80 χρόνια από τη συντριβή του ναζισμού

Σ τις 8 Μαΐου του 1945 τιθόταν σε ισχύ στο Βερολίνο (ώρα 11 κεντρικής Ευρώπης, ενώ στη Μόσχα ήταν πλέον 9 Μαΐου) το σύμφωνο παράδοσης της ναζιστικής Γερμανίας στις στρατιωτικές δυνάμεις των Συμμάχων. Ο Χίτλερ είχε ήδη αυτοκτονήσει στις 30 Απριλίου. Ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος θα τελείωνε τυπικά στις 14 Αυγούστου του 1945, με την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας. Η παράδοση της Ιαπωνίας τέθηκε επισήμως σε ισχύ στις 2 Σεπτέμβρη.
Ήταν το τέλος μιας φοβερής ανθρωποσφαγής, με πολλές δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς, ακόμα περισσότερους σακατεμένους και μια ανείπωτη καταστροφή των πόλεων και των υποδομών κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και στην Ασία. Στο ζήτημα της καταγραφής των απωλειών, στο μεταπολεμικό κόσμο κυριάρχησαν οι πολιτικές σκοπιμότητες, με την κάθε μεγάλη δύναμη να αυξομειώνει κατά καιρούς τους αριθμούς των «δικών της» νεκρών, ανάλογα με το αν επιδίωκε να μεγεθύνει το κόστος της συμμετοχής της στη «νίκη» ή φρόντιζε να μειώσει τις ευθύνες για τις αποφάσεις και τον συγκεκριμένο τρόπο συμμετοχής σ’ αυτό το γενικευμένο σφαγείο.
Πολλά ρεύματα μέσα στην Αριστερά περιγράφουν τον ΒΠΠ ως έναν «αντιφασιστικό πόλεμο» που κατέληξε σε μια «μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών». Πρόκειται για μια μονομερή ανάλυση, που αναπαράγει την άποψη της σταλινικής ηγεσίας στην ΕΣΣΔ και στην 3η Διεθνή όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την 22/6/1941 (ημερομηνία αρχής της γερμανικής επίθεσης στην ΕΣΣΔ) και αποφεύγει συστηματικά κάποια «καυτά» ζητήματα των πολεμικών εξελίξεων (πχ Γιάλτα), ενώ αποτυγχάνει πλήρως να εξηγήσει τη συγκεκριμένη κατάληξη του πολέμου, με τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ, με τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού σε μεγάλο τμήμα της κατεστραμμένης Ευρώπης και τη διαμόρφωση της νέας «ανταγωνιστικής ισορροπίας» που χαρακτήρισε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Το ΚΚΕ για τον χαρακτήρα του πολέμου
Το ΚΚΕ που υπήρξε για δεκαετίες η κεντρική «σχολή» διαμόρφωσης αυτής της άποψης, επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις σε όσους συνεχίζουν αμέριμνοι να την παπαγαλίζουν. Μια ενδιαφέρουσα έκδοση της Σύγχρονης Εποχής που παρουσιάζει τα «Ντοκουμέντα των Συμμαχικών Διασκέψεων του ΒΠΠ» (Γιάλτα-Μόσχα-Τεχεράνη-Πότσνταμ), συνοδεύεται με μια εκτενή ανάλυση του ΠΓ του ΚΚΕ (Νοέμβρης 2024), που επιχειρεί να «τακτοποιήσει» πολιτικά το συγκλονιστικό υλικό των διαπραγματεύσεων μεταξύ των μελλοντικών νικητών με τις υπογραφές των Ρούζβελτ-Τσόρτσιλ-Στάλιν.
Το ΠΓ του ΚΚΕ υπογραμμίζει από την αρχή: «Ο χαρακτήρας του ΒΠΠ ήταν ιμπεριαλιστικός από τη μεριά όλων των καπιταλιστικών κρατών, είτε ήταν ενταγμένα στις δυνάμεις του Άξονα, είτε στις δυνάμεις του αντιχιτλερικού αντιφασιστικού στρατοπέδου… Ο ανταγωνισμός αφορούσε το μοίρασμα αγορών, εδαφών και πηγών πρώτων υλών με σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών των μονοπωλίων. Υπεράσπιζαν ακόμα τις αποικίες τους και τα εδάφη υπό εντολή, που είχαν κληρονομήσει από τη μοιρασιά του επίσης ιμπεριαλιστικού ΑΠΠ. Σε αυτόν τον αγώνα δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται το στοιχείο της ταξικής πάλης, ανεξάρτητα αν αυτό διακηρυσσόταν ή όχι. Αντικειμενικά, η ταξική πάλη οξύνθηκε σε όλα τα πεδία, το οικονομικό, το ιδεολογικό, το πολιτικό» (Ντοκουμέντα, σελ. 7). Η εκτίμηση αυτή είναι σωστή: Ο ΒΠΠ υπήρξε «συνέχεια» του ΑΠΠ, της προηγούμενης ανθρωποσφαγής που ο Λένιν είχε χαρακτηρίσει ως σύγκρουση μεταξύ των «χορτάτων» και των «πεινασμένων» ιμπεριαλιστών για τη μοιρασιά της επιρροής και της δύναμης στον κόσμο. Σε αυτό το έδαφος μόνο μπορούν να εξηγηθούν ορισμένα πολύ σημαντικά «πολεμικά» γεγονότα.
Η είσοδος των Αμερικανών στον ΒΠΠ υπήρξε καθοριστικός παράγοντας. Ο «πολεμικός φορντισμός» των ΗΠΑ, η μεγάλη δυνατότητά τους να παράγουν όπλα και πολεμοφόδια ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας. Στο πρώτο εξάμηνο του 1943, η Βέρμαχτ αντιμετώπιζε την ήττα στο Στάλινγκραντ, το Άφρικα Κορπς είχε παραδοθεί στην Τυνησία, οι Αγλλο-Αμερικανοί είχαν αποβιβαστεί στη Σικελία. Στις 25 Ιούλη του 1943 το Μεγάλο Συμβούλιο του φασιστικού κόμματος «παραιτούσε» τον Μουσολίνι, ανοίγοντας το δρόμο για τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Μέσα στο 1943 διαμορφώθηκε η «συνωμοσία των στρατηγών» στη Βέρμαχτ, με στόχο την εκτέλεση του Χίτλερ και τη γρήγορη συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Η κατεύθυνση του πολέμου είχε κριθεί. Και όμως η σφαγή συνεχίστηκε για δύο ακόμα χρόνια, με ανυπολόγιστες απώλειες και καταστροφές. Σε αυτό το διάστημα οι στόχοι των Συμμάχων αφορούσαν κυρίως τον αποκλεισμό της πιθανότητας για εργατικές/σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη, τον περιορισμό των δυνατοτήτων για αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις στην Ασία και στην Αφρική, αλλά και στην «τακτοποίηση» της μοιρασιάς μεταξύ τους στον μεταπολεμικό κόσμο. Η χρήση της ατομικής βόμβας από τους Αμερικάνους στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι (Αύγουστος 1945) ήταν ένα μαζικό έγκλημα που δεν αφορούσε στην επιτάχυνση της λήξης του πολέμου, αλλά στην αναγγελία της άφιξης του «νέου σερίφη» στον κόσμο.
Ο παραλληλισμός της σύγκρουσης στον ΒΠΠ με εκείνη στον ΑΠΠ είναι απολύτως σωστός. Όμως παραλληλισμός σημαίνει αναλογίες, δεν σημαίνει φωτοτυπική ομοιότητα.
Μια σημαντική διαφορά της περιόδου με εκείνη του 1914-18 ήταν η ύπαρξη της ΕΣΣΔ, του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία, που είχε προκύψει από τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς την πολεμική πολιτική της ΕΣΣΔ στον ΒΠΠ αν δεν συνυπολογίσει την κολοσσιαία σημασία της επικράτησης της σταλινικής ηγεσίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, τη σημασία των «εκκαθαρίσεων» στη δεκαετία του 1930 που εξόντωσαν τη γενιά του 1917 μέσα στο κόμμα, στο κράτος και στο στρατό, τη σημασία της ανατροπής των βασικών κοινωνικών κατακτήσεων του Οκτώβρη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η σταθεροποίηση της γραφειοκρατίας στην εξουσία στην ΕΣΣΔ σήμαινε τη μετατροπή της σε καθεστώς κρατικού καπιταλισμού, που επιχειρούσε πλέον να ανταγωνίζεται τους διεθνείς καπιταλιστές με βάση τα δικά του αυτόνομα συμφέροντα.
Το ΠΓ αναγνωρίζει ότι από την περίοδο του Μεσοπολέμου η λειτουργία της Κομμουνιστικής Διεθνούς χαρακτηριζόταν από την «αντίφαση» ανάμεσα, αφενός, στην πολιτική του ΚΚΡ (Μπ.) και της Κομιντέρν και, αφετέρου, στην πολιτική των ΚΚ και τις ανάγκες της ταξικής πάλης στις υπόλοιπες χώρες. Είναι μια μάλλον «κομψή» διατύπωση, για να περιγράψει κανείς την υποταγή των ΚΚ στις προτεραιότητες της διπλωματικής και κρατικής πολιτικής της ΕΣΣΔ.
Σε αυτήν τη βάση ξεδιπλώθηκαν τα διαλυτικά «ζιγκ-ζαγκ» των εκτιμήσεων και της πολιτικής απέναντι στον φασισμό-ναζισμό, που αποτελούσε κεντρικό πρόβλημα στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Η στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου (3ο και 4ο Συνέδριο της Διεθνούς, στην εποχή του Λένιν) εγκατελείφθηκε και οι υποστηρικτές της καταδιώχθηκαν αλύπητα ως οπαδοί του «τροτσκισμού» ή του «λουξεμπουργκισμού» μέσα στις γραμμές των ΚΚ διεθνώς, και με ιδιαίτερη δριμύτητα στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Προσωρινά, η πολιτική του Ε.Μ. αντικαταστάθηκε με την αυτοκτονική πολιτική του «σοσιαλφασισμού» που υποτιμούσε το φασισμό-ναζισμό ως «προσωρινό πρόβλημα» και όριζε ως κύριο εχθρό τους… σοσιαλδημοκράτες! Ακολούθησε η αιφνίδια στροφή προς τα Λαϊκά Μέτωπα (7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς) που όριζε τον φασισμό ως πρόβλημα «ζωής ή θανάτου», καλούσε σε συμμαχία των ΚΚ με τους σοσιαλδημοκράτες αλλά και τα αστικά «δημοκρατικά» κόμματα, ενώ έβαζε στον πάγο κάθε πολιτική απόπειρα να ξεπεραστεί το δίλημμα «φασισμός ή αστική δημοκρατία;». Αυτές οι στροφές προκάλεσαν κύματα πολιτικής σύγχυσης και αποδυνάμωση των ΚΚ σε πολλές χώρες και ειδικά στην Κεντρική Ευρώπη.
Το σύμφωνο
Μολότοφ-Ρίμπεντροπ
Σε αυτό το έδαφος γενικής σύγχυσης έπεσε ως βόμβα η είδηση για την υπογραφή του «Συμφώνου Μη Επίθεσης» μεταξύ της χιτλερικής Γερμανίας και της ΕΣΣΔ, της διαβόητης συμφωνίας που έμεινε γνωστή ως Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ (Αύγουστος 1939). Το ΠΓ του ΚΚΕ επιμένει στο σημείο αυτό στις «παλιές» εκτιμήσεις: «Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ εξασφάλισε στην ΕΣΣΔ 21 πολύτιμους μήνες πολεμικής προετοιμασίας, απαραίτητους για την άμυνά της». Πρόκειται για έναν χοντροκομμένο απολογητισμό, που δεν συμβαδίζει με τα ιστορικά δεδομένα. Ίσως στην επόμενη «αναθεώρηση» της κομματικής ιστορίας να υπάρξει καλύτερη τύχη.
Το Σύμφωνο δεν υπήρξε μια επιφανειακή-δευτερεύουσα «κίνηση» και από τις δύο πλευρές. Στον ένα χρόνο που ακολούθησε την υπογραφή του, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Γερμανίας-Ρωσίας τετραπλασιάστηκαν (!), μετατρέποντας την ΕΣΣΔ στον βασικό προμηθευτή της ναζιστικής Γερμανίας σε πρώτες ύλες που ήταν απαραίτητες για την πολεμική προετοιμασία του Χίτλερ. Στο έδαφος του Συμφώνου ακολούθησε η «δίδυμη» εισβολή της Βέρμαχτ και του ρωσικού στρατού που οδήγησε στο διαμελισμό της Πολωνίας.
Στο εσωτερικό της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας κλπ, όπου είχαν προϋπάρξει σοβαροί και πολύ προωθημένοι αγωνιστικοί δεσμοί με το ρωσικό επαναστατικό κίνημα, αυτοί κατέρρευσαν και αντικαταστάθηκαν από ένα σκληρό «αντιρωσικό» μένος, που η ΕΣΣΔ έμελλε να βρει μπροστά της με τη μορφή της έντονης εχθρότητας των πληθυσμών απέναντι στα μεταπολεμικά καθεστώτα. Κάθε απόπειρα δικαιολόγησης αυτής της απαράδεκτης «συμφωνίας με το διάβολο» είναι κυριολεκτικά ντροπιαστική για κάθε αριστερό άνθρωπο. Στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), ο Ν. Χρουτσόφ άνοιξε για πρώτη φορά τα σχετικά «αρχεία» του ρωσικού κράτους, δείχνοντας με αναμφισβήτητο τρόπο ότι το Σύμφωνο δεν χρησιμοποιήθηκε από την ΕΣΣΔ για την πολεμική προετοιμασία απέναντι στο ενδεχόμενο μιας γερμανικής επίθεσης. Τον Ιούνη του 1941 η σταλινική Ρωσία αιφνιδιάστηκε απόλυτα από την εισβολή της Βέρμαχτ και αυτό εξηγεί εν πολλοίς τις δυσανάλογα μεγάλες απώλειες των λαών της ΕΣΣΔ στον ΒΠΠ, όπως και τις μεγάλες αρχικές επιτυχίες της εισβολής, που έφτασε βαθιά στο ρωσικό έδαφος αντιμετωπίζοντας περιορισμένη στρατιωτική αντίσταση. Στο κείμενο του ΠΓ του ΚΚΕ, ο έμπειρος αναγνώστης θα βρει πολλές αναφορές σε αναγκαίες πολεμικές «προετοιμασίες» για την αντιμετώπιση της ναζιστικής Γερμανίας να γίνονται μέσα στο… 1942, δηλαδή αρκετούς μήνες μετά την εισβολή και σε συνθήκες κατοχής μεγάλων τμημάτων του ρωσικού εδάφους από τις γερμανικές στρατιές. Είναι απολύτως αλήθεια ότι οι λαοί της ΕΣΣΔ αντιστάθηκαν με πάθος στη γερμανική εισβολή πληρώνοντας ένα πρωτοφανές αντίτιμο (σύμφωνα με τις ρωσικές πηγές του 1945, περίπου 6 εκατομμύρια νεκροί, σύμφωνα με τα αρχεία της εποχής Χρουτσόφ περίπου 20 εκατομμύρια νεκροί, σύμφωνα με τα αρχεία που «άνοιξαν» επί Γκορμπατσόφ πάνω από 26,6 εκατ. νεκροί!). Αυτή η λυσσαλέα αντίσταση «τρεφόταν» και από το ρατσιστικό πρόγραμμα που επέβαλαν οι εισβολείς. Σύμφωνα με τους ναζί καθοδηγητές της Βέρμαχτ, οι Σλάβοι ορίζονταν ως «υπάνθρωποι» και οι πόροι θα έπρεπε να διατίθενται για τη διατροφή, την εκπαίδευση και περίθαλψή τους θα έπρεπε να περιορίζονται στο ελάχιστο που θα επέτρεπε «να είναι ικανοί να υπακούουν στους αφέντες τους».
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ ισοδυναμούσε με μια πολιτική καταστροφή για τα ΚΚ. Στη Γαλλία η προσπάθεια του ΚΚΓ να ευθυγραμμιστεί με τη νέα στροφή της ΕΣΣΔ το οδήγησε σε μια πρωτοφανή κρίση, σε παράλυση απέναντι στην «κυβέρνηση» των δοσιλόγων και σε σοβαρή καθυστέρηση στο να εμπλακεί στα αναγκαία καθήκοντα της αντίστασης.
Τα κινήματα Αντίστασης
Και όμως στις κατεχόμενες χώρες εκδηλωνόταν μια ακόμα διαφορά μεταξύ του Α΄και του Β΄ΠΠ, που πυροδοτούσε μια σπουδαία δυναμική. Ο ΒΠΠ δεν περιορίστηκε σε σύγκρουση των στρατιών των αντιμαχόμενων πλευρών στα χαρακώματα και σε σαφείς πολεμικές γραμμές. Η Βέρμαχτ κατέλαβε σχεδόν αστραπιαία ένα μεγάλο αριθμό χωρών στην Ευρώπη. Η ξενική κατοχή είναι μια βάρβαρη μορφή καταπίεσης, κατά πολύ πιο σκληρή από τα γνωστά δικτατορικά καθεστώτα, και αυτή δημιουργούσε καθήκοντα, υποχρεώσεις, αλλά και δυνατότητες απελευθερωτικής αντίστασης. Ταυτόχρονα η προέλαση της Βέρμαχτ, πέρα από την ξενική κατοχή, επέβαλε και ένα πολιτικό πρόγραμμα: το ναζισμό. Σε όλες τις κατεχόμενες χώρες ξεκινούσε ο δολοφονικός διωγμός των Εβραίων, των τσιγγάνων, των «διαφορετικών», τα συνδικάτα διαλύονταν, οι αριστεροί και οι δημοκρατικές ελευθερίες θεωρούνταν εχθρική δύναμη, οι εργάτες υποβιβάζονταν σε καθεστώς υποζυγίου κ.ο.κ. Η αντικατοχική απελευθερωτική δράση συναντούσε τις υποχρεώσεις και τις δυνατότητες του αντιφασιστικού αγώνα. Σε όλες τις κατεχόμενες χώρες η μεγάλη πλειοψηφία της κυρίαρχης τάξης και των κρατικών και στρατιωτικών γραφειοκρατών της, έμενε παραλυμένη κάτω από το φόβο της δράσης των λαϊκών μαζών και την τάση συμβιβασμού με τους ναζί. Τα καθήκοντα της αντίστασης και του αντιφασιστικού αγώνα έγιναν υπόθεση κυρίως της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, ενώ στο πολιτικό πεδίο έγιναν υπόθεση της Αριστεράς. Τα μεγάλα κινήματα Αντίστασης έγιναν ο ζωντανός τρόπος όπου η πρωτοφανής κρίση των ημερών του ΒΠΠ μετατρεπόταν σε ισχυρή δυνατότητα για νικηφόρες εργατικές/σοσιαλιστικές επαναστάσεις σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης.
Το τέλος του ΑΠΠ σημαδεύτηκε από τη νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση και τις μεγάλες επαναστατικές απόπειρες στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στην Ιταλία κλπ. Γιατί δεν συνέβη το ίδιο στο τέλος του ΒΠΠ; Είναι ένα ερώτημα απολύτως κρίσιμο για την ιστορία της κομμουνιστικής Αριστεράς, με άμεσες συνέπειες σε όλες τις διαμάχες για τα ζητήματα της στρατηγικής και της πολιτικής του.
Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο απάντησης του ερωτήματος με την έμφαση στις αντικειμενικές συνθήκες. Σε μεγάλα τμήματα της ηπείρου, με αιχμή την Ιταλία και τη Γαλλία, εκδηλώθηκε μια πρωτοφανής ανατρεπτική δυναμική από τα κάτω, που οδήγησε τις κυρίαρχες τάξεις στην εκτίμηση ότι η ανασυγκρότηση και η σταθεροποίηση του καπιταλισμού στη μεταπολεμική περίοδο προϋπέθετε την ένταξη της Αριστεράς που βρισκόταν στην ηγεσία των αντιστασιακών κινημάτων στις κυβερνήσεις που θα αναλάμβαναν αυτό το κρίσιμο έργο. Πώς αυτό έγινε εφικτό;
Η συνήθης και διαδεδομένη απάντηση αφορά «λάθη» ή και επιμέρους «προδοσίες» της α΄ ή της β΄ ηγετικής ομάδας στην α΄ ή β΄ χώρα της Ευρώπης, χωρίς όμως την ενοποίηση όλων αυτών των «λαθών» ή «προδοσιών» σε μια ενιαία γενική πολιτική διαπίστωση, και κυρίως με την προσπάθεια να μην συνδεθούν όλα αυτά με τη γραμμή του «διεθνούς κέντρου» της εποχής, δηλαδή με τις ευθύνες της σταλινικής ηγεσίας στην ΕΣΣΔ και τη Διεθνή.
Μια αξία των παραδοχών που σήμερα υποχρεώνεται να κάνει το ΠΓ του ΚΚΕ είναι ότι κάνει όλο αυτό το πεδίο «απαντήσεων» για το τέλος του ΒΠΠ παρωχημένο και αναξιόπιστο, ανοίγοντας νέες δυνατότητες ουσιαστικής συζήτησης.
Η διάλυση της Διεθνούς
Στις 15 Μάη του 1943, το Προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς ανακοίνωσε την αυτοδιάλυση της Διεθνούς (εν μέσω παγκοσμίου πολέμου!). Το ΠΓ του ΚΚΕ γράφει ότι «η απόφαση φαίνεται ότι επικυρώθηκε απ’ όλα τα ΚΚ». Η κομψότητα της φράσης («φαίνεται ότι…») δείχνει επίγνωση για το γεγονός ότι η «επικύρωση» ήταν μάλλον ανύπαρκτη ή τουλάχιστον κατόπιν εορτής. Πιο σημαντική είναι η αποτίμηση αυτού του ντροπιαστικού γεγονότος: «Η απόφαση ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές στις οποίες στηρίχθηκε η ίδρυση της Α΄ Διεθνούς… σε αντίθεση με το πνεύμα και το γράμμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, με την αρχή του προλεταριακού διεθνισμού, αλλά και με τους λόγους που η ίδια η Κομμουνιστική Διεθνής συγκροτήθηκε… Δεν μπορεί να γίνει παραδεκτό ότι επιβαλλόταν η διάλυση της ΚΔ προκειμένου να καταρριφθεί η διστακτικότητα Μεγάλης Βρετανίας-ΗΠΑ και άλλων αστικών δυνάμεων για αντιχιτλερική συμμαχία».
Στα πρακτικά της συνάντησης της Μόσχας, που δημοσιεύει το ΚΚΕ, ο Τσόρτσιλ συγχαίρει ένθερμα τον Στάλιν για τη διάλυση της Διεθνούς και ο Στάλιν ανταπαντά υπογραμμίζοντας ότι η διάλυση της Διεθνούς είναι απόδειξη ότι «Η ΕΣΣΔ δεν είναι διατεθειμένη να καταστρώσει μπολσεβίκικες επαναστάσεις στην Ευρώπη. Ο Τσόρτσιλ τώρα πρέπει να έχει πειστεί γι’ αυτό…». (ΠΓ, σελ. 60, Ντοκουμέντα, σελ. 197).
Η διάλυση της Διεθνούς δεν σήμαινε ότι το «διεθνές κέντρο» έπαψε να καθοδηγεί δεσμευτικά τα ΚΚ. Σήμαινε ότι συνέχισε να το κάνει, αλλά απαλλαγμένο από κάθε υποχρέωση αναφοράς σε αρχές και με απόλυτη προτεραιότητα στη συνεννόηση της ρωσικής ηγεσίας με τους Αγγλο-Αμερικανούς συμμάχους της. Τα αποτελέσματα ήταν καταστρεπτικά για το κίνημα σε μια σειρά κρίσιμες χώρες.
Ο συμβιβασμός σε Ιταλία και Γαλλία
Την άνοιξη του 1944 ο Παλμίρο Τολιάτι (που ζούσε στη Μόσχα και, ως Έρκολι, υπήρξε βασικός συνεργάτης του Στάλιν στην καθοδήγηση της ΚΔ) ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ιταλία. Παρέδωσε στη σοβιετική ηγεσία ένα «υπόμνημα» σχετικά με την πολιτική που έσπευσε να εισηγηθεί στο Ιταλικό ΚΚ, που αναδεικνυόταν ως ηγεμονική δύναμη στο κίνημα των παρτιζάνων. Γνωρίζοντας τη σοβιετική γραμμή την ενσωμάτωνε, αλλά υπογράμμιζε την άποψη ότι το Κόμμα του δεν έπρεπε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Μπαντόλιο και ότι θα έπρεπε να απαιτήσει την παραίτηση του Βασιλιά ως συνυπεύθυνου για τα φασιστικά εγκλήματα. Η απάντηση του Μολότοφ -με την υπογράμμιση «με τη σύμφωνη γνώμη της σοβιετικής κυβέρνησης…»- τον προέτρεψε να μη ζητηθεί η παραίτηση του Βασιλιά, να συμμετάσχει το ΙΚΚ στην κυβέρνηση Μπαντόλιο και να έχει ως επικέντρωση στην πολιτική του την ήττα των Γερμανών (ΠΓ ΚΚΕ, σελ. 70). Ο Τολιάτι ακολούθησε τις συμβουλές, έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» και υπέγραψε το ξέπλυμα όλων των μεγαλοστελεχών του φασισμού που δέχονταν τη «νέα κατάσταση». Όταν η κρίση ξεπεράστηκε, το ΙΚΚ πετάχτηκε σαν στημένη λεμονόκουπα έξω από την κυβέρνηση, μετά το 1948 ανέλαβαν δράση οι «άνθρωποι από σίδερο» της Χριστιανοδημοκρατίας και η Ιταλία των παρτιζάνων έγινε σταδιακά το βασικό στήριγμα του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο.
Το ΠΓ του ΚΚΕ παραθέτει τα πρακτικά από τη συνάντηση του Μορίς Τορέζ με τον Στάλιν, λίγο πριν ο Γραμματέας του ΚΚΓ επιστρέψει από τη Μόσχα στο Παρίσι: «Ο σ. Στάλιν εξηγεί ότι του φαίνεται… ότι οι κομμουνιστές δεν έχουν ακόμα καταλάβει πως η κατάσταση στη Γαλλία έχει αλλάξει. Δρουν αυθάδικα και… προσπαθούν να διατηρήσουν την πολιτοφυλακή. Αυτό δεν θα συμβεί. Υπάρχει μια κυβέρνηση που αναγνωρίζεται από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Σοβιετική Ένωση, τις ΗΠΑ και άλλες δυνάμεις [σσ: πρόκειται για την κυβέρνηση Ντε Γκολ], όμως οι κομμουνιστές συνεχίζουν να δρουν όπως συνήθισαν… Θα πρέπει να υπάρχει μια πλατφόρμα… που να περιλαμβάνει την ανάκαμψη της βιομηχανίας, τη δουλειά στους ανέργους, την υπεράσπιση της δημοκρατίας…» (ΠΓ, σελ. 71). Ο Τορέζ γύρισε στη Γαλλία με αυτή τη γραμμή και σε σύγκρουση με τους συντρόφους του που προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ένοπλη δύναμη των Μακί σαν «έμβρυο» εναλλακτικής εξουσίας στις συνθήκες αποχώρησης των ναζί και κατάρρευσης του κράτους των δοσιλόγων, έριξε το σύνθημα «ένας στρατός, μία αστυνομία, ένα κράτος!» που έστρωνε το χαλί στον Ντε Γκολ. Η μοίρα του κινήματος στη Γαλλία ήταν ανάλογη με εκείνη της Ιταλίας. Όπως, σωστά, εκτιμά το ΠΓ του ΚΚΕ: «Ουσιαστικά πρόκειται για την ίδια πολιτική, που οδήγησε στην υποταγή της ταξικής πάλης στη συμμαχία της ΕΣΣΔ με ΗΠΑ και Ενωμένο Βασίλειο στον ΒΠΠ» (ΠΓ, σελ. 72).
Ασφαλώς αυτή η πορεία δεν ακολουθήθηκε «ομαλά» απ’ όλα τα κινήματα. Στη Γιουγκοσλαβία, οι παρτιζάνοι του Τίτο έσπασαν τις προβλέψεις της Γιάλτας και πήραν την εξουσία. Τιμωρήθηκαν γι’ αυτό, με μια σκληρή σύγκρουση με την ΕΣΣΔ και τον «κόσμο» των ηγεσιών των ΚΚ. Στην Ελλάδα η δύναμη του κινήματος αντίστασης ήταν τέτοια που απέκλειε κάθε «συμβιβαστική» και «ειρηνική» διευθέτηση. Το ΠΓ του ΚΚΕ, αφού διαψεύδει τους ισχυρισμούς της δεκαετίας του 1950 ότι «οι σοβιετικοί δεν γνώριζαν» ή «δεν είχαν εγκρίνει» τα ηγετικά λάθη που οδήγησαν στην καταστροφή, εκτιμά: «Τι ήταν αυτό που έφερε “αποπροσανατολισμό” και έλλειψη επαναστατικής τόλμης στην κρίση στιγμή; Βάραινε η γενικότερη επεξεργασία της σταδιοποιημένης στρατηγικής του ΚΚΕ και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αλλά και όλη η γραμμή του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ…» (σελ. 76).
Ο κυνισμός της Γιάλτας
Έχοντας βγάλει έτσι από τη μέση των εξελίξεων τα λαϊκά κινήματα, τι απέμενε για την οριστικοποίηση της «συνεννόησης» μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων του στρατοπέδου των «νικητών»; Η μοιρασιά της επιρροής και της δύναμης στο μεταπολεμικό κόσμο. Αυτή χτίστηκε σταδιακά στις συμμαχικές «διασκέψεις» που συνοπτικά έμειναν στην ιστορία με το όνομα της σημαντικότερης εξ’ αυτών: Η Γιάλτα.
Διαβάζοντας κανείς τα ντοκουμέντα αυτών των Διασκέψεων, μένει σοκαρισμένος από τον απόλυτο κυνισμό των τριών ηγετών που μοίραζαν μεταξύ τους τον κόσμο, τραβώντας γραμμές πάνω στους χάρτες ή εγκρίνοντας την «προτεραιότητα ενδιαφέροντος» της α΄ ή της β΄ Μεγάλης Δύναμης πάνω σε ολόκληρες χώρες, λαούς, εκατομμύρια ανθρώπους. Ο κόσμος που προέκυψε από τη διευθέτηση μεταξύ των νικητών στη Γιάλτα, διέθετε για ένα χρονικό διάστημα μια κάποια «σταθερότητα». Το ένα στρατόπεδο αναγνώρισε στο άλλο τη δυνατότητα να κάνει κουμάντο στην «αυλή του». Όμως ταυτόχρονα παρέμενε ένας κόσμος βαθιά ανταγωνιστικός. Τα χτυπήματα του κινήματος των εργατών, των λαϊκών μαζών και της νεολαίας δεν είχαν ίσες συνέπειες στο Ανατολικό και στο Δυτικό Μπλοκ. Η οικονομική δυναμική στη Δύση και στην Ανατολή αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ισόρροπη. Σαράντα χρόνια μετά το τέλος του ΒΠΠ το μπλοκ του κρατικού καπιταλισμού έφτασε στη ντροπιαστική κατάρρευση, κάτω από την πίεση -οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική- των πρώην συνδαιτημόνων του στη Γιάλτα.
Όπως σωστά λέει το ΚΚΕ: «Από την εκ των υστερών πείρα… προκύπτει ότι οι υπολογισμοί αυτοί [σσ: της περιόδου του 1945] γενικά δεν επιβεβαιώθηκαν».
Σήμερα που γίνονται ξανά της μόδας οι αναζητήσεις για μια «νέα Γιάλτα» μεταξύ των σύγχρονων Μεγάλων Δυνάμεων, μέσα σε συνθήκες κρίσης του συστήματος και όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών, οφείλουμε να θυμόμαστε μια θεμελιώδη «εποχή» του κομμουνιστικού κινήματος: την εποχή που ο Λένιν, οι οργανώσεις και τα κόμματα που συγκρότησαν την 3η Διεθνή αντιμετώπισαν τις συνθήκες μετά το τέλος του ΑΠΠ με απόλυτο κριτήριο την αυτονομία της εργατικής πολιτικής απέναντι σε όλες τις αντιμαχόμενες «παρατάξεις», με απόλυτη προτεραιότητα στις ανάγκες της ταξικής πάλης, με διεθνιστική αντικαπιταλιστική επαναστατική στρατηγική.