Οι εκλογές της αβεβαιότητας
Οι εκλογές κλείνουν μια τετραετία διακυβέρνησης της Ν.Δ. που ξεκίνησε με μία ρεβανσιστική λογική απέναντι στα κινήματα, τους αγώνες της προηγούμενης δεκαετίας και την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και εξελίχθηκε σε μία ολομέτωπη επίθεση σε κοινωνικά κεκτημένα αλλά και στους ίδιους τους όρους της άσκησης πολιτικής - και δη ριζοσπαστικής - στη χώρα. Επιπλέον κλείνουν και τις εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες καθορίζονταν από ξεκάθαρα δίπολα και βαθιά εμπεδωμένες διαιρετικές τομές. Το λεγόμενο “τέλος της μεταπολίτευσης” που ανέδειξε η κρίση του πολιτικού συστήματός από το 2008 και έπειτα, οδήγησε σε εκλογές οι οποίες άφηναν πίσω τους την πολωτική δικομματική διάσταση της δεκαετίας του ’90 και το δίλημμα ΠΑ.ΣΟ.Κ-Ν.Δ. H πιο πρόσφατη διαιρετική τομή που υπήρξε το «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» εξαντλήθηκε στους αγώνες και τις εκλογές της περιόδου 2012-2015.
Είναι γεγονός πως η κατεύθυνση που επιλέγουν να στρέψουν τα κυρίαρχα αστικά κόμματα τη δημόσια συζήτηση στην αρχή της προεκλογικής περιόδου, απέχει σε μεγάλο βαθμό από τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. Ενώ η κοινωνική πλειοψηφία μαστίζεται από τις συνέπειες πολιτικών που οδήγησαν σε μια βαθιά πληθωριστική και ενεργειακή κρίση, με άμεσες επιπτώσεις στο πραγματικό εισόδημα και την ενεργειακή κάλυψη, ταυτόχρονα έχει αποσαθρωθεί κάθε έννοια κοινωνικής προστασίας ακόμα και των πιο ευάλωτων ομάδων όπως και βασικών κεκτημένων των προηγούμενων χρόνων. Τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ επιδίδονται σε μια αέναη σκανδαλολογία και σε συγκρίσεις για τον καλύτερο “διαχειριστή” της επόμενης ημέρας. Ταυτόχρονα, η πολιτική συζήτηση για τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών και τις αιτίες τους περιορίζεται στο ελάχιστο, και οι λύσεις που προτείνονται εξαντλούνται σε μια παρωχημένη παροχολογία ή σε επιδοματικές πολιτικές που ουδόλως μπορούν να συμβάλουν στη λύση αυτών.
Φυσικά δεν γίνεται να παραγνωρίσουμε τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το δυστύχημα στα Τέμπη και τις δολοφονικές ευθύνες της κυβέρνησης αυτής και συνολικά των πολιτικών εφαρμοστών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Είναι δεδομένο ότι οι εκλογές, ακόμη και αν μετατεθούν σε μια προσπάθεια δημιουργίας χρονικής απόστασης από το εγκληματικό δυστύχημα, έχουν ήδη βαπτιστεί στην οργή και το πένθος του λαού. Φαίνεται ότι μέχρι στιγμής το αφήγημα της κυβέρνησης που αφορά για πολλοστή φορά την ατομική ευθύνη και προσπαθεί να μετακυλήσει τις αμιγώς δικές της ευθύνες, δεν έχει καταφέρει να πείσει. Η οργή των ανθρώπων είναι αυτή που τροφοδοτεί συνεχόμενες ημέρες κινητοποιήσεων, που παρά τις δύσκολες συνθήκες, είναι επιτυχημένες. Επομένως, υπάρχει μια λαϊκή διαθεσιμότητα αρκετά σπάνια με βάση τα δεδομένα των τελευταίων ετών, και ταυτόχρονα ένα ενεργό ερώτημα που αφορά τις ευθύνες και ένα κενό πειστικής αφήγησης από την πλευρά του συστήματος που να μπορεί να αποσοβήσει την καινούργια κρίση.
Βάσει του παραπάνω πλαισίου, θεωρήσαμε πως ένα εκλογικό κατέβασμα δεν θα έπρεπε να αποτελέσει μια ευκαιριακή συμμαχία. Αντίθετα ήταν εφικτή και αναγκαία επιλογή για να αποτελέσει ένα βήμα μπροστά για την Αριστερά και ως τέτοιο να απευθυνθεί και με μεγαλύτερες αξιώσεις στην κοινωνία. Μία κοινή εκλογική κάθοδος της μαχόμενης αριστεράς θα συνεισέφερε στην προώθηση του πολιτικού διαλόγου, την ενίσχυση της συζήτησης για τα κοινωνικά μέτωπα, την εμπλοκή ανένταχτου κόσμου και την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των οργανώσεων. Η προσπάθεια αυτή μέσω της Ενωτικής Πρωτοβουλίας της Ριζοσπαστικής και Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν τελεσφόρησε, παρόλα αυτά η ανάγκη να τοποθετηθεί η Αριστερά σε ένα τραπέζι και να παράξει δεσμούς για την επόμενη μέρα είναι υπαρκτή και η συζήτηση εντός της Ενωτικής Πρωτοβουλίας άφησε παρακαταθήκες οι οποίες θα γίνουν περισσότερο εμφανείς το επόμενο διάστημα.
Η επόμενη μέρα όμως φέρει σημαντικά καθήκοντα και δυνατότητες σε μια σειρά από πεδία, και αποτελεί ευθύνη των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς να λειτουργήσουν ενωτικά και κρουστικά ώστε να οργανώσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, να οξύνουν τη ταξική πάλη και να πετύχουν νίκες. Οι επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, το ζήτημα της φτώχειας και της ακρίβειας, οι κινητοποιήσεις της 8ης και της 18ης Μάρτη, σε συνδυασμό με τους αγώνες των καλλιτεχνών και τη κλιμάκωση του αγώνα με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη, αποτελούν πολύμορφα πεδία πάλης της περιόδου στα οποία η Αριστερά πρέπει να πρωτοστατήσει φωνάζοντας πως “Δεν θα ζούμε από τύχη, ούτε θα ζούμε έτσι”.