«Η οργή και η αποφασιστικότητα του  λαού έδωσε τον τόνο στη μάχη του Δεκέμβρη»

Φωτογραφία

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Μαριόλη
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
.

Στις συνθήκες του τέλους του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, με την αποχώρηση των Ναζί, στην Ελλάδα διαμορφωνόταν μια προεπαναστατική κατάσταση, όπου ήταν απολύτως εφικτή η κατάληψη της εξουσίας από τις δυνάμεις του ΕΑΜ/ΚΚΕ.
Αυτή η προοπτική είχε υπονομευτεί από τις αποφάσεις των Συμφωνών στην Καζέρτα και το Λίβανο. Η απόφαση του ΚΚΕ να συμμετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου, με τη στρατιωτική «εγγύηση» των Βρετανικών δυνάμεων υπό τον Σκόμπι, ήταν σημείο καμπής σε αυτή την πολιτική καταστροφή. Την ίδια στιγμή τα ΚΚ στην Ευρώπη έμπαιναν σε πολλές κυβερνήσεις «εθνικής ανασυγκρότησης», με εμβληματικές περιπτώσεις τη Γαλλία και την Ιταλία, αποδεικνύοντας έτσι ότι το πρόβλημα στρατηγικής ήταν γενικευμένο και οφειλόταν στις οδηγίες του «κέντρου» στη Μόσχα, όπου εξακολουθούσε να δεσπόζει ο Στάλιν.
Το βιβλίο του Δ. Μαριόλη για την «αδύνατη ταξική ανακωχή» είναι αναντικατάστατο διάβασμα για να κατανοήσει κανείς αυτή την κρίσιμη ιστορική «στιγμή».
Στην επέτειο του Δεκέμβρη επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε μια συνέντευξη με τον συγγραφέα του, βασικού για την ιστορία της Αριστεράς, βιβλίου. Τη συνέντευξη πήρε ο Γ. Σαπουνάς

Ποιά η πολιτική σημασία της επιλογής του ΕΑΜ/ ΚΚΕ για συνεργασία/ συμμετοχή στο σχέδιο της ελληνικής άρχουσας τάξης και των Εγγλέζων ανοικοδόμησης / επανίδρυσης του ελληνικού καπιταλισμού;  Σε τί βαθμό καθορίστηκε από την «εξωτερική» επιβολή (στάση της ΕΣΣΔ βάση συμφωνιών Ανατολής - Δύσης); Γιατί δεν αναδύθηκε εναλλακτική αντιμετώπιση π.χ. Γιουγκοσλαβία;
Η εφαρμογή της γραμμής του λαϊκού μετώπου στην Ελλάδα αντιμετώπισε αντικειμενικές δυσκολίες για δύο λόγους. Πρώτον, το αστικό πολιτικό δυναμικό απείχε σχεδόν ολοκληρωτικά από την αντίσταση, ενδεικτικά, οι προτάσεις του ΕΑΜ προς τον Σοφούλη και τον Γ. Παπανδρέου για συνεργασία το 1942 και το 1943 έπεσαν στο κενό. Δεύτερον, δεν υπήρχαν μαζικές σοσιαλιστικές οργανώσεις ώστε να δημιουργηθούν οι όροι για τη συγκρότηση λαϊκού μετώπου, συγκρίσιμου με τη Γαλλία παραδείγματος χάριν. Έτσι, το ΕΑΜ αποτελούσε μια αριστερή εκδοχή Λαϊκού Μετώπου, αφού οι αστοί κεντροαριστεροί εαμικοί πολιτικοί πολύ μικρή δύναμη και επιρροή είχαν στο εσωτερικό του (ωστόσο, στις κρίσιμες στιγμές η στάση τους ήταν τουλάχιστον αμφιλεγόμενη, όπως π.χ. ο σκοτεινός ρόλος του Τσιριμώκου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Βάρκιζας). Ωστόσο, όσο πλησίαζε η στιγμή της απελευθέρωσης, το ζήτημα της εξουσίας όξυνε την κοινωνική και πολιτική πόλωση. Απέναντι στη λαϊκή πλειοψηφία, στο ισχυρότατο εαμικό κίνημα και στα προτάγματά του για μια νέα μεταπολεμική κοινωνική πραγματικότητα που θα εξέφραζε τα λαϊκά συμφέροντα, ένα μειοψηφικό αλλά ισχυρό κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων συσπειρωνόταν για να υπερασπίσει όσα κατέκτησε με ανορθόδοξους τρόπους στην περίοδο της κατοχής. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας κατέστησαν το ΕΑΜ όμηρο των βρετανικών σχεδίων, το αποδυνάμωσαν πολιτικά και το εγκλώβισαν σε μια κυβέρνηση που αντιστρατευόταν τις μεταπολεμικές λαϊκές προσδοκίες. Το γεγονός ότι η συμφωνία του Λιβάνου υπογράφτηκε από την εαμική αντιπροσωπεία κατά παράβαση των σαφέστατων οδηγιών που είχε από την ηγεσία του ΕΑΜ και, ακολούθως, παρά τη σφοδρή κριτική του στη συμφωνία του Λιβάνου, ο Γ. Ζέβγος συμμετείχε στην εαμική αντιπροσωπεία που υπέγραψε τη συμφωνία της Καζέρτας, η οποία, μεταξύ άλλων, έθετε τον ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του Scobie, μόνο στο πλαίσιο των γενικών γεωπολιτικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ και της εγκατάλειψης των ελλήνων κομμουνιστών στη μοίρα τους μπορεί να ερμηνευτεί.
Από την άλλη πλευρά, οι όποιες προσπάθειες να αναζητηθούν εναλλακτικές αντίστοιχες με εκείνες της Γιουγκοσλαβίας, δηλαδή η κυβέρνηση του βουνού και το σημαντικό έργο της, εγκαταλείφθηκαν μετά τη συμφωνία του Λιβάνου και την διαπίστωση ότι δεν θα είχαν την απαραίτητη στήριξη των γειτονικών ΚΚ.
Σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία, με σημαντική αντιστασιακή δράση και μεγάλη κοινωνική επιρροή της Αριστεράς τα ΚΚ συμμετείχαν σε αντίστοιχες κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας». Εντούτοις οι εξελίξεις, παρότι στην ίδια, ουσιαστικά, κατεύθυνση της αστικής/ ιμπεριαλιστικής παλινόρθωσης, ήταν διαφορετικές από την «ελληνική περίπτωση» όπου οι αντιφάσεις λύθηκαν με άμεσο, βίαιο τρόπο. Γιατί εν τέλει οδηγηθήκαμε στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο;
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ιταλίας που είναι το πιο αντιπροσωπευτικό. Το 1943, μετά την απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία, παρέμενε στη βόρεια Ιταλία το φασιστικό καθεστώς του Σαλό, με επικεφαλής τον αντικαταστάτη του Μουσολίνι, βετεράνο στρατιωτικό Μπαντόλιο, ο οποίος διεξήγαγε παράλληλα μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Αγγλοαμερικανούς, εκφράζοντας την αλλαγή προσανατολισμού της ιταλικής αστικής τάξης με στόχο τη διάσωσή της. Τον Σεπτέμβριο του 1943, το Ιταλικό ΚΚ, με μια πρόταση που έμεινε στην ιστορία ως «στροφή του Σαλέρνο», καλεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις να σχηματίσουν κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με πρωθυπουργό τον Μπαντόλιο και συμμετοχή του βασιλιά, θεωρώντας ότι το ειρηνικό πέρασμα στον σοσιαλισμό περνάει μέσα από την αποκατάσταση των αστικοδημοκρατικών θεσμών. Το 1947, έχοντας πια προσφέρει τις υπηρεσίες του στη σταθεροποίηση του αστικού καθεστώτος, το ΙΚΚ εκδιώκεται από την κυβέρνηση και ένας νέος αντικομμουνισμός αναπτύσσεται, κανείς όμως δεν διανοείται να ισχυριστεί (όπως στην Ελλάδα) ότι όποιος είναι κομμουνιστής δεν είναι πατριώτης και Ιταλός – ο ελληνικός αντικομμουνισμός ήταν ακόμα πιο επιθετικός. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία ήταν μεν ομαλές, με το ΙΚΚ να έχει ισχυρή παρουσία στο κοινοβούλιο, την τοπική αυτοδιοίκηση και ιδιαίτερα στα συνδικάτα, ωστόσο, οι κατακτήσεις για την εργατική τάξη, όσο σημαντικές και να ήταν δεν αντισταθμίζουν σε καμία περίπτωση το μέγεθος της πολιτικής ήττας και ενσωμάτωσης. 
Στην Ελλάδα, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά, για τρεις λόγους: (α) παραμονές της απελευθέρωσης, το μαζικότατο ΕΑΜ αποτελούσε εξουσία εν αναμονή, (β) η στρατηγική θέση της Ελλάδας δεν άφηνε περιθώρια υποχωρήσεων στη βρετανική πολιτική και (γ) η νέα αστική τάξη εξωθούσε τα πράγματα προς τον εμφύλιο γιατί αποτελούσε μονόδρομο για να υπηρετήσει τα ταξικά της συμφέροντα. Η στρατηγική συντριβής και περιθωριοποίησης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ διατυπώθηκε με ευκρίνεια και σιδερένια αποφασιστικότητα από τον Churchill όταν για παράδειγμα τηλεγραφούσε από τις πρώτες μέρες των Δεκεμβριανών στον Scobie  ότι «βασικός μας στόχος είναι η συντριβή του ΕΑΜ». Οι Βρετανοί επιδίωκαν να κρατήσουν με κάθε τίμημα την Ελλάδα στον έλεγχό τους και να αποκαταστήσουν την προπολεμική τάξη πραγμάτων προστατεύοντας τους θαλάσσιους δρόμους προς την Ινδία και τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής. Εγγύηση για αυτούς τους στόχους αποτελούσε η επάνοδος του Γεώργιου του Β΄ και εμπόδιο καθοριστικής σημασίας το ΕΑΜ, γι’ αυτό όποια τακτική και αν ακολουθούσε, η συντριβή του αποτελούσε μόνιμο στόχο τους. 
Σε αυτόν ακριβώς τον στόχο ευθυγραμμίστηκαν, η αστική τάξη και τα κοινωνικά μεσοστρώματα που αναδύθηκαν από την κόλαση της κατοχής όπως και το μειοψηφικό αλλά πολυπληθές και δυναμικό πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό του δωσιλογισμού και των ταγμάτων ασφαλείας. Τα κοινωνικά, ταξικά συμφέροντα αυτών των κοινωνικών τάξεων και ομάδων, μπορούσαν να υπηρετηθούν μόνο με ανηλεή κοινωνικό πόλεμο που θα έφτανε αδίστακτα πέρα από τα όρια μιας πολιτικής κρατικής καταστολής και διώξεων. Έτσι, για το αντιεαμικό μπλοκ, η μονομερής κήρυξη του εμφυλίου ήταν μια εξαιρετικά συμφέρουσα επιλογή, την οποία ακολούθησε με αταλάντευτη αποφασιστικότητα.
Ο ελιγμός της συμμετοχής στην κυβέρνηση, ερμηνεύεται ως εκτίμηση (του ΕΑΜ/ ΚΚΕ) για δυνατότητα «ειρηνικής συνύπαρξης» με το αστικό / ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Πώς προέκυψε μια τόσο μεγάλη αυταπάτη, όπως αποδείχθηκε, ότι οι Εγγλέζοι θα ανεχτούν το ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ;
Το ΚΚΕ είχε σαφείς ενδείξεις για τους στόχους της βρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα. Όπως αποκαλύπτουν πρόσφατες έρευνες στα γιουγκοσλαβικά αρχεία, από την άνοιξη του 1944 ακόμα, οι επαφές και οι συνομιλίες της ηγεσίας του ΚΚΕ με τα αδελφά βαλκανικά ΚΚ εστιαζόταν γύρω από δύο σημεία: τη δυνατότητά τους να το ενισχύσουν με τρόφιμα και οπλισμό σε περίπτωση που υποχρεωνόταν να έρθει σε σύγκρουση με τις φιλομοναρχικές δυνάμεις ή ακόμα και με τον βρετανικό παράγοντα. Ωστόσο, παρά τις συμβουλές του Τίτο να μην παραδώσουν τα όπλα, καμία συγκεκριμένη δέσμευση δεν απέσπασαν.
Τί γνωρίζουμε για τις «αριστερές αντιρρήσεις» στην γραμμή της συνεργασίας; Υπήρξαν τέτοιες αντιρρήσεις επιπλέον της εμβληματικής στάσης του Άρη Βελουχιώτη;
Όταν γύρισε η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ από τη Μέση Ανατολή, εκδηλώθηκαν ισχυρές αντιδράσεις και διαφωνίες από μέλη της ΚΕ του ΕΑΜ για το περιεχόμενο της συμφωνίας του Λιβάνου. Σύμφωνα με την αφήγηση του Γραμματέα του ΕΑΜ, Θ. Χατζή, στα τέλη Ιουλίου του 1944, κάτω από το βάρος των αντιδράσεων, «η Γραμματεία του ΚΚΕ υποχρεώθηκε να καλέσει έκτακτα ένα ακτίφ των στελεχών του μηχανισμού και της φρουράς στην έδρα της ΠΕΕΑ». Στη συνεδρίαση, ο Ιωαννίδης προσπάθησε να δικαιολογήσει και να υποστηρίξει τις επιλογές της αντιπροσωπείας, αλλά συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις. Μετά τη συνεδρίαση, ο Θ. Χατζής αποχώρησε από τη θέση του Γραμματέα της ΚΕ του ΕΑΜ και αντικαταστάθηκε από το Μ. Παρτσαλίδη. Σκληρή κριτική ασκήθηκε από στελέχη του ΚΚΕ όπως ο Γ. Ζέβγος αλλά και την εργατική βάση και από συνδικαλιστές του ΕΕΑΜ όπως ο σιδηροδρομικός Δ. Μαριόλης. Ωστόσο, οι αντιδράσεις αυτές δεν μορφοποιήθηκαν σε καμία περίπτωση σε ένα ρεύμα που μπορούσε να χαράξει μια άλλη γραμμή στο εαμικό κίνημα. Από την άλλη, οι κομματικές ηγεσίες δεν ήταν αδιάβροχες στη λαϊκή βούληση και ήταν η οργή και η αποφασιστικότητα του λαού της Αθήνας και του Πειραιά που έδωσε τον τόνο στη μάχη του Δεκέμβρη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ζέβγος, «από το απόγευμα της 4ης Δεκέμβρη σε Αθήνα και Πειραιά «δημιουργιέται επαναστατική κατάσταση και η σύρραξη τείνει να γενικευτεί».  Οι 33 ημέρες της μάχης της Αθήνας, επί της ουσίας ήταν μια αναμέτρηση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τη Βρετανική Αυτοκρατορία – το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα που κατέφθασε σταδιακά στην Αθήνα για να αναμετρηθεί με τον ΕΛΑΣ ανήλθε στους 80.000 άνδρες, δηλαδή ήταν κατά 25.000 άνδρες μεγαλύτερο από εκείνο που ήρθε στη χώρα το 1941 για να συμβάλει στην απόκρουση της γερμανικής επίθεσης, και τρεις φορές μεγαλύτερο από το βρετανικό σώμα που υπερασπίστηκε την Κρήτη. Να σημειώσουμε ότι, ενώ κορυφωνόταν η μάχη του Δεκέμβρη και οι Βρετανοί έστελναν στην Αθήνα όλο και περισσότερα στρατεύματα για να κάμψουν την αντίσταση του ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας, μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1944 και 25 Ιανουαρίου 1945, διεξαγόταν η μάχη των Αρδεννών, η οποία αποτελούσε την τελευταία μεγάλης κλίμακας επίθεση του Γ΄ Ράιχ , κατά μήκος των συνόρων του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, με σκοπό την κατάληψη του ποταμού Μεύση και του λιμανιού της Αμβέρσας.
Εξάγονται γενικευμένα συμπεράσματα χρήσιμα για την σύγχρονη εποχή;
Σήμερα, όταν οι πιο κυνικοί υπουργοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη φέρνουν στη μνήμη μας τον «σκληρό» χειμώνα του 1942, για να μας προετοιμάσουν γι’ αυτά που μας περιμένουν τον χειμώνα τούτο, θέλοντας να προκαταλάβουν και να παραλύσουν τη κοινωνική δράση, καλό είναι να θυμόμαστε, πως ο λαός, οργανωμένος τότε στο ΕΑΜ, ήταν που «μας έσωσε απ› τη πείνα». Έτσι, και μέσα από συστήματα κοινωνικών σχέσεων (κοινωνικά-πολιτικά μέτωπα,  κοινωνικά δίκτυα, συνδικαλιστικές ενώσεις κ.λπ.), ο λαός γίνεται ιστορικό υποκείμενο. Έτσι παράγονται επίσης, σε πραγματικό χρόνο οι αναγκαίες συλλογικότητες, τα νέα πολιτικά υποκείμενα, τα πολιτικά προγράμματα και οι άμεσοι πολιτικοί και κοινωνικοί στόχοι που αντιστοιχούν στις ανάγκες του κόσμου της εργασίας. Σ’ αυτό το συγκείμενο έχει νόημα το σύνθημα «ο λαός σώζει τον λαό». Αλλιώς αυτό γίνεται  μεταφυσική λες και ο λαός διαθέτει μια βούληση (υπεριστορική, άχρονη) πέρα και πάνω από την ιστορική και κοινωνική συνθήκη.