Η σύμπτωση των μαζικών αγροτικών κινητοποιήσεων με την ανθεκτικότητα και τη μαζικότητα που έχει δείξει το κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης έχουν δημιουργήσει πολιτικό πονοκέφαλο στην κυβέρνηση.
Οι ελιγμοί με κάποιες παραχωρήσεις προς τους αγρότες, η συστηματική επιδίωξη (εισαγγελικές παρεμβάσεις, επεμβάσεις των ΜΑΤ, τηλε-εξετάσεις) να καμφθεί η φοιτητική αγωνιστικότητα, δείχνουν μια κυβέρνηση θορυβημένη από την εμφάνιση της κοινωνικής αντιπολίτευσης και θαμπώνουν την εικόνα αλαζονικής μεταρρυθμιστικής ορμής λόγω της απουσίας κοινοβουλευτικού αντιπάλου.
Ο μεγαλύτερος κυβερνητικός φόβος δεν αφορά αυτήν την «καυτή» συγκυρία, αλλά το ενδεχόμενο αυτή να αποδειχθεί πρελούδιο μιας εξάπλωσης των αντιστάσεων στην πολιτική της. Η διαδήλωση στις 8 Φλεβάρη αποτελεί μια πρώτη συνάντηση του φοιτητικού κινήματος με το συνδικαλιστικό. Στις 22 Φλεβάρη, μια πανελλαδική πανυγειονομική απεργία προστίθεται στη λίστα κλαδικών κινητοποιήσεων. Δυνάμεις του εργατικού κινήματος εργάζονται για μια μαζική απεργιακή δράση στις 28 Φλεβάρη, επέτειο του πολύνεκρου εγκλήματος στα Τέμπη, ένα έγκλημα για το οποίο δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη 1 χρόνο μετά, ένα έγκλημα που θα θυμίζει πάντα ότι η ιδιωτικοποίηση, η εμπορευματοποίηση, η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών απειλούν τις ζωές μας.
Η επέτειος αυτή υπενθυμίζει και τις μεγαλύτερες απεργιακές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις που έγιναν στη χώρα μετά την περίοδο των αντιμνημονιακών αγώνων, όταν παρουσιάστηκε ως δύναμη στο δρόμο η συσσωρευμένη οργή ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Για την επανεμφάνιση αυτής της δύναμης οφείλουμε να εργαστούμε.
Άλλωστε ο θυμός και η πίεση που ενίσχυσαν την μαζικότητα της κοινωνικής έκρηξης μετά τα Τέμπη, συνεχίζουν να υπάρχουν –και αυτή είναι η βάση ενός πολιτικού προβλήματος για την κυβέρνηση, που δεν είναι «συγκυριακό», αλλά πιο «δομικό».
Σε αυτό το φόντο, η 28η Φλεβάρη χρειάζεται να γίνει αντιληπτή ως «σταθμός» για το ξεδίπλωμα απεργιακών αντιστάσεων, που θα επιχειρούν να φέρουν τα εργατικά συμφέροντα μπροστά, απαιτώντας τις γενναίες μισθολογικές αυξήσεις που αντιστοιχούν στο εξοντωτικό κόστος ζωής, την αποκατάσταση των εργατικών δικαιωμάτων ενάντια στην ελαστικοποίηση και την επισφάλεια, την κατεύθυνση των κοινωνικών πόρων στην κάλυψη των αναγκών μας, ενάντια στην κούρσα των εξοπλισμών που έχει πάρει πρωτοφανή προκλητικό χαρακτήρα σε καιρούς που η κοινωνική πλειοψηφία στενάζει από τη διαρκή λιτότητα.
Η φετινή 8η Μάρτη, θα αποτελέσει έναν ακόμα «σταθμό» σε αυτή την προσπάθεια απλώματος και γενίκευσης των αντιστάσεων. Με την φεμινιστική απεργιακή κινητοποίηση και διαδήλωση να πιάνει το νήμα του αγώνα ενάντια στην «ζωή στην επισφάλεια», διεκδικώντας ίσα δικαιώματα και κοινωνικό κράτος, αλλά -ειδικά φέτος- εκφράζοντας και την φεμινιστική αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, στον κοινό αγώνα ενάντια σε κάθε καταπίεση.
Η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, αυτή η κορυφαία υπόθεση της περιόδου για το διεθνές κίνημα, που δεν έχει σταματήσει να προσθέτει πονοκεφάλους στο Κράτος του Ισραήλ (απόφαση Χάγης, διεθνής πίεση κλπ.), πέρα από τα προβλήματα που του δημιουργεί η επίμονη Παλαιστινιακή Αντίσταση, παραμένει ένα σημαντικό μέτωπο αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και εδώ, στη χώρα της «στρατηγικής συνεργασίας» με το Σιωνιστικό κράτος. Αναβαθμίζεται πλέον και από την ενεργή εμπλοκή του ελληνικού κράτους στις ιμπεριαλιστικές αποστολές στην Ερυθρά Θάλασσα, με τη φρεγάτα Ύδρα στο πλευρό του αμερικανικού στόλου, με το Στρατηγείο στη Λάρισα και την πρωταγωνιστική συμμετοχή στον ευρωπαϊκό στόλο.
Είναι πολύτιμη η ιστορική εμπειρία της αντιπολεμικής δράσης και της συνάντησής της με νεολαιίστικες κινητοποιήσεις, όταν ένας άλλος Μητσοτάκης (ο πατήρ) έστελνε μια άλλη φρεγάτα σε ιμπεριαλιστική εξόρμηση (στο Ιράκ), ενώ συγκρουόταν με φοιτητικές και μαθητικές καταλήψεις. Οι μάχες αυτές, άνοιξαν έναν κύκλο που κορυφώθηκε με τις μεγάλες απεργίες που τελικά γκρέμισαν την κυβέρνηση της ΝΔ. Σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, και με δυσκολίες που δεν επιτρέπουν μια αυθόρμητη-αυτόματη «επανάληψη της ιστορίας», έχουμε να πατήσουμε σε αυτήν την παράδοση.
Το 2024 θα είναι μια σκληρή χρονιά διεθνώς. Ξεχασμένος από τα ΜΜΕ και «υποσκελισμένος» από την φωτιά στη Μέση Ανατολή, ο πόλεμος στην Ουκρανία συμπληρώνει 2 χρόνια και οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι θα συνεχίσει να μαίνεται και μέσα στο 2024, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές στην Ουκρανία και διατηρώντας «ενεργό» ένα πολεμικό ρήγμα μέσα στην Ευρώπη που μπορεί πάντα να διευρυνθεί. Ο πλανήτης εξακολουθεί να ζει στην εποχή που «εγκαινίασε» η ρωσική εισβολή πριν 2 χρόνια: Της αυξημένης πιθανότητας να μετατραπούν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί (που μαίνονται σε πολλές «εστίες» από την Αφρική και τον Ειρηνικό μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο) σε ένοπλες συρράξεις.
Και δεν είναι μόνο οι γεωπολιτικές συγκρούσεις που ρίχνουν τη σκιά τους πάνω από το διεθνές σύστημα. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός παρουσίασε φέτος μια αρκετά σκοτεινή εικόνα στη σχετική του έκθεση για τους «πιθανούς κινδύνους» των επόμενων χρόνων. Σημειώνει την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, την κοινωνική πόλωση, τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής κρίσης, που σκιαγραφούν ένα περιβάλλον που ο Μάικλ Ρόμπερτς συνοψίζει ως «όχι καλά νέα για το κεφάλαιο και ακόμα χειρότερα για τον κόσμο της εργασίας».
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις και τους κινδύνους χρειάζεται να ανασυγκροτήσουμε με ενωτική διάθεση και μαζικό προσανατολισμό τη ριζοσπαστική/αντικαπιταλιστική Αριστερά. Για την αποτελεσματική στήριξη και διεύρυνση των αγώνων ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, για την διαμόρφωση ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου που θα ενοποιεί αυτούς τους αγώνες και θα τους δίνει προοπτική, πέρα από τα ασφυκτικά όρια των υπαρκτών κοινοβουλευτικών αντιπολιτεύσεων και ενός συστήματος που βυθίζεται σε πολλαπλές κρίσεις και συμπαρασύρει τον κόσμο εργασίας μαζί του.