Η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973

Φωτογραφία

Δεν θα υπήρχε αν επικρατούσε ο «ρεαλισμός»

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Κατερίνα Παρδάλη

Μ ε τη μετάλλαξή της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατέστρεψε την ελπίδα των ανθρώπων στη χώρα αλλά και σε όλη την Ευρώπη για «αντίσταση, ρήξη και ανατροπή», ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας, όπως ήταν το σύνθημα που μας έφτασε στο 27% το 2012. Για αναβίωση των κινημάτων, για ανασύνταξη μέσα στον ταξικό πόλεμο που μας έχει κηρύξει η κυρίαρχη τάξη μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
Η αντιστροφή του δημοψηφίσματος, που μέσα σε εκβιασμούς και τρομοκρατία ο κόσμος φώναξε «Όχι», και η άνευ όρων υποταγή της 12ης Ιουλίου προκάλεσαν σοκ. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στους συμπαραστάτες/τριες παγκόσμια. Σοκ που κινδυνεύει να γίνει παραλυτικό τώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ περνάει ένα 3ο μνημόνιο, ένα μνημόνιο που οι δεξιές κυβερνήσεις και συγκυβερνήσεις δεν θα μπορούσαν να περάσουν ποτέ. Η διάσπαση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ μετά τα πραξικοπήματα του «περιβάλλοντος» Τσίπρα, η ακύρωση του οράματος των αριστερών ανθρώπων ότι επιτέλους στην Ελλάδα θα έπαιρναν τα όνειρα εκδίκηση και θα είχαμε μια κυβέρνηση της Αριστεράς, που θα άνοιγε μια σοσιαλιστική προοπτική και θα ξεκινούσε το ντόμινο της ανατροπής στην Ευρώπη, επιτείνουν το κλίμα απογοήτευσης.
Ο ρεαλισμός του ΤΙΝΑ (δεν υπάρχει εναλλακτική), τον οποίον ασπάστηκε ο εναπομείνας κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται ισχυρός. Είναι όμως;
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου του 1973 είναι μια τρανταχτή απόδειξη ότι ο ρεαλισμός δεν είναι μονόδρομος, και το κυριότερο, ότι δεν είναι νικηφόρος.
Δεν θα αναφερθούμε στα γεγονότα και το χρονικό του Πολυτεχνείου, που είναι γνωστά.
Σημασία έχει πιο πολύ να μαθαίνουμε από την ιστορία του κινήματός μας, να μαθαίνουμε από τις εξεγέρσεις μας, να βγάζουμε συμπεράσματα για τη δράση μας σήμερα.
Χούντα και «φιλελευθεροποίηση»
Το 1973 ήταν ο 6ος χρόνος στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλαδα. Κάθε πολιτική, συνδικαλιστική και κοινωνική ελευθερία είχε καταργηθεί. Απαγορεύονταν οι απεργίες, οι πορείες οι συνελεύσεις. Ακόμα και οι παρέες ήταν ύποπτες. Συνδικάτα και πολιτικά κόμματα διαλύθηκαν. Ο Τύπος φιμώθηκε. Η τρομοκρατία κυριαρχούσε: συλλήψεις, βασανιστήρια, στρατοδικεία, η Αριστερά αντιμετώπιζε πάλι τις εξορίες και τα ξερονήσια. Η Ασφάλεια παρακολουθούσε τα εργοστάσια, τις σχολές και τα σχολεία, τις γειτονιές. Ο κόσμος υπέφερε και μόνο οι εφοπλιστές, οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες ήταν ικανοποιημένοι βλέποντας τα κέρδη τους να γιγαντώνονται.
Η χούντα δεν βρήκε ποτέ μαζική υποστήριξη. Λόγω της απροκάλυπτης καταστολής δεν μπορούσε να πετύχει «συναινέσεις» και παράλληλα, από ένα σημείο και μετά, άρχισε να έρχεται σε αντίφαση με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό (ένταξη στην ΕΟΚ) μεγάλου μέρους της κυρίαρχης τάξης. 
Για να απαντήσουν το πρόβλημα αυτό, οι καπιταλιστές, οι διεθνείς σύμμαχοί τους και τελικά η χούντα, συμφώνησαν στη διαδικασία «φιλελευθεροποίησης». Ήταν μια διαδικασία ελεγχόμενης «από τα πάνω» μετάβασης σε έναν περιορισμένο κοινοβουλευτισμό, σε συνδυασμό με εγγυήσεις για την προστασία των χουντικών. Το μοναδικό εμπόδιο σε αυτή την προοπτική ήταν το κίνημα αντίστασης.
Αυτή την «ομαλοποίηση» τίναξε στον αέρα η εξέγερση του Νοέμβρη, και έκανε εφικτή τη Μεταπολίτευση, μια περίοδο που η αστική τάξη, τρομαγμένη από το μέγεθος του κινήματος, υποχρεώθηκε σε παραχωρήσεις, έδωσε ελευθερίες που δεν δόθηκαν σε καμία άλλη χώρα που πέρασε «ομαλά» από τη χούντα στον κοινοβουλευτισμό. Κατακτήσεις και δικαιώματα που ακόμα μέχρι σήμερα προσπαθούν να τα ξηλώσουν και να τα πάρουν πίσω.
Αντίσταση 
Από το 1971-1972 έγινε σαφές ότι το κίνημα αντίστασης μπορούσε να πάρει μαζικές διαστάσεις. Στους εργατικούς χώρους άρχιζε να σπάει η εργοδοτική-ασφαλίτικη τρομοκρατία και μέσα στα πανεπιστήμια ξεκινούσε το νέο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα.
Για χιλιάδες νέους αγωνιστές και αγωνίστριες τα μηνύματα ελπίδας, που έρχονταν από το παγκόσμιο κίνημα, μεταφράζονταν στην εκτίμηση ότι μπορούμε να ανατρέψουμε τη δικτατορία με τη μαζική αντίσταση από τα κάτω. 
Ήταν μια εποχή εξέγερσης, η εποχή του Βιετνάμ, του Τσε Γκεβάρα, του αντιπολεμικού κινήματος στις ΗΠΑ, του παγκόσμιου Μάη του 1968, του «καυτού φθινοπώρου του 1969» στην Ιταλία, των απελευθερωτικών αγώνων ενάντια στην αποικιοκρατία...
Ταυτόχρονα, μια αντιπαράθεση, που έχει τις ρίζες της σε αυτούς τους αγώνες, είχε ξεσπάσει μέσα στην Αριστερά παγκόσμια. Τα μαζικά ΚΚ άρχιζαν να χάνουν την κυριαρχία τους, ενώ η επαναστατική Αριστερά και η νέα Αριστερά εμφανίζονταν δυναμικά στο προσκήνιο παγκόσμια.
Η αντιπαράθεση αυτή εκδηλώθηκε σταδιακά και στο εσωτερικό του ελληνικού κινήματος. Ο ίδιος ο Νοέμβρης του 1973 δεν θα ξεσπούσε χωρίς την επιμονή και τις απόψεις των οργανώσεων και των αγωνιστών της επαναστατικής Αριστεράς, σε αντιπαράθεση με τις πιο συγκροτημένες δυνάμεις των τότε ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσ.
Ήταν μια οξύτατη πολιτική σύγκρουση, με επίδικο την ίδια την κατάληψη του Πολυτεχνείου και την εξέλιξή της σε λαϊκή εξέγερση.
Στις αρχές του 1973, η ηγεσία του ΚΚΕ Εσ. «έβλεπε» την ιδέα της συμμετοχής στις διαδικασίες της φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας, ακόμα και στις πιθανές χουντοεκλογές που ετοίμαζε ο Μαρκεζίνης. Με πιο καλυμμένο τρόπο συμμεριζόταν τέτοιες εκτιμήσεις και η ηγεσία του ΚΚΕ.
Γι’ αυτό, τελικά, και τα δύο τμήματα του παλιού, ενιαίου ΚΚΕ, κράτησαν μια στάση γεμάτη ταλαντεύσεις και αμφιβολίες, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την εξέγερση του Νοέμβρη. Μέσα στο Πολυτεχνείο σκέφτονταν την αποχώρηση ή έστω τον περιορισμό σε «φοιτητικά αιτήματα», μιλούσαν για σύνδεση με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις (ΕΡΕ Καραμανλή, Ένωση Κέντρου κ.λπ.) και για τη συγκρότηση «κυβέρνησης εθνικής ενότητας» την ώρα που χιλιάδες φοιτητές, μαθητές, εργάτες, πάλευαν με σύνθημα το «Κάτω η χούντα». Μόνο χάρη στην επιμονή του κόσμου και την τεράστια μαζικοποίηση του αγώνα μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο επιβλήθηκε η κατάληψη και πήρε χαρακτήρα εξέγερσης.
Με τη δολοφονική καταστολή ο Νοέμβρης ηττήθηκε στρατιωτικά. Όχι όμως και πολιτικά, όπως έδειξαν τα γεγονότα που ακολούθησαν και οδήγησαν στην περιπέτεια της Μεταπολίτευσης. Μας άφησε παρακαταθήκη ότι μόνο ο αγώνας μέσα στα αδιέξοδα μιας κρίσης μπορεί να οδηγήσει σε λύσεις προς το συμφέρον των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, επιβάλλοντας κατακτήσεις που ο «κοινοβουλευτικός δρόμος» δεν μπορεί ούτε στα λόγια να τις προσεγγίσει. 
Σήμερα, είμαστε περισσότεροι/ες με πολλές εμπειρίες και με γνώσεις σχετικά με το τι μπορεί να κάνει ο κόσμος και τι δεν μπορεί να κάνει η ανάθεση στον «κοινοβουλευτικό δρόμο». Γνωρίζουμε ότι, ακόμα και η κατάκτηση της κυβέρνησης αν δεν είναι προσηλωμένη στην πολική της «ταξικής μονομέρειας» δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αλλαγή των συσχετισμών, δεν μπορεί να επιβάλει κατακτήσεις, και –όπως φάνηκε– δεν μπορεί ούτε καν να πετύχει έναν «έντιμο συμβιβασμό» όπως υποσχέθηκε κατά τις πολύμηνες διαπραγματεύσεις ο Τσίπρας.

 

Φύλλο Εφημερίδας