Πριν από 20 χρόνια στη Φλωρεντία, στα πλαίσια των ελπιδοφόρων και μαζικών διεργασιών ίδρυσης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ, έγινε μια μεγάλη συζήτηση (με συμμετοχή περισσότερων από 10.000 ακτιβιστών/στριών από όλη την Ευρώπη), με εισηγητές τον Μπεζανσενό, της εμβληματικής γαλλικής οργάνωσης της επαναστατικής Αριστεράς LCR, και τον Φάουστο Μπερτινότι, του ιταλικού «πλατιού» κόμματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, με αντικείμενο το ιστορικά «βασανιστικό» ζήτημα: Κίνημα και Κόμμα.
Εκεί οριστικοποιήθηκαν τα συμπεράσματα μιας γόνιμης συζήτησης που είχε από νωρίτερα αρχίσει μέσα στους κύκλους του διεθνούς κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Προέκυπτε ένας νέος όρος αυτοπροσδιορισμού του «χώρου» μας, ο όρος «ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά».
Δεν ήταν βυζαντινισμός στην ονοματολογία. Ήταν αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης των νέων συνθηκών που διαμορφώθηκαν στο τέλος του μεγάλου 20ού αιώνα: Του πολιτικού κενού που δημιουργούσε η διαλυτική κρίση των κομμουνιστικών αλλά και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Της ιδιαίτερης επιθετικότητας του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της συγκεκριμένης μορφής του καπιταλισμού στην εποχή μας. Της δυνατότητας, αλλά και της αναγκαιότητας, για συστηματική ενότητα δράσης μεταξύ της Επαναστατικής Αριστεράς που είχε μαζικοποιηθεί μετά τον Μάη του ’68 και ρευμάτων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αριστερός-μαχητικός μεταρρυθμισμός ή «κεντρισμός», με δεδομένο ότι αυτά τα ρεύματα θα εξακολουθούσαν να έχουν διαφορετικές εμφάσεις στο κρίσιμο στρατηγικό δίλλημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση;».
Αυτή η διεύρυνση του πεδίου τακτικής και συμμαχιών και συνακόλουθα του «φάσματος» της αναγκαίας ενότητας στη δράση, δεν ακύρωνε ούτε υποβάθμιζε τη σημασία του πάντα κρίσιμου «στρατηγικού» διλλήματος: Ακόμα και σε μα «εποχή» όπου ο κόσμος μας παλεύει για αμυντικές μεταρρυθμίσεις, η επαναστατική μαρξιστική στρατηγική διατηρεί όλη την αξία της, ως οδηγός για το ποιες «μεταρρυθμίσεις» πρέπει να διεκδικηθούν και, κυρίως, με ποια τακτική αυτές μπορούν να κερδηθούν. Η εμπειρία αγώνων για αμυντικές «μεταρρυθμίσεις» που, όμως, μπορούν να νικήσουν μόνο με «επαναστατικές» τακτικές, υπήρξε μια πλατιά εμπειρία στην Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική και αλλού. Ο αντικαπιταλισμός υπήρξε και υπάρχει ως ένα πλατύ κοινωνικό ρεύμα, κατά πολύ ευρύτερο από την επιρροή των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς ή και του ριζοσπαστικού-μαρξιστικού πολιτικού χώρου.
Με αυτήν τη συλλογιστική, η ΔΕΑ θα επιθυμούσε να αντιμετωπιστεί η δοκιμασία των ευρωεκλογών, αλλά και γενικότερα η κρίσιμη συγκυρία που έχει διαμορφωθεί μέσα από τα εκλογικά αποτελέσματα του 2023, με τη συστηματική ενότητα δράσης ενός φάσματος δυνάμεων που αρχίζει από το ΜΕΡΑ25 και φτάνει ως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στο κίνημα και στον πολιτικό αγώνα, στο δρόμο και στην κάλπη, κυρίως στο «από τα κάτω», αλλά και στο «από τα πάνω» για να διευκολυνθεί το από τα κάτω… Δεν πρόκειται για το Ενιαίο Μέτωπο στην κλασσική μορφή, αλλά για τις αναγκαίες ενιαιομετωπικές πρακτικές στις συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής μας.
Η «στενότερη» συγκυρία, της έξαρσης των αγώνων (αγρότες-φοιτητές-απεργοί), αλλά και της διαλυτικής κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνει αυτήν την αναγκαιότητα. Η εικόνα αποσύνθεσης του συνεδρίου Κασσελάκη, η συντηρητική κατεύθυνση της Νέας Αριστεράς, η διαρκής αναμόχλευση των σεναρίων σοσιαλδημοκρατικής «ανασύνθεσης», αλλά και οι ψυχρολουσίες του ΚΚΕ στα ριζοσπαστικά ακροατήρια, όπως έδειξε ο συμφιλιωτισμός με τις ομοφοβικές ιδέες, είναι προειδοποιητικές ενδείξεις.
Δυστυχώς γνωρίζουμε ότι η ενότητα δράσης στο φάσμα που αναφέραμε δεν είναι σήμερα εφικτή. Οι καθόλα σεβαστές δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επαναλαμβάνοντας για μια ακόμα φορά τις αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος, ανακοίνωσαν ότι δεν συνεργάζονται με το ΜΕΡΑ25 και την ΛΑΕ. Πρόκειται για μια ρήξη με τη θετική πείρα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, και ειδικότερα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, που γίνεται πιο προβληματική αν συνυπολογίσουμε το ότι οι ευρωεκλογές θα είναι δοκιμασία επιρροής σε εθνική κλίμακα.
Μια από τις λίγες «οργανωτικές» αρχές του διεθνούς κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση ήταν η επιμονή στο «όποιος προσπαθεί να εξαιρέσει –αυτοεξαιρείται». Θα μπορούσε να είναι μια απάντηση στους συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δυστυχώς, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Πχ υπάρχουν κλαδικές ή τοπικές «ενοποιήσεις» δυνάμεων που θα πρέπει προσεκτικά να διαφυλαχθούν. Κυρίως, όμως, μια παρέμβαση στις ευρωεκλογές έχει ευρύτερες πολιτικές προϋποθέσεις.
Η θέση απέναντι στην ΕΕ και την Ευρωζώνη παραμένει κρίσιμη. Είναι αλήθεια ότι σήμερα δεν ζούμε στη «συνθήκη 2015», δεν γράφουμε κυβερνητικό πρόγραμμα. Κατά συνέπεια, πράγματι, τα συγκεκριμένα αιτήματα και οι συγκεκριμένοι αγώνες, έχουν προτεραιότητα. Όμως αυτά, όπως συνήθως, «φωτίζονται» ιδιαίτερα μέσα από τις στρατηγικές επιλογές. Η προοπτική της ρήξης και της εξόδου, από αντικαπιταλιστική-εργατική-διεθνιστική σκοπιά, παραμένει μια καθοριστική πολιτική επιλογή, που δεν πρέπει να αποκρύβεται ή να απωθείται. Και είναι απολύτως συνδεδεμένη με μια ακόμα πολιτική υποχρέωση: η αντίθεση στον πόλεμο, στους εξοπλισμούς, στις βάσεις κ.ο.κ. οφείλει να γενικεύεται στην υποστήριξη της ρήξης με το ΝΑΤΟ και τον ευρωατλαντισμό, ανεξάρτητα από τις σκοπιμότητες της «εθνικής πολιτικής» στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό.
Η καθυστέρηση στην κάλυψη των πολιτικών προϋποθέσεων επεκτείνεται, δυστυχώς, σε όλα τα επίπεδα. Η διαμόρφωση ενός συνεκτικού «μεταβατικού» προγράμματος δεν ισοδυναμεί με την επιλογή 5 ή 7 ή 10 σημείων, που ουσιαστικά είναι οι ενδεικτικοί τίτλοι. Μια πολιτική αντι-λιτότητας, για παράδειγμα, προϋποθέτει σαφείς ιεραρχήσεις για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, για αύξηση των κοινωνικών δαπανών, για δημόσιο έλεγχο των τιμών, για κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη μαζικής λαϊκής κατανάλωσης και –αναγκαστικά!– για βαρύτερη φορολόγηση στα κέρδη και στον συσσωρευμένο πλούτο. Αυτή είναι μια απάντηση πολύ διαφορετικά από μια αναφορά σε ένα «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα», που είναι μια σοσιαλδημοκρατική απάντηση και μάλιστα της δεκαετίας του 1990. Η καθυστέρηση στην ανάδειξη και στην αποδοχή τέτοιων επιλογών, λέει πολλές «αλήθειες» για το πού πράγματι βρισκόμαστε στο ερώτημα της προγραμματικής σύγκλισης.
Μια πολιτική συμμαχία, ακόμα και μια εκλογική συνεργασία, προϋποθέτει και μια σαφή, ειλικρινή και έντιμη «οργανωτική» συμφωνία. Αυτή δεν μπορεί να ταυτίζεται με μια «ευρύχωρη» διαμόρφωση του ψηφοδελτίου μιας –οποιασδήποτε!– από τις υπάρχουσες δυνάμεις. Και δυστυχώς μια τέτοια συμφωνία δεν έχει προκύψει, με την απαραίτητη σαφήνεια και πειστικότητα, παρότι απέχουμε ελάχιστες πλέον εβδομάδες από την υποχρέωση της κατάθεσης των ευρωψηφοδελτίων.
Η ΔΕΑ δεν έχει αντίρρηση στο να συνεχιστεί ο σχετικός διάλογος. Σε αυτήν την προσπάθεια θεωρούμε ότι θα ήταν ιδιαίτερα βοηθητικός ένας συνεκτικός «πόλος» που μπορούν να συγκροτούν οργανώσεις όπως η Αναμέτρηση, οι ΑΡΑΝ/Κ-Σχέδιο, η ΔΕΑ, αλλά και άλλες δυνάμεις όπως το Ξεκίνημα, η ΑΠΟ και οι ανένταχτοι αγωνιστές/στριες που ξεχώρισαν με τις παρεμβάσεις τους. Δεν θα πρέπει όμως να επιτρέψουμε (στον εαυτό μας και άλλους) ένα σημαντικό λάθος: να γίνουν ενόψει των ευρωεκλογών βιαστικές, ή υπό τον εκβιασμό των συνθηκών, επιλογές, που θα τραυματίζουν τις δυνατότητες στην επόμενη μέρα.
Οι ευρωεκλογές είναι μια σημαντική πολιτική μάχη, αλλά όχι η κρίσιμη και καθοριστική.