Τα παρακάτω αποτέλουν μια επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της παρέμβασης του συντρόφου Αντώνη Φάρα (μέλος του Πανελλαδικού Συμβουλίου της Αναμέτρησης) στην Ανοιχτή συνέλευση στην Αθήνα για ένα ενωτικό ψηφοδέλτιο της ανατρεπτικής Αριστεράς στις ευρωεκλογές
Σ ε τέτοιου είδους συζητήσεις είναι απαραίτητο να ακούμε προσεκτικά, φροντίζοντας να μην επαναλαμβάνουμε τα ήδη ειπωμένα. Για αυτό, θεωρώ επιτακτική την ανάγκη να εκφράσω τη βαθιά μου συμφωνία με τις ιδέες που μοιράστηκαν προηγουμένως, πλέον από εκείνες που δεν προέρχονται από συντρόφους της Αναμέτρησης. Αυτή η συμφωνία δεν αποτελεί ένα απλό νεύμα αλληλεγγύης, αλλά μια αναγνώριση των καίριων ζητημάτων που μοιράστηκαν η Μαρία Μπόλαρη και ο Θανάσης Καμπαγιάννης, οι συνεισφορές των οποίων εμβαθύνουν τον πυρήνα της συλλογικής μας προσπάθειας και αντιμετωπίζουν άλυτες προκλήσεις που μας αφορούν όλους.
Ο λόγος τους μας φέρνει αντιμέτωπους με δύο πιεστικά ερωτήματα: την άναγκη υπερβάσης της αδυναμίας σύνδεσης με τις κοινωνικές αγωνίες (σε ζητήματά όπως π.χ η ακρίβεια) και την ανάγκη να διατυπώσουμε τις προτάσεις μας με τρόπο που να υπερβαίνει τις επιφανειακές περιγραφές, προσδίδοντάς τους αντίθετα απτή ουσία και σαφήνεια. Οι προβληματισμοί αυτοί δεν είναι απλώς ρητορικοί, αλλά είναι κεντρικοί για την κριτική και τη στάση, στο δρόμο διερεύνησης μιας Εναλλακτικής Λίστας για τις ευρωεκλογές.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Η αντίθεσή μας στην ΕΕ δεν πρέπει να γεννιέται από έναν απλοϊκό απορριπτισμό, αλλά είναι μια υπολογισμένη στάση που διαπνέεται από την επιθυμία μας να ζήσουμε σε έναν τόπο που θα έχει προοπτική πέρα από τις επιταγές και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΕΕ. Αυτή η στάση δεν πρέπει να παραγνωρίζει τις προκλήσεις μετά την έξοδο ή να εμφανίζει ένα μέλλον χωρίς δυσκολίες, μία μαγική λύση. Αντίθετα, πρέπει να εργάζεται μέσα στους κοινωνικούς αγώνες για να καλλιεργεί την συνείδηση και την επιθυμία για τις βαθιά μετασχηματιστικές δυνατότητες που έχει μια τέτοια κίνηση για την κοινωνία μας, τη νεολαία και το ευρύτερο φάσμα του πολιτικού αγώνα.
Η περίοδος μεταξύ 2010 και 2015 αποτελεί την επιτομή ενός συλλογικού κινήματος που τόλμησε να οραματιστεί την αποχώρηση από την ΕΕ, σηματοδοτώντας μια καμπή στην πολιτική μας διαδρομή. Ωστόσο, η συνείδηση και η διαθεσιμότητα αυτή μοιάζει να έχει υποχωρήσει μπροστά σε μία συνθήκη όπου η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται ως ο εγγυητής της κοινωνικής σταθερότητας, συγκροτεί διευρημένες κοινωνικές συμμαχίες και η αριστερά στο σύνολο της αδυνατεί να ξεπεράσει την ήττα του 2015.
Η συζήτηση γύρω από τη σημερινή δυσχερή θέση της αριστεράς κινδυνεύει συχνά να γίνει απομονωμένη, εστιάζοντας υπερβολικά στην εσωτερική δυναμική και τις συνήθειες του χώρου. Ενώ η συζήτηση αυτή είναι ζωτικής σημασίας, πρέπει επίσης να υψώσουμε το βλέμμα μας στο κοινωνικό τοπίο που έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές από το 2019 και μετά.
Η τακτική της σημερινής κυβέρνησης, την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως προληπτική αντεπανάσταση, αποσκοπεί στην οχύρωση του κράτους απέναντι στην αναζωπύρωση των λαϊκών αγώνων, που θυμίζει την έξαρση που παρατηρήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Αυτή η στρατηγική περιχαράκωση της κυβέρνησης εγείρει κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την εκλογική της εντολή, τους βαθύτερους λόγους για τις πολιτικές της κατευθύνσεις και τις στρατηγικές που πρέπει να υιοθετήσουμε για να αντιμετωπίσουμε την ατζέντα της.
Γεννά όμως καθήκοντα και για εμάς. Η κουβέντα μας πρέπει να επεκτείνεται πέρα από την απλή εκλογική πολιτική και να περιλαμβάνει μια ευρύτερη κριτική των συστημικών επιθέσεων στη δημόσια υγεία, τη μεταναστευτική πολιτική και τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό σχηματισμό.
Η απάντησή μας σε αυτές τις προκλήσεις πρέπει να είναι πολύπλευρη, περιλαμβάνοντας εκλογικές τακτικές, κινητοποίηση της βάσης αλλά και την καλλιέργεια μιας πολιτικής συνείδησης ικανής να οραματίζεται και να θέτει σε εφαρμογή εναλλακτικές λύσεις. Το έργο αυτό είναι τρομακτικά μεγάλο, αλλά και ουσιαστικό - καμία πλευρά δεν μπορεί να λείπει. Συνδικαλισμός στη δουλειά, παρέμβαση στις εκλογές, καλλιέργεια συνείδησης και άγωνας στο/με/για το κίνημα.
Αυτός ο αγώνας δεν πρέπει να είναι αφηρημένος, αλλά να εδράζεται στις βιωμένες εμπειρίες εκείνων που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας μας, των οποίων η πραγματικότητα σημαδεύεται από τις σκληρές εναλλαγές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Η αντίθεσή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επομένως, δεν πρέπει να είναι μια γενική εκφώνηση απόρριψης αλλά μια στάση αρχών ενάντια στη συνενοχή της στη διαιώνιση της ανισότητας, της αδικίας και της περιβαλλοντικής καταστραφής την οποία να κατανοούν και να συμμερίζονται όλο και περισσότεροι/ες/α.
Κλείνοντας, θέλω να πώ ότι η σημερινή μας συνέλευση δεν πρέπει να είναι απλώς μια άσκηση πολιτικής ρητορικής αλλά ένα κάλεσμα σε δράση. Απαιτεί από εμάς τη δέσμευση να δράσσουμε με τις οργανώσεις μας, να προωθήσουμε πολιτικές συζητήσεις που θα είναι περιεκτικές, κριτικές και προσανατολισμένες στην κινητοποίηση της συλλογικής δράσης.
Aπό τον Δεκέμβρη εώς σήμερα, έχουν συμβεί αρκετά. Πρέπει όμως, θέλουμε να χαιρετίσουμε τους μαθητές/τριες, τους φοιτητές/τριες, όσους/ες αγωνίζονται για την δημόσια παιδεία. Είναι εκείνες/οι που έχουν κερδίσει μια πρώτη νίκη στα πανεπιστήμια και μας δείχνουν τον δρόμο, αλλά κυρίαρχα είναι εκείνες/οι που δίνουν απάντηση σε όσους μουρμουρίζουν ασταμάτητα ότι «τίποτα δεν γίνεται γιατί ο συσχετισμός είναι συντριπτικός».
Ριζοσπαστική πολιτική δεν είναι να διαπιστώνεις ότι τα πράγματα δεν είναι καλά, αλλά να προσπαθείς να τα αλλάξεις.
Ας επιμείνουμε, ας εργαστούμε και ας πιστεύουμε σε όσα γράφει το κάλεσμα μας για αυτή την ανοικτή συνέλευση:
“χρειάζεται σήμερα ένα τέτοιο πλατύ ψηφοδέλτιο της ανατρεπτικής Αριστεράς στις ευρωεκλογές. Που θα στηρίζεται σε μια συσπείρωση από τα κάτω, χωρίς αρχηγισμούς και ηγεμονισμούς, με δημοκρατική λειτουργία και φυσιογνωμία, ισότιμων αγωνιστών και αγωνιστριών, οργανωμένων και ανένταχτων”