιά, το κέντρο («μαξιμαλιστές») και την κομμουνιστική αριστερά.
Η δεξιά πτέρυγα, που είχε κύρια βάση τους βουλευτές και τους συνδικαλιστές ηγέτες, θα διαγραφεί από το κόμμα το 1922. Η στρατηγική λογική της ήταν ξεκάθαρα η συνεργασία των τάξεων. Αυτό σήμαινε από τη μια συνεννοήσεις των συνδικάτων και της μεγάλης βιομηχανικής αστικής τάξης και από την άλλη συμφωνίες για την προώθηση στη βουλή προοδευτικής νομοθεσίας. Όμως δεν υπήρχε κανένας για να αγοράσει μια τέτοια πρόταση. Στις συγκεκριμένες συνθήκες, στην Ιταλία του ’20, αυτή η στρατηγική δεν ήταν μόνο ρεφορμιστική αλλά και εκτός πραγματικότητας.
Το μαξιμαλιστικό κέντρο θα συνέχιζε μια παράδοση επαναστατικού βερμπαλισμού και ακραίας παθητικότητας. Διακηρύξεις για την επανάσταση μέσα στη βουλή αλλά αποχή από τις μάχες στους δρόμους και τους χώρους.
Η αριστερή πτέρυγα με επικεφαλής τον Μπορντίγκα (και τον Γκράμσι σε δεύτερο ρόλο) θα αποχωρήσει από το ΙΣΚ και θα συγκροτήσει το ΚΚΙ, το Γενάρη του 1921 στο Λιβόρνο. Πρόταγμα του Μπορντίγκα ήταν η άμεση επανάσταση και ένα μικρό κόμμα ξεκάθαρων και αποφασισμένων επαναστατών. Και όλα αυτά την ώρα που ο Λένιν και ο Τρότσκι, πάσχιζαν μέσω της Τρίτης Διεθνούς, να στρέψουν τα νεαρά ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα στη μαζική πολιτική, ρίχνοντας το σύνθημα «προς τις μάζες».
Ρεφορμιστές, μαξιμαλιστές και κομμουνιστές όμως, είχαν να περάσουν και το τεστ του φασισμού: Τι ήταν; Τι απειλή συνιστούσε για το εργατικό κίνημα; Τι τακτική αντιμετώπισης;
Οι ρεφορμιστές, με κύριο θεωρητικό εκπρόσωπο τον Τζ. Τζιμπόρντι, έδωσαν έμφαση στο μικροαστικό χαρακτήρα του φασιστικού κινήματος, έκαναν την εκτίμηση για πολύ άμεσο και σοβαρό κίνδυνο κατάλυσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και έκαναν έκκληση στο κράτος, το βασιλιά και τους φιλελευθέρους για αντιφασιστικό συνασπισμό που θα επέβαλλε το νόμο και τη τάξη στους δρόμους των πόλεων και των επαρχιών.
Στην άλλη άκρη, το ΚΚΙ με τον Μπορντίγκα στη πρώτη γραμμή, υποτιμούσε κατάφωρα τον φασιστικό κίνδυνο και αναδείκνυε τη σοσιαλδημοκρατία ως κύρια απειλή. Στο μανιφέστο του κόμματος για τις εκλογές του 1921 δήλωνε χωρίς το παραμικρό δισταγμό : «…οι εκλογές του Μαΐου του 1921 πρέπει να είναι η κηδεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος… κάθε συνεπής εργάτης πρέπει να έχει πειστεί πια ότι η τάξη του στην Ιταλία δεν θα καταφέρει να προχωρήσει παρά μόνο περνώντας πάνω από το πτώμα του Σοσιαλιστικού κόμματος, ότι δεν είναι δυνατό να νικήσει την αστική τάξη αν δεν καθαριστεί πρώτα το πεδίο της πάλης των τάξεων απ’ αυτό το πτώμα που βρίσκεται σε αποσύνθεση…».
Με αφετηρία αυτές τις θέσεις δεν υπήρχε χώρος για μια ειδική αντιφασιστική τακτική. Έτσι όταν εμφανίστηκαν στους δρόμους οι Arditi ενάντια στους μελανοχίτωνες, η στάση του κόμματος ήταν απερίφραστα εχθρική. Ούτε η προσπάθεια του Γκράμσι, ούτε η παρέμβαση του Λένιν και ούτε ακόμη η αυθόρμητη συμμετοχή της κομμουνιστικής νεολαίας στις οργανώσεις των Arditi αναθεώρησαν τη κεντρική γραμμή του κόμματος.
Όσο δε για τους μαξιμαλιστές πορεύτηκαν σε διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους ρεφορμιστές.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια τραγική και καταστροφική ήττα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Τα μαύρα χρόνια του 1920-22, πριν ακόμη ο φασισμός γίνει καθεστώς, είχαν δολοφονηθεί και τραυματιστεί χιλιάδες εργάτες και αντιφασίστες από τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι. Το παράδειγμα του ΙΣΚ ήταν το πιο κραυγαλέο απ’ όλα: από 216. 000 μέλη το 1921, στο συνέδριο που αποχώρησε η κομμουνιστική φράξια, το 1923 είχε πέσει στα 10.000 μέλη και ύστερα από λίγο καιρό έπαψε να υπάρχει μέσα στα όρια του ιταλικού κράτους.
Η Αριστερά θα ξαναστεκόταν στα πόδια της το 1943, στα πλαίσια ενός μεγάλου αντιφασιστικού κινήματος.
Ο μουσολινικός φασισμός αντιμετώπισε τότε ένα μικρό και άπειρο κομμουνιστικό κόμμα που ο ηρωισμός και η αυτοθυσία της ηγεσίας και των μελών του δεν αρκούσαν για την αντιφασιστική νίκη. Ήταν ζωτικής σημασίας για τη νίκη των αντιφασιστών η τακτική του ενιαίου μετώπου και η μαζική πολιτική δράση. Αυτά έλειψαν από το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα εκείνων των ημερών.
Εν τέλει το αποτέλεσμα δεν κρίθηκε από την τακτική των φασιστών αλλά από τα λάθη των κομμουνιστών. Και αυτό είναι το μάθημα που έχουμε να μάθουμε από τη δική μας πλευρά.
Τα στοιχεία του άρθρου αντλήθηκαν από τα εξής έργα:
1) Ν. Πουλαντζάς: Φασισμός και δικτατορία (1970)
2) David Renton: Fascism. Theory and practice (1999)
3) Tom Behan: The resistible rise of Benito Mussolini (2003)