Στον ένα χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αξίζει να σταθούμε και στο πώς ο πόλεμος επηρεάζει το εσωτερικό των δύο εμπόλεμων χωρών, καθώς ένα πράγμα μόνο είναι σίγουρο: αποκλείεται μια επιστροφή στο προπολεμικό «στάτους κβο».
Ποτέ κανένα κράτος δεν βγήκε από τη θύελλα ενός μεγάλου πολέμου, επιστρέφοντας απλώς στην προηγούμενη κατάσταση. Το ζητούμενο παραμένει αν το προπολεμικό καθεστώς θα μετασχηματιστεί σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση (είτε μένοντας στη θέση του, αλλά με αλλαγές στον χαρακτήρα του, είτε με μια εκ δεξιών ανατροπή του), ή αν θα αμφισβητηθεί από τα κάτω και από τα αριστερά.
Καθώς το σενάριο μιας -αμιγώς στρατιωτικής- «ολοκληρωτικής νίκης» είναι το πλέον απίθανο, πολλά θα κριθούν και από το περιεχόμενο της πιθανής «ειρήνης» ή έστω «κατάπαυσης του πυρός» και από το πώς θα «διαβαστεί» αυτό το περιεχόμενο από την ουκρανική και τη ρωσική κοινωνία. Τα εθνικιστικά πάθη που ανακίνησε ο πόλεμος είναι δεδομένο ότι δεν θα ξαναμπούν εύκολα «μέσα στο λυχνάρι». Αυτά μπορεί να βαρύνουν την ώρα της διαπραγμάτευσης: Πάνω στον Ζελένσκι, που πέρσι δήλωνε «Νίκη είναι να μπορέσουμε να σώσουμε όσο περισσότερες ζωές μπορούμε. Ναι, να σώσουμε όσες περισσότερες ζωές μπορούμε, γιατί χωρίς αυτές τίποτε δεν έχει νόημα. Η γη μας είναι σημαντική, ναι, αλλά σε τελική ανάλυση είναι απλώς εδάφη», και φέτος καλλιεργεί προσδοκίες για (στρατιωτική) ανάκτηση της Κριμαίας. Και πάνω στον Πούτιν, του οποίου το παραδοσιακό παιχνίδι με την ρωσική ακροδεξιά (οικειοποίησης των ιδεών και του προγράμματός της με ταυτόχρονο «χαλινάρι» στην ανεξάρτητη δράση της), μπορεί να αποδειχθεί πιο ανεξέλεγκτο σε πολεμικές συνθήκες (σύμφωνα με το Ρώσο μαρξιστή Μπόρις Καγκαρλίτσκι, ρόλο στο ναυάγιο των περσινών συνομιλιών της Ισταμπούλ έπαιξε και η εξέγερση των Ρώσων εθνικιστών απέναντι σε μια πιθανή προδοσία της υπόσχεσης για «επιστροφή των ουκρανικών εδαφών στη Ρωσία»).
Πέρα από τον πόλεμο και τον τερματισμό (;) του, αυτά αφορούν το εσωτερικό: Αν το συμπέρασμα θα είναι η ανάγκη μιας ακόμα πιο «δυναμικής» (επιθετικής, εθνικιστικής, αυταρχικής) Ρωσίας ή μιας ακόμα πιο «περιφρουρημένης» [στρατιωτικοποιημένης, ρεβανσιστικής και προσδεδεμένης στους «Συμμάχους»] Ουκρανίας. Θα είναι κρίσιμος ο ρόλος που έχει να παίξει η ριζοσπαστική Αριστερά στη Ρωσία -που αντιστέκεται στον πόλεμο- και στην Ουκρανία -που αντιστέκεται στη μετατροπή της απόρριψης της εισβολής σε σωβινισμό. Αλλά οι σύντροφοι και οι συντρόφισσές μας αντιμετωπίζουν τεράστιους κινδύνους και μεγάλες προκλήσεις. Στις δίπλα στήλες, ο Ίλια Μπουντράιτσκις γράφει για την πιο άμεση-ήδη υπαρκτή απειλή: Το μετασχηματισμό του καθεστώτος Πούτιν σε ακόμα αυταρχικότερη-αντιδραστικότερη κατεύθυνση.
Εμείς θα παραθέσουμε δύο σύντομες αλλά ενδεικτικές ιστορίες για δυνητικούς κινδύνους στις δύο χώρες.
Η άνοδος του Γεβγκένι Πριγκόζιν…
Αν υπάρχει ένας ξεκάθαρος «νικητής» ήδη σε αυτόν τον πόλεμο είναι η διαβόητη εταιρεία μισθοφόρων Βάγκνερ και οι φιλοδοξίες του ιδρυτή και ιδιοκτήτη της. Η σκοτεινή δράση της Βάγκνερ (εφάμιλλη της αντίστοιχης αμερικανικής Blackwater και σε διεθνή εμβέλεια και σε αγριότητα) ήταν γνωστή από χρόνια. Αλλά μέχρι πέρσι, δρούσε στο «σκοτάδι». Το ρωσικό κράτος αρνούνταν κάθε σχέση μαζί της (παρά την κραυγαλέα σύμπτωση της δράσης της σε χώρες «ρωσικού ενδιαφέροντος») και κρυβόταν πίσω από την τυπική απαγόρευση δράσης μισθοφορικών εταιρειών στη Ρωσία. Ο ολιγάρχης Γεβγκένι Πριγκόζιν, ο «σεφ του Πούτιν» (με την εταιρεία κέτερινγκ που εξυπηρετούσε το Κρεμλίνο), αρνούνταν κάθε σχέση με την Βάγκνερ.
Και μετά ήρθε ο πόλεμος. Η Βάγκνερ επιχειρεί με πολλές χιλιάδες μισθοφόρους ανοιχτά στην Ουκρανία και συχνά παίζει κεντρικότερο ρόλο από τον τακτικό στρατό. Ο Πριγκόζιν δηλώνει ανοιχτά και περήφανα ιδρυτής και ιδιοκτήτης της. Αλλά κυρίως, διεκδικεί διαρκώς «δάφνες» από τα πεδία των μαχών, υπερ-προβάλλοντας τις δυνατότητες της Βάγκνερ και πλειοδοτώντας σε επιθέσεις και κριτικές στους Ρώσους στρατηγούς και κυρίως στον υπουργό Άμυνας Σοΐγκου (τον «άκαπνο» που οι Ρώσοι εθνικιστές λατρεύουν να μισούν).
Ο Πριγκόζιν, ολιγάρχης ο ίδιος και στενά συνδεδεμένος με το Κρεμλίνο, δεν αποτελεί ασφαλώς άμεση απειλή για τον Πούτιν και το καθεστώς.Σύμφωνα με το αριστερό κανάλι στο τέλεγκραμ Nevoynya, εκφράζει τον «φασισμό από τα πάνω», διακριτό από το «αντιδραστικό πραγματικό κίνημα από τα κάτω» που έχει ως σύμβολο τον (παραγκωνισμένο σήμερα) Ιγκόρ Γκίρκιν ή Στρέλκοφ (στρατιωτικό ηγέτη της… «αντιφασιστικής εξέγερσης» στο Ντονμπάς, ιδρυτή και πρώτο υπουργό Άμυνας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ, να θυμίσουμε).
Αλλά η μετεωρική άνοδός του Πριγκόζιν, όπως και η δημοφιλία του «ριγμένου» Στέλκοφ, υπενθυμίζουν ότι ο πόλεμος παράγει τους δικούς του «ηγέτες». Και αυτά τα τέρατα, αύριο θα διεκδικήσουν ρόλο στη Ρωσία -είτε πλάι στον Πούτιν για να αντέξει τους κλυδωνισμούς, είτε απέναντί του αν μια στρατιωτική αποτυχία τον κλονίσει ανεπανόρθωτα.
Απέναντι σε αυτό τον ζόφο, η ελπίδα βρίσκεται στη ρωσική παράδοση από την οποία κρατιούνται οι σύντροφοι και οι συντρόφισσές μας. Που σε αυτές τις δύσκολες στιγμές υπενθυμίζουν ο ένας στην άλλη ότι από τον Πόλεμο της Κριμαίας ως το 1905 κι από το 1917 ως την σοβιετική εισβολή Αφγανιστάν, «όποτε χάνουμε έναν πόλεμο, ακολουθεί ή επανάσταση ή ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις».
…και η πτώση του Ολέξι Αρεστόβιτς
Ο Ολέξι Αρεστόβιτς υπήρξε το δεξί χέρι του Ζελένσκι από την αρχή της εισόδου του στην πολιτική. Μετά τη ρωσική εισβολή, έγινε γνωστός ως το «εθνικό αντικαταθλιπτικό», ενώ οι καθημερινές βραδινές εκπομπές του συγκρίνονταν με το παλιό σόου «Καληνύχτα Παιδιά», με το οποίο οι γονείς έβαζαν τα παιδιά τους για ύπνο στην ΕΣΣΔ και αργότερα στη Ρωσία. Ο λόγος είναι γιατί εκατομμύρια άνθρωποι -σε Ουκρανία και Ρωσία- δήλωναν ότι πλέον δεν μπορούν να κοιμηθούν αν δεν δουν την εκπομπή του. Σύμφωνα με τον Μπόρις Καγκαρλίτσκι, ο Αρεστόβιτς «…υιοθετούσε μια μετριοπαθή τοποθέτηση, μιλώντας ενάντια στις προσπάθειες να εξαφανιστεί η ρωσική γλώσσα και ενάντια στην απαγόρευση των άνεργων Ουκρανών αντρών στρατεύσιμης ηλικίας να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά (ένα πολύ οξύ πρόβλημα σε μια κατάσταση όπου σημαντικό μέρος της οικονομίας της χώρας έχει παραλύσει από τον πόλεμο, όπου πολλές επιχειρήσεις έχουν καταστραφεί και θέσεις εργασίας έχουν χαθεί)… Δεν μάσαγε τα λόγια του όταν επέκρινε την ιδεολογία της ακροδεξιάς, και αναφερόταν στον επαρχιακό χαρακτήρα του ουκρανικού εθνικισμού και στα προβλήματα του ουκρανικού κράτους με εξίσου σκληρούς όρους. Όλα αυτά, έλεγε, θα πρέπει να εξουδετερωθούν με ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις μετά τον πόλεμο».
Μετά την τραγωδία που προκάλεσε ένας ρωσικός πύραυλος στο Ντνίπρο, ο Αρεστόβιτς δήλωσε ότι αυτός είχε καταρριφθεί από την ουκρανική αεράμυνα. Το Στρατιωτικό Επιτελείο τον διέψευσε και εθνικιστές πολιτικοί εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον του με φρασεολογία καρμπόν με τη ρωσική νομοθεσία («απαξίωση των ενόπλων δυνάμεων»). Ο Αρεστόβιτς δεν αμφισβήτησε την επίσημη εκδοχή, ζήτησε συγνώμη «από τον λαό του Ντνίπρο αλλά όχι από τους πολιτικούς διώκτες» του και δήλωσε την παραίτησή του…
Η συντονισμένη επίθεση στο «Νο2» του προεδρικού γραφείου για την αναφορά σε μια θεωρία που έτσι κι αλλιώς συζητιόταν πλατιά στο ουκρανικό ίντερνετ, αλλά και η ευκολία που έγινε δεκτή, αναδεικνύουν ότι η πολιτική πάλη για την «επόμενη μέρα» της Ουκρανίας είναι ήδη σε εξέλιξη. Πέρα από το συνολικότερο ποιόν του συμβούλου του Ζελένσκι, η έξοδός του αποτελεί ένα ζοφερό σημάδι για την κατεύθυνση που παίρνει το Κίεβο. Η πλατιά αποδοχή των εκπομπών του Αρεστόβιτς και η στήριξη που εκφράστηκε (από ουκρανόφωνους και ρωσόφωνους) μετά την παραίτησή του, αποτελούν το αντίβαρο ελπίδας. Όχι στον ίδιο, αλλά σε όσους κι όσες αναγνώριζαν σε αυτά τα μηνύματα την Ουκρανία για την οποία αξίζει να πολεμήσουν…