Τα τύμπανα του πολέμου έχουν αρχίσει να χτυπάνε και η εξοπλιστική φρενίτιδα στην Ευρώπη δίνει τον τόνο.

Στον ρευστό διεθνή συσχετισμό μεταξύ των ιμπεριαλιστικών «μπλοκ» η ΕΕ αποφασίζει να προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα επανεξοπλισμού άνευ προηγουμένου. Το διαβόητο πρόγραμμα Re-Arm Europe, θα διαθέσει πόρους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ σε όπλα και συνολικά εξοπλιστικές δαπάνες, καταργώντας προσωρινά δημοσιονομικούς περιορισμούς και κόφτες, που έχουν συρρικνώσει τις δαπάνες για κοινωνικές ανάγκες.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει καταστήσει το ελληνικό κράτος «πρωτοπόρο» στις εξοπλιστικές δαπάνες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Μητσοτάκης έχει προσπαθήσει να παρουσιάσει το ευρωπαϊκό εξοπλιστικό πρόγραμμα και ως αποτέλεσμα δικών του πιέσεων για ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Είναι αλήθεια ότι έχει ανοίξει δρόμο: το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια δαπανά πάνω από 3% του ΑΕΠ για εξοπλισμούς. Από το εξοπλιστικό πρόγραμμα των 10 δισ. που είχε θέσει σε εφαρμογή η κυβέρνηση από την προηγούμενη θητεία της, προχωράει σε νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ, το οποίο θα κοστίσει 25 δισ. ευρώ. Λεφτόδεντρα υπάρχουν μόνο για τις πολεμικές δαπάνες.
Το «πάρτυ» των καπιταλιστών
Οι σειρήνες του νέου εξοπλιστικού προγράμματος ήχησαν στα αυτιά των ελλήνων καπιταλιστών που βλέπουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να κάνουν χρυσές δουλειές με δημόσιο χρήμα και να αυξήσουν ακόμα περισσότερο την κερδοφορία τους. Ήδη με τις εξαγγελίες του Re-Arm Europe υπήρξαν δημόσιες τοποθετήσεις τόσο του Μυτιληναίου (ΜΕΤΚΑ) όσο και του Ροζολή (από το Σύνδεσμο Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού -ΣΕΚΠΥ) που απαιτούσαν τη γενναία συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στο νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Γιατί μπορεί αφενός οι αμυντικές δαπάνες να είναι σταθερά πάνω από 3% του ΑΕΠ όμως η συμβολή της αμυντικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ κινούταν στο 0.5%. Υπήρξε σοβαρή πίεση του πολεμικού κεφαλαίου να λάβει μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Στα τέλη Απριλίου, η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις πιέσεις και οργάνωσε σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των μεγάλων κρατικών εταιρειών (ΕΑΒ, ΕΑΣ), των ναυπηγείων Σκαραμαγκά, Σαλαμίνας και Ελευσίνας, καθώς και πληθώρας ιδιωτικών επιχειρήσεων κάθε μεγέθους –από τη Βιοχάλκο και τη ΜΕΤΚΑ, έως τον Όμιλο Σαρακάκη, τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, την Aeroservices, τον Όμιλο EFA, την Intracom Defense, τη MILTECH, την Prisma Electronics και τη Sotiria Technology.
Πολλές από αυτές ήδη έχουν κάνει χρυσές πολεμικές δουλειές. Η METLEN του Μυτιληναίου, επεκτείνει το εργοστάσιο της στο Βόλο για να κατασκευάσει γαλλικά οχήματα μάχης, παρουσιαζόμενη ως πολύ δυνατός παίχτης στο μοίρασμα των εξοπλιστικών. Η Βιοχάλκο του Στασινόπουλου έχει προμηθεύσει τον αμερικάνικο στρατό με δεκάδες χιλιάδες βλήματα και εξετάζει την περαιτέρω εμπλοκή της με την παραγωγή αλουμινίων για πολεμικά πλοία και πολεμικά αεροσκάφη. Η Intracom Defense, έχει αγοραστεί από την Ισραηλινή ετιαρεία ΙΑΙ που εξειδικεύεται σε συστήματα αεράμυνας και παίζει καταλυτικό ρόλο στη σφαγή του Παλαιστινιακού λαού στη Γάζα. Πέρα από τις προαναφερθείσες εταιρείες, υπάρχουν και άλλες που διεκδικούν μερίδιο από τα πολεμικά κονδύλια. Τέτοια είναι η Οnex, που έχει τα ναυπηγεία στο Σκαραμαγκά και στο Νεώριο της Σύρου. Είναι η εταιρεία η οποία έχει σύρει στα δικαστήρια με αγωγές SLAPP μέλη του Παρατηρητηρίου Ποιότητας Περιβάλλοντος Σύρου, για τις διαμαρτυρίες τους σε σχέση με τις πρακτικές της ετιαρείας ενάντια στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Σε αυτά αξίζει να προστεθεί και η ενδεχόμενη εμπλοκή της αμερικάνικης εταιρείας παραγωγής οπλικών συστημάτων Lockheed Martin, η οποία πιθανολογείται πως θα καταθέσει πρόταση εξαγοράς της ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία).
Πέρα από τις εταιρείες της λεγόμενης «αμυντικής» βιομηχανίας συμμετείχαν και εταιρείες μεταλλουργίας, υποδομών-κατασκευών, πληροφορικής και σύμφωνα με δημοσιεύματα του οικονομικού Τύπου εκδηλώνεται ενδιαφέρον και από εταιρείες παραγωγής καυσίμων και ενέργειας. Για να μπορέσει να υλοποιηθεί ένα τέτοιο εξοπλιστικό πρόγραμμα θα πρέπει να υπάρχει ένα σημαντικό υποστηρικτικό δίκτυο που θα αφορά τη μεταφορά και αποθήκευση πρώτων υλών και προϊόντων, τις ενεργειακές παροχές, την ψηφιακή οργάνωση. Θα δημιουργηθεί δηλαδή άλλη μια μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, άμεσα συνδεδεμένη με τις εξοπλιστικές δαπάνες.
Εάν συνυπολογιστεί και η αναβάθμιση των τελευταίων χρόνων των ΝΑΤΟϊκών βάσεων στην Ελλάδα, η προοπτική φαντάζει εφιαλτική. Όλη η χώρα θα μετατραπεί σε ένα πολεμικό εργοστάσιο. Το μεγάλο μιλιταριστικό project θα πρέπει να εξυπηρετηθεί πάση θυσία και τομείς της οικονομίας και της παραγωγής θα δουλεύουν σε αυτή την κατεύθυνση κατά προτεραιότητα. Άρα αυτές θα είναι οι προτεραιότητες στις μεταφορές, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στην πρωτογενή παραγωγή που θα αφορούν και τη δουλειά δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων. Αυτή η προτεραιότητα θα σημαίνει ακόμα σκληρότερη λιτότητα, καθώς η υγεία, η παιδεία και γενικότερα η κάλυψη των κοινωνικών αναγκών θα αποτελεί τροχοπέδη για την πολεμική βιομηχανία.
Ο επικίνδυνος μύθος
της πολεμικής ανάπτυξης
Η παγκόσμια στροφή στην πολεμική οικονομία προσπαθεί ουσιαστικά να επιλύσει το πρόβλημα υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων που δεν μπορούν να επενδυθούν παραγωγικά, πάνω στο έδαφος της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και των πολεμικών συγκρούσεων. Τεράστια κεφάλαια κατευθύνονται στην πολεμική βιομηχανία σε βάρος των κοινωνικών αναγκών, παίζοντας με τον κίνδυνο του πολέμου. Αυτή η επιλογή χρειάζεται την ανάπτυξη μιας αισχρής επιχειρηματολογίας που να διεκδικεί μια κάποια κοινωνική συναίνεση. Ήδη, έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχει ξοδευτεί πολύς τηλεοπτικός χρόνος για να παρουσιαστεί το εξοπλιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης ως εθνική επιτυχία και ως αναβάθμιση της αμυντικής ικανότητας της χώρας. Όσο και να επενδύουν στον εθνικισμό και την «εθνική υπερηφάνεια» η σκληρή κοινωνική πραγματικότητα λέει ότι για την πλειοψηφία των εργαζομένων ο μισθός δε φτάνει μέχρι το τέλος του μήνα.
Το αφήγημα που επιστρατεύεται είναι αυτό της (πολεμικής) ανάπτυξης και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Παρουσιάζεται ότι ο μιλιταρισμός μπορεί να έχει οικονομικά οφέλη και μάλιστα για τις/ους εργαζόμενες/ους. Πράγματι, βραχυπρόθεσμα θα μπορούσαν να υπάρχουν κάποια οφέλη από την όποια μιλιταριστική ανάπτυξη και από τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Όμως, αυτά τα «οφέλη» θα ήταν και μικρής διάρκειας και θα ήταν πολύ μικρότερα από τα τεράστια κέρδη που προμηνύονται για τους καπιταλιστές. Επιπλέον, θα σήμαινε την αποδοχή, ότι για να μπορούμε να έχουμε ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο θα πρέπει να εργαζόμαστε για την προοπτική του πολέμου και των πολεμικών συγκρούσεων, για την προοπτική δηλαδή της σφαγής και της εξόντωσης των εργαζομένων για τα κέρδη των καπιταλιστών και της πολεμικής οικονομίας. Αυτό με τη σειρά του θα σήμαινε και την ανάλογη πειθαρχία στους κανόνες της πολεμικής οικονομίας πολιτικά και κοινωνικά.
Για την κοινωνική πλειοψηφία, για τον κόσμο που ζει από τη δουλειά του, τα μιλιταριστικά σχέδια ανάπτυξης δεν έχουν να προσφέρουν καμία απολύτως προοπτική πέρα από την εφιαλτική του πολέμου και της ακόμα μεγαλύτερης συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών υπηρεσίων. Απέναντι στους εξοπλισμούς χρειάζεται να προτάξουμε τις εργατικές και κοινωνικές ανάγκες, την αλληλεγγύη και την ειρήνη μεταξύ των λαών για να μπορέσουμε να αντιμετώπισουμε τα πολεμοκάπηλα σχέδια των καπιταλιστών.