Δύο χρόνια μετά την ρωσική εισβολή

Φωτογραφία

Ο πόλεμος θα συνεχιστεί και το 2024
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Πέτρου

Έχουν περάσει δύο ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που ρωσικά τανκς κινήθηκαν προς το Κίεβο και ο Πούτιν δήλωνε ότι «πήρα την απόφαση για μια ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Η «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» έχει εξελιχθεί σε έναν μακρόχρονο και απίστευτα αιματηρό -και για τους δύο στρατούς- πόλεμο, χωρίς να διαφαίνεται ούτε «αποφασιστική νίκη», ούτε θέληση για διπλωματική διέξοδο στον άμεσο ορίζοντα. 
Τα πρώτα 2 χρόνια του πολέμου
Το πρώτο έτος του πολέμου ανήκε στην Ουκρανία. Ο ρωσικός σχεδιασμός «αστραπιαίου πολέμου» και οι αντίστοιχες αρχικές εκτιμήσεις στα δυτικά επιτελεία διαψεύστηκαν από την ουκρανική άμυνα στις πόλεις. Ο πρόχειρος ρωσικός σχεδιασμός και η διάθεση του ουκρανικού πληθυσμού να αντισταθεί είχαν ως αποτέλεσμα την αποτυχία της εισβολής να καταλάβει αστικά κέντρα και την εγκατάλειψη της προσπάθειας γρήγορης κατάληψης του Κιέβου. 
Το RIA Novosti υποχρεώθηκε να αποσύρει το επινίκιο άρθρο που ανακοίνωνε την «επίλυση του ουκρανικού ζητήματος». Έμεινε αναρτημένο αρκετό χρόνο για να αρχειοθετηθεί και να μείνει ως μνημείο  του αρχικού (ματαιωμένου) σχεδιασμού: Ο ρωσικός στρατός γινόταν δεκτός πανηγυρικά, η Ουκρανία «επέστρεφε στη Ρωσία» και στις δυτικές πρωτεύουσες γκρίνιαζαν λίγο αλλά έπαιρναν απόφαση ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. 
Τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά -αρχικά ως προς τις ουκρανικές διαθέσεις απέναντι στο ρωσικό στρατό και έπειτα ως προς την αντίδραση στις δυτικές πρωτεύουσες, που βλέποντας την ανθεκτικότητα της ουκρανικής άμυνας, έσπευσαν να στηρίξουν οικονομικά και στρατιωτικά την κυβέρνηση Ζελένσκι, ενώ εξαπέλυαν κυρώσεις κατά της Ρωσίας και αποκαθιστούσαν την (κλονισμένη ως τότε) συνοχή της «συλλογικής Δύσης». 
Η κατάληψη της Μαριούπολης και της πόλης της Χερσώνας υπήρξαν οι βασικές επιτυχίες του ρωσικού στρατού μετά την αναδίπλωση της πολεμικής του προσπάθειας στα νοτιοανατολικά. Στην πορεία του πολέμου, ο ουκρανικός στρατός εξαπέλυσε δύο επιτυχημένες αντεπιθέσεις. Πρώτα την αιφνιδιαστική στην περιφέρεια του Χαρκόβου, που προκάλεσε μια άτακτη ρωσική υποχώρηση. Κι έπειτα την πιο αργή και σταδιακή αύξηση της πίεσης προς τη Χερσώνα, που οδήγησε στην απελευθέρωση της πόλης και τη συντεταγμένη αναδίπλωση του ρωσικού στρατού στην ανατολική όχθη του Δνείπερου. 
Σε αυτή τη δεινή θέση, ο Πούτιν απάντησε με ένα «ποντάρισμα»: Ανακοίνωσε την προσάρτηση των 4 ουκρανικών επαρχιών (Ντονιέτσκ, Λουγκάνσκ, Ζαπορίζια, Χερσώνα) στις οποίες υπήρχε ρωσική στρατιωτική παρουσία, δηλώνοντας την πρόθεση να ολοκληρώσει την κατάκτησή τους και να θεωρήσει αυτά τα εδάφη «κεκτημένα», ενώ διέταξε και την υποχρεωτική στρατολόγηση 300.000 πολιτών. Η πολεμική κινητοποίηση στο εσωτερικό προκάλεσε κοινωνική αναστάτωση που συγκρινόταν μόνο με τις πρώτες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στην αρχή της εισβολής, ενώ οι «προσαρτήσεις» δεν αναιρούσαν την δύσκολη πραγματικότητα στο πεδίο των μαχών.
Το δεύτερο έτος του πολέμου χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη στασιμότητα, με μια πολύμηνη φονική μάχη («κρεατομηχανή») να καταλήγει στην κατάληψη της σχετικά ασήμαντης πόλης του Μπαχμούτ από το ρωσικό στρατό και την πολυδιαφημισμένη ουκρανική αντεπίθεση να καθυστερεί μήνες, έπειτα να αποτυγχάνει παταγωδώς να διασπάσει τις ρωσικές οχυρώσεις και μετά από αρκετούς μήνες και χιλιάδες νεκρούς να μην επιφέρει καμία σημαντική αλλαγή στον «χάρτη». Από τα τέλη του 2023 μέχρι και την μέρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η πρωτοβουλία επιθετικών κινήσεων είχε περάσει στα χέρια του ρωσικού στρατού, που καταγράφει σταθερά (και αργά) προόδους, χωρίς όμως κάποιο «θεαματικό» αποτέλεσμα. 
Απολογισμός
Μετά από 2 χρόνια ατελείωτων μαχών, η εικόνα ως προς τον έλεγχο ουκρανικού εδάφους θυμίζει το ποτήρι, που είναι «μισογεμάτο» και «μισοάδειο». Ο ρωσικός στρατός εξακολουθεί να κατέχει το 17-18% της χώρας, έχοντας υπερδιπλασιάσει τα εδάφη που έλεγχε πριν τις 24 Φλεβάρη του 2022. Από την άλλη, στα 2 χρόνια του πολέμου, ο ουκρανικός στρατός έχει ανακτήσει περίπου τα μισά εδάφη από όσα έχασε τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής (όταν η Ρωσία είχε φτάσει να ελέγχει το 25% της Ουκρανίας). 
Στο στρατιωτικό πεδίο, με βάση τα σημερινά-υπαρκτά δεδομένα, επικρατεί η εκτίμηση «αδιέξοδης ισορροπίας», όπου καμιά από τις δυο πλευρές δεν δείχνει σε θέση να επιβάλει μια ριζική ανατροπή και σαρωτικές αλλαγές στη «γραμμή επαφής». 
Πολιτικά, στο Κίεβο (και στους δυτικούς συμμάχους του…) βαραίνει ιδιαίτερα η αποτυχία της αντεπίθεσης του καλοκαιριού του 2023. Αυτή υπήρξε η «μεγάλη ζαριά» του Ζελένσκι, η απόπειρα να αποδείξει ότι μπορεί να αντιστρέψει τα τετελεσμένα της ρωσικής εισβολής με στρατιωτικά μέσα και να επιβάλει μια επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από θέση ισχύος. Η αδυναμία που καταγράφηκε έχει δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά για τα επόμενα βήματα, και μέσα στο Κίεβο, αλλά και στην Ουάσινγκτον και στις Βρυξέλλες… 
Στη Μόσχα, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» έχει τραβήξει 2 χρόνια και ότι στη διάρκειά τους ο ρωσικός στρατός δεν έχει να επιδείξει ακόμα κάποια σημαντική (επιθετική) επιτυχία πέραν της -συμβολικής- νίκης στο Μπαχμούτ.
Πού βρισκόμαστε σήμερα;
Όμως στη συζήτηση για τις προοπτικές, το κλίμα στο Κίεβο είναι πιο σκοτεινό από ό,τι στο Κρεμλίνο. Όχι άδικα. 
Πίσω από την εικόνα διαρκών μαχών δίχως κέρδη στην Ουκρανία, η ρωσική ηγεσία έχει κάνει προσαρμογές στη στρατηγική της και έχει επιλέξει να επενδύσει σε έναν «μαραθώνιο αντοχής», εκτιμώντας ότι θα αντέξει το υλικό-ανθρώπινο κόστος περισσότερο από το Κίεβο. 
Σε άρθρο του για «τις προοπτικές του ρωσικού ιμπεριαλισμού», ο Ρώσος σύντροφος Ίλια Μπουντράιτσκις καταγράφει τις δραστηριότητες του καθεστώτος Πούτιν στα εξής μέτωπα: Σταθεροποίηση της ρωσικής κοινωνίας, υποδαύλιση πολιτικών εντάσεων στο εσωτερικό των δυτικών συμμάχων της Ουκρανίας, νομιμοποίηση της εξουσίας του μέσω των προεδρικών εκλογών το Μάρτη και κινητοποίηση ρωσικών στρατευμάτων για μια νέα μεγάλη επίθεση την άνοιξη. 
Στο εσωτερικό μέτωπο, σημειώνει την επιτυχή αντιμετώπιση της ανταρσίας Πριγκόζιν, την σχετική ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας στις δυτικές κυρώσεις (που παρέμειναν αμιγώς «δυτικές», δίνοντας άλλες διεξόδους στη ρωσική οικονομία), το τσάκισμα της αντιπολεμικής αντιπολίτευσης και την προώθηση μιας βαθιά αντιδραστικής ιδεολογίας για να ενοποιήσει την κοινωνική βάση του καθεστώτος. Στη διεθνή σκηνή, αξιοποιεί την αμερικανική στήριξη στην ισραηλινή επιθετικότητα στη Γάζα για να «ξεπλυθεί» (υποκριτικά), ενώ υπολογίζει (πολύ πιο ειλικρινά…) στην διαφαινόμενη άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Οι εκλογές θα αποτελέσουν «ρουτίνα», ενώ στο στρατιωτικό ζήτημα, έχει κατορθώσει να προσελκύσει σημαντικό αριθμό «συμβασιούχων», καθώς ο μισθός του επαγγελματία οπλίτη στην Ουκρανία είναι υπερ-πολλαπλάσιος του μέσου μισθού του εργάτη (και μόνη διέξοδος από τη φτώχεια). 
Η εικόνα είναι διαφορετική στην Ουκρανία. Στην αρχή του πολέμου και για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι 3 δημοφιλέστεροι άνθρωποι στη χώρα ήταν ο πρόεδρος Ζελένσκι, ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Ζαλούζνι και ο Αρεστόβιτς, σύμβουλος του Προέδρου και «εθνικό καταθλιπτικό» (όπως ονομάστηκε για τις ψύχραιμες βραδινές εκπομπές του). Σήμερα, η «τριανδία» αυτή έχει σπάσει. Ο Αρεστόβιτς αποπέμφηκε και έχει πέσει σε δυσμένεια ενώ καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι φήμες για επικείμενη απόλυση του Ζαλούζνι είχαν «χτυπήσει κόκκινο», μετά από εβδομάδες ρεπορτάζ για τη ψύχρανση ή και τη ρήξη μεταξύ του στρατηγού και του προέδρου. 
Η δημόσια (διόλου ασήμαντη) αφορμή είναι το ζήτημα της λειψανδρίας και της αντιμετώπισής της. Ο Ζαλούζνι φέρεται να ζητά 500.000 εφέδρους σε βάθος χρόνου, για να αναπληρωθούν απώλειες και να ξεκουραστεί η «φουρνιά» που έσπευσε να καταταγεί και πλέον πολεμά επί 2 χρόνια ασταμάτητα. Ο Ζελένσκι διστάζει να προχωρήσει σε δραστικά μέτρα, υπολογίζοντας και την αντιδημοφιλία μιας υποχρεωτικής επιστράτευσης και το οικονομικό κόστος μαζικής «απόσυρσης» ανθρώπινου δυναμικού από την παραγωγή. Ο Αρεστόβιτς στρέφει τα βέλη του στην ανικανότητα του ουκρανικού πολιτικού συστήματος να απαντήσει ελκυστικά στο «για ποια Ουκρανία αξίζει να πολεμήσει κανείς». Οι διαφωνίες σίγουρα είναι βαθύτερες και αφορούν τα ερωτήματα για την ευρύτερη ουκρανική στρατηγική, αλλά το ζήτημα της λειψανδρίας -σε σύγκριση με τις δυνατότητες της Ρωσίας- είναι υπαρκτό. 
Η αβεβαιότητα αφορά και τη διεθνή στρατιωτική στήριξη, στην οποία επέλεξε να στηρίξει όλη του την στρατηγική το ουκρανικό καθεστώς. Η ενδοκαθεστωτική διαφωνία στις ΗΠΑ (για την χρησιμότητα ή μη της συνέχειας της στήριξης στην ουκρανική κυβέρνηση) είχε επιλυθεί προσωρινά με την αναμονή να στηριχθεί η «μεγάλη ζαριά» του Ζελένσκι με την αντεπίθεση και να επαναξιολογηθεί η κατάσταση μετά την έκβασή της.  
Μετά την αποτυχία της ουκρανικής αντεπίθεσης, τα ερωτήματα έχουν πυκνώσει. Ο Τζο Μπάιντεν έχει ήδη μετατοπιστεί διακριτικά, από τη «στήριξη για όσο χρειαστεί» στη «στήριξη για όσο μπορούμε». Ενώ η Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή μπλοκάρει ως τώρα κάθε νέο «πακέτο» για την Ουκρανία, με τους πόρους του προηγούμενου να έχουν ήδη εξαντληθεί.   
Τρία σενάρια για το 2024 (και το 2025)
Θεωρείται κοινά αποδεκτό και ειλημμένη απόφαση του Κιέβου ότι το 2024 θα είναι έτος παρατεταμένης άμυνας και εγκατάλειψης της τακτικής  «διαρκούς πίεσης» στο ρωσικό στρατό με στόχο την ανακατάληψη εδαφών. Ήδη ο ουκρανικός στρατός έχει περάσει ντεφάκτο σε θέσεις άμυνας, ενώ έγινε τελικά δεκτή από τον Ζελένσκι η εισήγηση για οχυρωματικά έργα σε όλη τη σημερινή γραμμή του μετώπου (και σε μεγαλύτερο βάθος) αλλά και στα σύνορα με τη Λευκορωσία. 
Κάποιοι εκτιμούν ότι μια επιτυχημένη άμυνα, η οποία θα φθείρει ακόμα περισσότερο το ρωσικό στρατό, μπορεί να εμπεδώσει και στη ρωσική πλευρά το αίσθημα «αδιεξόδου» και να ανοίξει το δρόμο σε διαπραγματεύσεις ή σε ένα «πάγωμα» της σύρραξης περίπου στις σημερινές γραμμές. 
Άλλοι συμμερίζονται το στόχο του περιορισμού σε άμυνα για το 2024, αλλά θεωρούν ότι αυτή η φάση θα είναι «μεταβατική», ελπίζοντας ότι η φθορά του ρωσικού στρατού και μια πετυχημένη ενίσχυση/ανασυγκρότηση του ουκρανικού στα μετόπισθεν θα επιτρέψει μια νέα -αποτελεσματική αυτή τη φορά- αντεπίθεση το 2025. 
Η ρωσική πλευρά εκτιμά ότι ακόμα κι αν η ουκρανική άμυνα αντέξει το 2024, θα καταρρεύσει το 2025. Αυτό το σενάριο έχουν υπονοήσει και Ρώσοι αξιωματούχοι, κάνοντας λόγο για παράταση του πολέμου ως το 2025, αλλά και για νίκη εκείνη τη χρονιά. 
Το 2024 θεωρείται κρίσιμο και για έναν άλλο λόγο, τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το Νοέμβρη. Η διχογνωμία στο αμερικανικό κατεστημένο ως προς την «προτεραιότητα» του ουκρανικού μετώπου για τα αμερικανικά συμφέροντα είναι δεδομένη από καιρό και εκφράζεται σε πολιτικό-κομματικό επίπεδο από την αντιπαράθεση Δημοκρατικών/Ρεπουμπλικάνων. Μια πιθανή εκλογή Τραμπ το Νοέμβρη θα είναι «ορόσημο» που συνυπολογίζουν όλοι. 
Μια μερίδα προσκείμενων στον Μπάιντεν αναλυτών εισηγείται να ανοίξουν οι διαπραγματεύσεις έγκαιρα, πριν αλλάξει η «βάρδια» στο Λευκό Οίκο και βρεθεί η σύγκρουση σε αχαρτογράφητα νερά. Οι «μαξιμαλιστές» επιμένουν ότι θα είναι δείγμα αδυναμίας ένα σινιάλο στη Μόσχα για διαπραγματεύσεις και ουσιαστικά ελπίζουν σε νίκη του Μπάιντεν το Νοέμβρη και ανάκτηση της πλειοψηφίας στο Κογκρέσο, με προοπτική την υλική υποστήριξη σε μια ουκρανική αντεπίθεση το 2025. Στη Μόσχα, επενδύουν στην εκλογή Τραμπ το Νοέμβρη, το τέλος κάθε αμερικανικής στήριξης στο Κίεβο και πάνω σε αυτό το σενάριο στέκονται οι εκτιμήσεις για ουκρανική κατάρρευση μέσα στο 2025.
Στην Ουκρανία, εκτός από την αναδίπλωση σε θέσεις άμυνας και την ανάγκη στελέχωσης/ανανέωσης του στρατού, η συζήτηση έχει πλέον στραφεί και στην ενίσχυση της εγχώριας πολεμικής παραγωγής. Είναι μια αναγκαιότητα (η αμερικανική βοήθεια «στέρεψε» ήδη), αλλά είναι και μέρος του ευρύτερου σχεδιασμού: είτε για συνέχεια του πολέμου και σε περίπτωση διακοπής της δυτικής στήριξης, είτε για τη μετατροπή της χώρας σε «φρούριο», εφόσον υπάρξει μια (πάντα εύθραστη) εκεχειρία («σενάριο Κορέας»). 
Στη Ρωσία, ο δρόμος προς τα αισιόδοξα σενάρια που πατάνε στο σημερινό ευνοϊκό φεγγάρι, δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Στο άρθρο που προαναφέραμε, ο Μπουντράιτσκις μαζί με την περιγραφή της σταθεροποίησης της κατάστασης, εντοπίζει και τα σημεία που μπορούν να λειτουργήσουν υπονομευτικά. Πχ, η οικονομία «αντέχει» αλλά η ζωή παραμένει σκληρή για την κοινωνική πλειοψηφία, η ρωσική-ορθόδοξη ιδεολογία συσπειρώνει αλλά μπορεί και να αποξενώσει εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες. Αλλά το πιο σημαντικό αφορά τις πιθανότητες μιας νέας μεγάλης στρατιωτικής κινητοποίησης. Η εξασφαλισμένη ροή επαγγελματιών οπλιτών επιτρέπει στη Μόσχα να αναπληρώνει τις διαρκείς απώλειές της, αλλά για την κατάκτηση νέων εδαφών και τον έλεγχό τους θα απαιτηθεί ένα πολύ μεγαλύτερο στράτευμα και μια πιθανή υποχρεωτική στρατολόγηση (μόνο μετά τις προεδρικές εκλογές…) που μπορεί να αναταράξει το «κοινωνικό συμβόλαιο» που συντηρεί την παθητική στήριξη στον πόλεμο.
Σε κάθε περίπτωση, αν δεν μεσολαβήσουν απρόβλεπτες εξελίξεις στο πεδίο της μάχης, εσωτερικές πολιτικές ανατροπές ή ασφυκτικές εξωγενείς πιέσεις, ο πόλεμος δείχνει βέβαιο ότι θα συνεχιστεί και για τρίτο χρόνο. Αν και η ένταση της σχετικής δημόσιας συζήτησης έχει μειωθεί, αντανακλώντας μια γεωγραφική-διπλωματική «οριοθέτηση» της σύγκρουσης, όσο οι μάχες συνεχίζονται και η σύρραξη «αποκτά τη δική της δυναμική», η απειλή της γενίκευσης θα παραμένει. Αλλά ακόμα και αν κάπως-κάποτε λήξει ή «παγώσει», δεν θα αλλάξει το γεγονός ότι η 24η Φλεβάρη του 2022 εγκαινίασε μια νέα εποχή όξυνσης της ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, που ήρθε για να παραμείνει απειλητικά ενεργή, και πέρα και μετά από τον ουκρανικό πόλεμο. Αλλά αυτά θα μας απασχολήσουν σε επόμενο άρθρο…

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία