Οι συνθήκες ενός διαρκούς οικονομικού αδιεξόδου και μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης/αστάθειας, προκαλούν αναταράξεις που συνηθίζεται να κωδικοποιούνται με τη φράση «εποχή γεμάτη κινδύνους αλλά και ελπίδες». Το φαινόμενο είναι διεθνές. Αλλά στην Λατινική Αμερική αυτό το φαινόμενο εκδηλώνεται στην πιο οξεία μορφή του.
Στο φόντο των μεγάλων αντι-νεοφιλελεύθερων αγώνων στις αρχές του 21ού αιώνα (εξεγέρσεις σε Βολιβία, Εκουαδόρ, Αργεντινή, μαζική πάλη ανατροπής του πραξικοπήματος και του εργοδοτικού λοκάουτ στη Βενεζουέλα), ανέβηκαν στην κυβερνητική εξουσία δυνάμεις που καθοδήγησαν μια (μερική ή πιο προχωρημένη) απομάκρυνση από το νεοφιλελευθερισμό.
Το λεγόμενο «ροζ κύμα» συνέπεσε με ένα «ευνοϊκό φεγγάρι» ανοδικής έκρηξης στις τιμές των τροφίμων και πρώτων υλών.
Σε αυτό το φόντο, οι κυβερνήσεις προσανατολίστηκαν στην κλιμάκωση της εξορυκτικής στρατηγικής και στην εντατική αγροκαλλιέργεια, αμφότερες με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η στρατηγική αυτή προκάλεσε τεράστια οικολογική ζημιά, ακύρωσε τη δυνατότητα μετασχηματισμών στο μοντέλο ανάπτυξης, οδήγησε σε υπερβολική εξάρτηση από τις διακυμάνσεις στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, αλλά απέφερε μια μαζική εισροή εσόδων και ξένου συναλλάγματος που επέτρεψε στα κράτη να προχωρήσουν σε κοινωνικές πολιτικές και μέτρα αναδιανομής, χωρίς να χρειαστεί να επιτεθούν στις ντόπιες αστικές τάξεις (με φορολογία ή απαλλοτριώσεις).
Με την οικονομική κρίση του 2008 και κυρίως με την ετεροχρονισμένη εμφάνισή της στην υπο-ήπειρο μετά το 2013, η ραγδαία πτώση των τιμών και των εσόδων, έφερε και το τέλος των αναδιανεμητικών πολιτικών. Ενώ το μοντέλο ανάπτυξης είχε διατηρήσει την περιοχή ευάλωτη στις παραδοσιακές της κρίσεις (χρέος, πληθωρισμός κ.ο.κ.) που επέστρεψαν με ισχύ.
Οι «ροζ κυβερνήσεις» είχαν μπει σε τροχιά αποξένωσης της κοινωνικής τους βάσης που οδήγησε σε εκλογικές ήττες ή τις κατέστησε ευάλωτες/ανυπεράσπιστες απέναντι σε «θεσμικά πραξικοπήματα», κατά το κύμα «δεξιάς παλινόρθωσης» που εκδηλώθηκε γύρω στο 2015. To 2018, η νίκη του νεοφασίστα Μπολσονάρο αποτέλεσε την πιο απειλητική έκφραση αυτής της αντιδραστικής πλημμυρίδας.
Όμως το 2019 χαρακτηρίστηκε από την μαζική επιστροφή της μαχητικής, εξωκοινοβουλευτικής δράσης, με τις εξεγέρσεις σε Χιλή-Εκουαδόρ-Περού- Κολομβία, την πάλη ενάντια στο πραξικόπημα στη Βολιβία, αγώνες ενάντια στον Μάκρι στην Αργεντινή (που οδήγησαν και στην εκλογική του ήττα), που ανέκοψαν/επιβράδυναν την συντηρητική αντεπίθεση.
Το εκλογικό εκκρεμές κινήθηκε πάλι προς τα αριστερά. Είτε με την επιστροφή των παλιών «προοδευτικών» κυβερνήσεων (σε Βολιβία, Αργεντινή, Βραζιλία), είτε με τη μετεωρική εκτόξευση νέων δυνάμεων στην κυβερνητική εξουσία (Χιλή, Κολομβία, Περού), είτε με την τελική εκλογική δικαίωση δυνάμεων που πάσχιζαν για χρόνια να μπουν σφήνα στα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα (Μεξικό).
Όμως το νέο αυτό κύμα προοδευτικών/αριστερών κυβερνήσεων δείχνει πιο «χλωμό» και από το προηγούμενο, συχνά εξαρτάται από συνεργασίες με αστικές δυνάμεις για να ανέλθει ή για να παραμείνει στην κυβερνητική εξουσία και επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις εκ δεξιών επιθέσεις με κοινοβουλευτική μετριοπάθεια/συναίνεση, σε ένα διαφορετικό περιβάλλον οξείας κρίσης όπου πλέον είναι αδύνατο «να είναι υπέρ των φτωχών, χωρίς να είναι κατά των πλουσίων».
Σε αυτόν τον ασταθή συσχετισμό, της αδυναμίας όλων των πολιτικών/κοινωνικών δυνάμεων να επιβάλουν τις λύσεις τους, αναδύεται μια «νέα ακροδεξιά».
Εκφράζει τα αντιδραστικά ανακλαστικά «αντεπίθεσης»: Της Ευαγγελικής Εκκλησίας ενάντια στην άνοδο του φεμινισμού, των αγροκτηνοτροφικών-εξορυκτικών συμφερόντων ενάντια στην ιθαγενική-οικολογική μαχητικότητα, των λευκών μεσοστρωμάτων ενάντια στην αυξημένη πολιτική-κοινωνική ορατότητα των φτωχότερων «αφρο», της επιθυμίας για «τάξη και ασφάλεια» απέναντι στις κοινωνικές εκρήξεις του 2019. Με αυτά τα «καύσιμα»,επιχειρεί να πείσει τους καπιταλιστές ότι αποτελεί τη μοναδική εγγύηση για την πειθάρχηση των «επικίνδυνων τάξεων», σε μια εποχή που απαιτεί μέτρα «οικονομικού πολέμου».
Απέναντι σε αυτή την νέα απειλή, υπάρχουν δυνατότητες αντίστασης, όπως το πιστοποιεί η σύγχρονη ιστορία της περιοχής, αλλά και πιο πρόσφατα παραδείγματα (πχ. εκλογική ήττα του Μπολσονάρο). Το ζητούμενο είναι ξαναπιάσουν οι λαοί της Λατινικής Αμερικής το νήμα των μεγάλων εξωκοινοβουλευτικών τους αγώνων και να προκύψει μια Αριστερά που θα μπορέσει να τους ενώσει και να τους δώσει στρατηγική προοπτική, πέρα από την ήττα της ακροδεξιάς ή επιμέρους θεσμικές αλλαγές.
Ένας νέος πολιτικός κύκλος στη Χιλή;
(Ολόκληρο στο RProject.gr)
Των Πάμπλο Αμπουφόμ και Φρανκ Γκοντισό
Οι εκλογές της Κυριακής σημαδεύουν το τέλος ενός πολιτικού κύκλου. Στην καρδιά των δύο δημοψηφισμάτων μπορούν να εντοπιστούν κάποια παράδοξα στοιχεία συνέχειας ανάμεσα στα δύο αποτελέσματα… Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να εντοπίσουμε ότι η ψήφος «ενάντια σε κάτι» βάρυνε περισσότερο από την ψήφο «για κάτι». Αυτό δείχνει μια κατάσταση εθνικού πολιτικού αδιεξόδου, στο οποίο κανένα από τα αντιμαχόμενα υποκείμενα δεν κατορθώνει να επιβάλει το πρόγραμμά του ή να πείσει τον πληθυσμό για τις δικές του προτάσεις ώστε να βάλει τέλος στην κρίση. Ούτε η μαζική έκρηξη του λαού τον Οκτώβρη του 2019, ούτε η αντινεοφιλελεύθερη πλειοψηφία της Συντακτικής Συνέλευσης του 2021, ούτε ο προοδευτισμός στην κυβέρνηση μετά το 2022, ούτε η Πινοσετική πλειοψηφία του Συνταγματικού Συμβουλίου του 2023: Καμία από αυτές τις εκφράσεις της κρίσης δεν παρουσίασε μια διέξοδο από αυτήν.
Σε αυτή την κατάσταση, η βασική απειλή για τα λαϊκά στρώματα στη Χιλή είναι η επιτυχημένη ανάδυση μιας πολιτικής δύναμης της ακροδεξιάς που θα κατορθώσει να κεφαλαιοποιήσει τις ήττες όλων των υποκειμένων που προαναφέρθηκαν…
Μπροστά σε αυτό το τρομακτικό σενάριο, η Αριστερά και τα κοινωνικά, φεμινιστικά, λαϊκά κινήματα έχουν την υποχρέωση να βγάλουν στρατηγικά συμπεράσματα από τα τελευταία 4 χρόνια.
Αφενός, η προγραμματική μετριοπάθεια που εκπροσωπεί το κυβερνητικό κόμμα είχε ως αποτέλεσμα την απογοήτευση της εκλογικής του βάσης και την εγκατάλειψη των μεθόδων της λαϊκής κινητοποίησης για να αντιμετωπιστεί έτσι το νομοθετικό μπλοκάρισμα που προκαλεί η αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο.
Όποτε αντιμετωπίζει πεισματική αντίσταση στη Βουλή, η κυβέρνηση προτιμά να εγκαταλείπει τις επιδιώξεις για μεγάλες αλλαγές και καταλήγει να «πετυχαίνει» την κοινοβουλευτική έγκριση των πολιτικών σχεδίων της μόνο αφού αυτά έχουν απογυμνωθεί από την αρχική τους πρόθεση. Αυτό στέλνει ένα καθαρό μήνυμα: σε εποχές κρίσης, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πέρα από την προγραμματική κατρακύλα. Δεν τίθεται στο τραπέζι η δυνατότητα υποστήριξης ενός προγράμματος αλλαγών μέσα στην κοινωνική βάση, καλώντας την να κινητοποιηθεί.
Έχοντας αυτή την αντίληψη, η κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει ακριβώς κι αυτό το ελάχιστο που μπορεί να κάνει σε εποχές κρίσεις και κοινοβουλευτικού αδιεξόδου: να χρησιμοποιήσει αυτό το μικρό κομμάτι εξουσίας που διαθέτει για να επιβάλει μια ανοιχτή σύγκρουση πάνω στα προγράμματα και να παρουσιαστούν με σαφήνεια οι απόψεις των ανταγωνιζόμενων υποκειμένων. Αντί γι’ αυτό, προτίμησε να αναβαπτίσει την ελιτιστική, υψηλή «πολιτική συμφωνιών» χωρίς το λαό, που χαρακτήριζε την σοσιαλφιλελεύθερη κεντροαριστερά στην εποχή της μετάβασης από τη δικτατορία.
Από την άλλη, η Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα θα όφειλαν να αξιοποιήσουν αυτά τα κλεισίματα και ανοίγματα [κύκλων], για να προχωρήσουν σε μια βαθιά αυτοκριτική του οργανωτικού κατακερματισμού που επιφέρουν οι επιμέρους αγώνες, ο καθένας στο δικό του πεδίο ή γεωγραφική περιοχή, χωρίς να οικοδομείται ένας κοινός χώρος που θα αγωνιστεί για την εξουσία γύρω από ένα συνολικότερο πρόγραμμα και με ταξική ανεξαρτησία. Μια αξιοσημείωτη εξαίρεση σε αυτή την κατάσταση είναι η περίπτωση του φεμινισμού που έχει αναπτυχθεί γύρω από τη Φεμινιστική Γενική Απεργία που προωθεί ο Φεμινιστικός Συντονισμός 8Μ, που επιδιώκει να κάνει τον φεμινισμό ένα οικουμενικό όραμα που να μπορεί να απαντήσει προγραμματικά και οργανωτικά σε ένα ευρύτερο φάσμα πανεθνικών ζητημάτων.
Με κλασσικούς όρους, αυτός ο νέος κύκλος θα φέρει την Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα αντιμέτωπα με το πρόβλημα της οικοδόμησης κόμματος, με την έννοια της ανάπτυξης μιας πολιτικής δύναμης ικανής να καταφέρει ενιαία χτυπήματα σε μια κοινή κατεύθυνση. Αυτό προϋποθέτει, καταρχήν, να εντοπιστούν οι λόγοι που η Εξέγερση του Οκτώβρη δεν κατάφερε να επιβάλει με τα δικά της μέσα τους όρους επίλυσης της κρίσης, και γιατί υποχρεώθηκε να μεταλλαχθεί σε μια συντακτική διαδικασία που συμφωνήθηκε και σχεδιάστηκε από το κοινοβούλιο.
Πριν σπεύσουμε να κατηγορήσουμε τους «προδότες» στην κυβέρνηση που διαστρέβλωσαν τη δυνατότητα της κοινωνικής εξέγερσης, το κλείσιμο αυτού του κύκλου μας υποχρεώνει να σκεφτούμε τις δικές μας αδυναμίες: Μια παράθεση σκόρπιων κοινωνικών αιτημάτων χωρίς αναφορά στο κοινό νήμα των δομικών αιτιών της κρίσης του Χιλιανού/παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ένα αρχιπέλαγος οργανώσεων χωρίς κοινή δραστηριότητα πέρα από την κινητοποίηση στο δρόμο. Η έλλειψη δεσμών ανάμεσα στον πυρήνα των οργανωμένων αγωνιστών-στριών και την ευρύτερη κινητοποιημένη μάζα. Η επιμονή σε παραδοσιακές, περιορισμένης κλίμακας μορφές οργάνωσης που δεν ήταν ικανές να αξιοποιήσουν την μαζική λαϊκή έκρηξη της εξέγερσης προς νέες εναλλακτικές πολιτικές αναφορές με πανεθνική παρουσία.
Αν η βασική απειλή για το λαϊκό στρατόπεδο στη Χιλή σήμερα είναι η άνοδος της ακροδεξιάς, τότε το άμεσο καθήκον είναι να εντοπίσουμε όλους τους τρόπους με τους οποίους είναι εφικτό να φρενάρουμε και να αντιπαλέψουμε αυτή την οπισθοδρομική διαδικασία. Πιστεύουμε ότι αυτό περιλαμβάνει κυρίως μια επανεμφάνιση εκείνων των αιτημάτων που μπορούν να βγάλουν την εργατική τάξη της Χιλής από την αυξανόμενη επισφάλεια που βιώνει, και μια πολιτική δύναμη που θα συνδέει αυτές τις λύσεις με μια αφήγηση βαθύτατου μετασχηματισμού, ως τις ρίζες, σε ρήξη με το υπάρχον πολιτικό και οικονομικό καθεστώς.
Αν ο Καστ και άλλες εκφράσεις του Χιλιανού νεοφασισμού εκπροσωπούν μια διέξοδο από την κρίση με συντηρητικά, αυταρχικά κι εθνικιστικά χαρακτηριστικά που ενισχύουν το καθεστώς, τότε ο δρόμος για την Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα οφείλει να είναι ο δρόμος των κοινωνικών αγώνων και των ταξικών συγκρούσεων σε αντικαπιταλιστική, φεμινιστική και οικοσοσιαλιστική βάση, που θα στοχεύει να «ανατινάξει» τις αιτίες της κρίσης, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει τα πιο άμεσα συμπτώματά της με βραχυπρόθεσμες υλικές λύσεις. Χωρίς αυτόν το συνδυασμό, η ακροδεξιά θα συνεχίσει να έχει το ελεύθερο να πείθει τα λαϊκά στρώματα ότι ο σημερινός προοδευτισμός δεν είναι με το μέρος τους και ότι μόνη λύση είναι στηριχθούν στο δικό της πρόγραμμα, του ανταγωνισμού των προτελευταίων ενάντια στους τελευταίους.
Αργεντινή: Η έφοδος του Μιλέι, η εργατική αντίσταση και οι πρώτες αναποδιές για τον ακροδεξιό πρόεδρο
Γ νωρίζοντας τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε η «θεραπεία σοκ» την οποία είχε υποσχεθεί προεκλογικά ο ακροδεξιός «ελευθεριακός αντικρατιστής» Χαβιέ Μιλέι, προώθησε νωρίς στη θητεία του ένα δρακόντειο νομοσχέδιο που περιορίζει ασφυκτικά τις δυνατότητες κινητοποίησης στο δρόμο. Οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είχαν καλέσει μια πρώτη απογευματινή διαδήλωση στις 20 Δεκέμβρη, που συγκέντρωσε πολλές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, ως μια πρώτη απάντηση στο κλίμα τρομοκρατίας που ήθελαν να επιβάλουν τα κατασταλτικά μέτρα.
Μετά το τέλος αυτής της διαδήλωσης, στις 9 το βράδυ, ο Μιλέι έβγαλε τηλεοπτική διάγγελμα όπου ανακοίνωσε ένα προεδρικό διάταγμα «επείγουσας εθνικής ανάγκης» που αφορά πάνω από 350 παρεμβάσεις στην οικονομία, καταργώντας προστασίες (σε ενοικιαστές, σε καταναλωτές, σε μητέρες εργαζόμενες), περιορισμούς (στις εξαγωγές), επιδοτήσεις (σε ενέργεια, συγκοινωνίες), εργατικά δικαιώματα (ωράριο) και ανοίγοντας το δρόμο σε ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων οργανισμών. Η προεκλογική υπόσχεση να πάρει «αλυσοπρίονο» δεν ήταν δημαγωγία…
Με τη λήξη του διαγγέλματος, τα πρώτα κατσαρολικά άρχισαν να χτυπάνε στα μπαλκόνια. Σύντομα οι «κατσαρολάδες» βγήκαν στο δρόμο, απέκλεισαν οδούς και άρχισαν να πορεύονται από κάθε γειτονιά του Μπουένος Άιρες προς το κτίριο του Κογκρέσου, όπου συνενώθηκε αυθόρμητα ένα τεράστιο πλήθος, φωνάζοντας «Paro, paro, paro–parogenerale!» («Απεργία, απεργία, απεργία – Γενική Απεργία!»). Την επομένη διαδήλωσε το νοσηλευτικό προσωπικό και οι εργάτες στα ελαστικά, επίσης ζητώντας απεργία, ενώ την επομένη διαδήλωσαν οι άνεργοι και αργότερα οι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι «κατσαρολάδες» συνεχίστηκαν, αν και σε μικρότερα μεγέθη.
Εν τω μεταξύ, ο Μιλέι παρουσίασε ένα νέο, αντίστοιχου ούλτρα-νεοφιλελεύθερου περιεχόμενου, πολυνομοσχέδιο 600 άρθρων για εισαγωγή στο Κογκρέσο.
Μια γενική απεργία στις 24 Γενάρη υπήρξε μεγάλη και πολύ πετυχημένη, δείχνοντας τη διάθεση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης στην Αργεντινή να αντιπαρατεθούν αποφασιστικά με την ατζέντα Μιλέι. Όμως η CGT δεν ανακοίνωσε κανένα βήμα συνέχειας. Το βάρος σήκωσαν για άλλη μια φορά οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, οι κοινωνικές οργανώσεις που βρίσκονται γύρω τους και κάποια πρωτοπόρα σε αυτήν τη μάχη τμήματα (πχ πολιτισμός), καλώντας σε διαδήλωση έξω από τη Βουλή τη μέρα συζήτησης του πολυνομοσχεδίου.
Υπό την πίεση αυτού του κλίματος «απέξω» αλλά και στο φόντο ενδο-αστικών διαφωνιών για την τακτική «σοκ και δέος», η πρώτη έφοδος του Μιλέι αντιμετώπισε προβλήματα.
Το πολυνομοσχέδιο πρώτα ψαλιδίστηκε στη διάρκεια των κοινοβουλευτικών διαπραγματεύσεων (έμειναν 250 από τα 600 άρθρα) με τα άλλα κεντρώα και δεξιά κόμματα. Αφού εγκρίθηκε αυτή η μορφή επί της αρχής, η πλειοψηφία του Κογκρέσου καταψήφισε πάρα πολλά από τα επιμέρους άρθρα και ο Μιλέι απέσυρε το πολυνομοσχέδιο στο σύνολό του, που πλέον θεωρείται «νεκρό», καθώς ακυρώθηκαν και όσα άρθρα είχαν υπερψηφιστεί.
Ο Μιλέι, που κέρδισε την προεδρία αλλά το κόμμα του εξέλεξε ελάχιστες έδρες, βρίσκεται μπροστά σε σταυροδρόμι. Είτε θα εργαστεί πιο σταδιακά και μεθοδικά, με ψαλιδισμένες τις αρχικές φιλοδοξίες αλλά με στόχο να διευρύνει την υποστήριξή του και στους κεντρώους/κεντροδεξιούς (έχει τη στήριξη τμήματος της Δεξιάς, που όμως του εξασφαλίζει μόνο το 1/3 των εδρών). Είτε θα πάει σε μια μετωπική σύγκρουση και στην κοινωνία (με την ιδέα για δημοψήφισμα) και στο κράτος (με κλιμάκωση των αντιδημοκρατικών πρακτικών και συνταγματική εκτροπή).
Προς το παρόν αναπληρώνει τις αποτυχίες του με ακροδεξιές ιδεολογικές κινήσεις, όπως η απαγόρευση «της χρήσης συμπεριληπτικής ή άφυλης γλώσσας» στο δημόσιο τομέα!
Το ζητούμενο είναι να μην μείνει το εργατικό κίνημα παρατηρητής των θεσμικών προβλημάτων και των αποτυχιών του ακροδεξιού προέδρου, γιατί αυτές μπορεί να αποδειχθούν εφήμερες ή και πρελούδιο ακόμα πιο επικίνδυνων εξελίξεων. Αλλά να αξιοποιήσει τις αποτυχίες της κυβέρνησης, για να εξαπολύσει μια δική του επίθεση, που μπορεί να βαθύνει την κρίση της αλλά και να εγγυηθεί μια αποτελεσματική «από τα κάτω» άμυνα απέναντι σε πιθανή εκτροπή.