Με τον τίτλο «είμαστε η σπίθα που θα κάνει τα σκοτάδια φως» και υπότιτλο ΚΝΕ δυνατή παντού, διοργανώνεται το 13ο συνέδριο της ΚΝΕ στις 10-12 Φλεβάρη.
Η ΚΝΕ επιλέγει πάντα τακτικά αλλά και σε επίπεδο συνθημάτων την ενίσχυση της οργάνωσής της (ειδικά ενόψει συνεδρίων), αλλά έχει μεγαλύτερη σημασία ότι επιλέγει να το κάνει έπειτα από όσα μεσολάβησαν τα τελευταία 4 χρόνια από το τελευταίο της συνέδριο. Στις θέσεις του ΚΣ που κυκλοφορούν από τον Οκτώβριο διακρίνεται σε όλα τα μέτωπα δουλειάς, ο στόχος για την αυτοσυγκρότηση της ΚΝΕ και του ΚΚΕ ως μόνη δυνατή απάντηση στη διεθνή και εγχώρια κρίση του καπιταλισμού. Αυτό που είναι πιο αντιφατικό όμως, είναι ότι από τη μία «…ο 21ος αιώνας θα είναι αιώνας ανόδου του επαναστατικού κινήματος» και από την άλλη η στροφή στις εσωτερικές διεργασίες για την ομόκεντρη ανάπτυξη της ΚΝΕ και του ΚΚΕ.
Ως γενικό σχόλιο, οι θέσεις της ΚΝΕ στην ανάλυση των σημερινών συνθηκών, τη φάση του καπιταλισμού, το ρόλο των κυβερνήσεων, του αντιπάλου κλπ. είναι στη σωστή κατεύθυνση και μάλιστα κάνοντας προχωρήματα σε διάφορα ζητήματα όπως η έμφυλη καταπίεση («διάχυση του γυναικείου ζητήματος σε όλα τα κινήματα»), ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, η πιο «ανοιχτή» παρέμβαση σε γειτονιές, στέκια και η προσπάθεια να έρθει σε επαφή με πρωτοπορίες πέρα από τον συνηθισμένο τρόπο. Όμως την ίδια στιγμή, δεν κάνει καμία προσπάθεια στην κατεύθυνση ανοίγματος στο κίνημα, προσπάθειες αντίστοιχες με το «Σπόρτινγκ» που γρήγορα πήρε πίσω. Η αναφορά σε όλο το κείμενο στην υπόλοιπη αριστερά ως οπορτουνίστικες δυνάμεις, αποτελεί προσπάθεια διαχωρισμού της, χωρίς όμως να απαντάει ουσιαστικά στην κριτική που της γίνεται.
Έχοντας διανύσει μία περίοδο υγειονομικής κρίσης, την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, κινήματα που εμφανίστηκαν και έχοντας μπροστά μας μία δύσκολη εκλογική περίοδο να αναμετρηθούμε, η στόχευση των θέσεων του 13ου συνεδρίου είναι αναντίστοιχη της περιόδου, δεν απαντάει στο με ποιες πρωτοβουλίες και με ποιους συμμάχους θα μπορέσει να αλλάξει ριζικά το τοπίο.
Ιμπεριαλισμός-ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός
Παρότι το κείμενο των θέσεων για το συνέδριο δεν μπαίνουν στο «ζουμί» των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, οι γενικές θέσεις -όπως και του ΚΚΕ- είναι σωστές. Αντίστοιχα, όσο αφορά τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, ξεκινάει από σωστή θέση αρχής ότι «ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, αφορά το ποια θα έχει πιο αναβαθμισμένο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, περιοχές που λόγω της γεωστρατηγικής τους σημασίας (ενεργειακά κοιτάσματα, διέλευση αγωγών ενέργειας, άλλων μεταφορικών οδών) βρίσκονται στο «μάτι του κυκλώνα».». Αμέσως μετά βέβαια, αναλύει τις στοχεύσεις και το ρόλο μόνο της τούρκικης αστικής τάξης κατηγορώντας τους «συμμάχους» της ελληνικής αστικής τάξης ότι θυσιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας ευνοώντας τις προκλήσεις του τουρκικού κράτους. Τις παραπάνω θέσεις τις γνωρίζουμε και έχουμε αναφερθεί σε αυτές με διάφορες αφορμές. Αποτελούν αντίφαση και καταλήγουν σε λανθασμένα συγκεκριμένα καθήκοντα για τη νεολαία και το κίνημα, αποφεύγοντας την αναμέτρηση με τις επιλογές της δικής μας αστικής τάξης.
Σχολές
Σχετικά με την παρέμβαση στις σχολές, το κείμενο αναφέρεται στις πρωτοβουλίες που πήρε η ΚΝΕ όπως το «Φοιτητές ξανά» την περίοδο της πανδημίας και την πρωτιά στις φοιτητικές εκλογές ως δύο παραδείγματα επιβεβαίωσης της γραμμής της. Το έχουμε αναφέρει και σε παλαιότερη αρθρογραφία, ότι οι πρωτοβουλίες της ΚΝΕ ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, απευθυνόμενη πιο πλατιά στους φοιτητές-τριες-ειδικά την περίοδο της πανδημίας, το άνοιγμα των σχολών, την πανεπιστημιακή αστυνομία κ.α., κινούνταν όμως στα στενά όρια των πρωτοβουλιών της χωρίς να κατορθώνει να συσπειρώνει δυνάμεις των συλλόγων έξω από αυτήν. Ειδικά την περίοδο μετά τις φοιτητικές εκλογές υπάρχουν παραδείγματα σχολών όπου έχουν νεκρώσει οι διαδικασίες μέσα στους φοιτητικούς συλλόγους. Είναι στοίχημα, το πως θα μπορέσει το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών με τη συνολικότερη άνοδο της φοιτητικής αριστεράς, να αποτελέσει πραγματική αλλαγή των συσχετισμών εντός των σχολών. Ήταν και είναι στοίχημα το αν θα μπορέσει να αποτυπωθεί η εκλογική νίκη σε πραγματική δύναμη εντός των σχολών, ανασυγκροτώντας τους συλλόγους και τις συλλογικές διαδικασίες. Μάλιστα, στις θέσεις χρησιμοποιείται η παρακάτω κατακλείδα: «Είναι μονόδρομος για να συνεχιστεί η πορεία αλλαγής του συσχετισμού, που θα έχει καμπές, μπρος-πίσω, και σε κάθε περίπτωση θα εξαρτηθεί από τη συνολική πορεία ανάπτυξης του εργατικού-λαϊκού και φοιτητικού κινήματος, από την ισχυροποίηση της ΚΝΕ στα Πανεπιστήμια...».
Το κείμενο των θέσεων του 13ου συνεδρίου, κινείται στα στενά όρια της θετικής ανασκόπησης της περασμένης τετραετίας αναφέροντας με το γάντι τις σχετικές αδυναμίες της ΚΝΕ. Ενδεικτικά η μη συστημική καθοδήγηση των μετώπων, η ασυνέχεια στις Σχολές και τα μαθήματα, η παρέμβαση στις επαγγελματικές σχολές και μερικά ακόμη, κρυμμένα στο γενικότερο ύφος των θετικών αποτελεσμάτων σε όλα τα μέτωπα. Είναι επίσης σαφές ότι η ΚΝΕ όντας πραγματική και υπολογίσιμη δύναμη στη νεολαία, αντιμετωπίζει τις δυσκολίες του ατομικού δρόμου, της έλλειψης διαβάσματος εντύπων τα οποία είναι απόρροια των γενικών συνθηκών, της έλλειψης μαζικών παραστάσεων, τις κοινωνικές και ατομικές δυσκολίες που βιώνουμε όλοι. Στις θέσεις, είναι ξεκάθαρο ότι την απάντηση του ΚΣ αποτελεί η οργανωτική και ιδεολογική συγκρότηση των οργανώσεων της ΚΝΕ, χτίζοντας διαχωριστικές με όλες τις υπόλοιπες «οπορτουνίστικες» δυνάμεις του κινήματος.
Δυστυχώς, οι παραπάνω θέσεις, χωρίς τον ειλικρινή απολογισμό της προηγούμενης περιόδου, στην πράξη περιορίζονται στην έκκληση για μια «ΚΝΕ ισχυρή». Στις συγκεκριμένες συνθήκες αυτή η έκκληση είναι κατώτερης ευθύνης απ’ ό,τι αντιστοιχεί στις δυνάμεις του ΚΚΕ-ΚΝΕ. Και μια τέτοια επιλογή αποφυγής της συμπόρευσης με το κίνημα έξω από την ΚΝΕ, δεν θα είναι θετική εξέλιξη για μια καμιά δύναμη που παλεύει ειλικρινά για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση των εργαζομένων λαϊκών μαζών, αποφεύγοντας να πάρει πρωτοβουλίες που μπορούν μαζικά, ενωτικά και ριζοσπαστικά να πετύχουν σημαντικές νίκες στο σήμερα.