Η Χιλή και η αδιέξοδη στρατηγική του ειρηνικού δρόμου

Φωτογραφία

Το παρόν κείμενο αποτελεί τμήμα από την εισήγηση του Δ. Μπελαντή στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Iskra και το Rproject για τα 40 χρόνια από το πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Δημήτρης Μπελαντής

[…]

Η «Λαϊκή Ενότητα», το πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς στη Χιλή, αποτελούμενο από το ΣΚ του Σαλβαδόρ Αλιέντε, το ΚΚ, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το MAPU (κόμμα της χριστιανικής Αριστεράς) και άλλα μικρότερα αριστερά κόμματα, κυβέρνησε τη χώρα από τις προεδρικές εκλογές του 1970 ως τα πραξικόπημα του Σεπτέμβρη 1973. Το Μέτωπο αυτό, που είχε τη μορφή μιας ριζοσπαστικής και «αριστερής» εκδοχής του Λαϊκού Μετώπου, εμπεριείχε μια σοβαρή αντίφαση: από τη μια πλευρά  η κυβέρνησή του ήταν δεσμευμένη να προχωρήσει σε μέτρα πολύ ριζοσπαστικά για τις συνθήκες της Χιλής, όπως η εθνικοποίηση των ορυχείων χαλκού και σιδήρου καθώς και ορισμένων μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών, η αύξηση των μισθών και το προχώρημα της αγροτικής μεταρρύθμισης. […] Οι πολιτικές αυτές ενίσχυαν ένα κοινωνικό ρεύμα λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης, εργατικού ελέγχου και μαχητικής ταξικής διεκδίκησης, που υπερέβαινε συχνά τα πολιτικά όρια της αριστερής διακυβέρνησης. Συνεπώς, στο βαθμό που πραγματοποιήθηκαν και ιδίως μέσα από τη σύγκρουση της κυβέρνησης με τη βορειοαμερικάνικη πολυεθνική ITT, τα μέτρα αυτά προκάλεσαν μια έντονη ταξική αντισυσπείρωση και πόλεμο από τη σκοπιά της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Προτού η αστική τάξη προχωρήσει στην επιλογή της δικτατορίας, είχε προχωρήσει σε έναν πόλεμο φθοράς κατά της κυβέρνησης, εκμεταλλευόμενη οικονομικά προβλήματα και επιμέρους συγκρούσεις της περιόδου και συγκροτώντας τους οδηγούς φορτηγών και άλλα μικροαστικά και αστικά στρώματα («κίνημα της κατσαρόλας») σε μια πορεία σύγκρουσης με την κυβέρνηση της Αριστεράς. Είναι φανερό ότι το κεφάλαιο είχε προκρίνει πριν από τον πόλεμο κινήσεων (το πραξικόπημα) έναν φθοροποιό πόλεμο θέσεων.

 Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Αλιέντε κινήθηκε στα πλαίσια μιας λαϊκομετωπικής ρεφορμιστικής στρατηγικής, του ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, του αργού και ειρηνικού περάσματος. Όμως, ο ειρηνικός δρόμος του μαρξιστή προέδρου Αλιέντε δεν ταυτιζόταν καθόλου με τη σοσιαλδημοκρατία ακόμη και της εποχής του, η οποία μετά τον πόλεμο είχε διολισθήσει σε μια καθαρή διαχείριση του καπιταλισμού. Μιλώντας για έναν μαρξιστικό ρεφορμισμό, δεν το κάνουμε λέμε τόσο για να ψέξουμε το ΣΚ και το ΚΚ Χιλής.

 

[…] Το λέμε για να επικυρώσουμε την αίσθηση ότι όποιος μεν καταχράται την έννοια του ειρηνικού δρόμου απλώς για να διαχειριστεί τον καπιταλισμό (όπως οι Μιτεράν και Παπανδρέου λίγο αργότερα στην Ευρώπη) καταλήγει σε μια πλαστογραφία και μια φάρσα του σοσιαλισμού, ενώ όποιος προχωρά πραγματικά με τα μέσα του ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, ενώ έχει ήδη εξαπολύσει πολιτικές ταξικού πολέμου και σύγκρουσης και απελευθερώσει το λαϊκό παράγοντα καταλήγει σε μια αιματηρή τραγωδία. […]

Η βασική επιλογή της «Λαϊκής Ενότητας», όσον αφορά τα όρια του ειρηνικού δρόμου, ήταν η προώθηση των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και ρήξεων χωρίς μια συνολική κατανόηση του προβλήματος του αστικού κράτους και των δομικών του ορίων και χωρίς μια στρατηγική ρήξης και διάλυσης του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους, με τους λενινιστικούς όρους της «συντριβής» τουλάχιστον αυτού του σκληρού πυρήνα. Η βασική λογική του Αλιέντε και των κομμάτων της Λαϊκής Ενότητας ήταν να μην υπάρξει στο ζήτημα των κατασταλτικών μηχανισμών μια πολιτική συνολικού ελέγχου τους και δραστικών παρεμβάσεων στη δομή τους, με τη ριζική αντικατάσταση της ηγεσίας τους και τη διάλυση ιδίως των μηχανισμών των ειδικών δυνάμεων του στρατού και της αστυνομίας και της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, οι οποίες πρωτοστατούν πάντοτε στην ανάληψη της αστικής εξουσίας από το στρατό. […] Όμως, αν ο Αλιέντε δεν υπήρξε λενινιστής, είχε να αντιμετωπίσει μια «λενινιστική» αστική τάξη, η οποία γνώριζε με ακρίβεια το «ποιός-ποιόν» και οργάνωσε μια στρατηγική πολέμου φθοράς και τελικά πολέμου κινήσεων. Θεωρούσε, λοιπόν, ο Αλιέντε ότι κάτω από την πίεση της κυβέρνησης και των μαζών η άρχουσα τάξη σταδιακά θα εκχωρούσε δημοκρατικά την εξουσία της και θα αποσυρόταν στο περιθώριο της Ιστορίας. […]

Τι θα μπορούσε να έχει κάνει η ΛΕ; Σίγουρα, δεν υπάρχουν ασφαλείς απαντήσεις. Υπάρχουν, όμως, κάποιες λογικές που υποστηρίχθηκαν κυρίως από το MIR, το MAPU και την Αριστερά του ΣΚ (περιλαμβανομένου και του γραμματέα του Αλταμιράνο) και ήταν αντίθετες στην εξειδίκευση της στρατηγικής από την τάση Αλιέντε και το ΚΚ. Κατ’ αρχήν, η ΛΕ θα μπορούσε να εμπιστευθεί περισσότερο και να οργανώσει συστηματικά τις δομές εργατικής και λαϊκής αντιεξουσίας απέναντι στο κεφάλαιο, όπως ήταν οι αναδυόμενες εργατικές επιτροπές και συμβούλια στα μεγάλα εργοστάσια (cordones industriales) και στον αγροτικό τομέα (comandos communales), να τους δώσει θεσμική υπόσταση και να προετοιμάσει μέσω αυτών μια γενικευμένη εξέγερση σε περίπτωση στρατιωτικού πραξικοπήματος. Αυτή ήταν η κύρια πλευρά, να οργανώσει δηλαδή την κινηματική ριζοσπαστικοποίηση έναντι της ριζοσπαστικοποίησης των αστικών και μεσαίων στρωμάτων από το κεφάλαιο και το κράτος του. Θα μπορούσε, ακόμη, να προετοιμασθεί μετά από τις πρώτες ενδείξεις της μετάβασης στην εκτροπή και να οργανώσει έναν ισχυρό παράνομο μηχανισμό της Αριστεράς, ανοιχτό και προετοιμασμένο και για το ενδεχόμενο της ένοπλης πάλης και του εξοπλισμού του λαού. Αυτό δεν έγινε και, επίσης, πληρώθηκε ακριβά.

 […]
Η Χιλή και
ο ευρωκομμουνισμός

Παρά το ότι όσα συνέβησαν στη Χιλή θα έπρεπε να αποδεικνύουν ότι ο δημοκρατικός δρόμος δεν μπορεί να είναι βασικά ένας ειρηνικός και κοινοβουλευτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό και ότι ένα μεταβατικό πρόγραμμα ρήξεων δεν μπορεί παρά να οδηγεί τελικά στην ανατροπή των μορφών και ορίων του καπιταλιστικού κράτους και των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων ή, αντίθετα, στην ήττα, ένα σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής κομμουνιστικής Αριστεράς, το ΙΚΚ, προέβη σε μια ριζικά άλλη ανάγνωση, σε μια «δεξιά» ερμηνεία της Χιλής. Ο ευρωκομμουνισμός, στην κυρίαρχη δεξιά του εκδοχή, διάβασε τη Χιλή δια του ίδιου του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ ως την ανάγκη ματαίωσης κάθε δυνατής σύγκρουσης με το κεφάλαιο. Τα κείμενά του τού 1973 για τον Ιστορικό Συμβιβασμό ξεκινούν από την εμπειρία της Χιλής. Το πρόβλημα δεν ήταν πια το πόσο προχώρησε η σύγκρουση και τι έπρεπε να γίνει αλλά το ότι υπήρξε σύγκρουση ανάμεσα στην Αριστερά και στην παράταξη του κεφαλαίου. Κατά τον Μπερλίνγκουερ, η Χιλή απέδειξε ότι η Αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει απέναντι στη Δεξιά ούτε καν με το 51 %. Θα πρέπει να συγκυβερνήσει με κάποιο τρόπο μαζί με τη Δεξιά στην Ιταλία για να αποφύγει μια γενίκευση της «στρατηγικής της έντασης». Ή έστω, η Δεξιά θα μπορούσε να κυβερνήσει με την συναίνεση της Αριστεράς. Με την ίδια λογική ο Αλιέντε ή θα έπρεπε να παραιτηθεί ή θα έπρεπε να τα βρει με τη χιλιανή Χριστιανοδημοκρατία και να εγκαταλείψει τα μέτρα που με θετικό τρόπο προχώρησε.

[…] Λίγο αργότερα, θα συμπράξει στη δημιουργία του «συνταγματικού τόξου των έξι κομμάτων» (1977) και θα στηρίξει τις αστικές κυβερνήσεις του Αντρεότι επιφέροντας τραγικά αποτελέσματα στην ιταλική Αριστερά και στο ιταλικό εργατικό κίνημα, ιδίως κατά την περίοδο της επίθεσης του κεφαλαίου κατά των εργαζομένων στην ΦΙΑΤ (1980). Θα στηρίξει τη λιτότητα ως «αξία του εργατικού κινήματος» και την ανάδυση μιας σιδερένιας κρατικής καταστολής στο όνομα της αντιμετώπισης των «Ταξιαρχιών»-ιδίως μετά τη δολοφονία του Μόρο. Θα στηρίξει, ακόμη, και τη θέση της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ ως ανάχωμα απέναντι στην πιθανή επιθετικότητα του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού». Φτάνοντας στα όρια της εκλογικής του επιρροής (35 % το 1973), το ΙΚΚ μετατοπίζεται καθαρά προς μια κομμουνιστικής αναφοράς σοσιαλδημοκρατία, η οποία μετά από δεκαπέντε χρόνια θα προσαρμόσει τη φυσιογνωμία της στα πραγματικά προγραμματικά της χαρακτηριστικά.

Σήμερα στην Ελλάδα θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μα ριζικά άλλη ανάγνωση της Χιλής από εκείνη του Ε.Μπερλίνγκουερ λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα. Το πρώτο συμπέρασμα είναι αυτό της αναγκαίας φθοράς, αποδόμησης και τελικά ανατροπής του καπιταλιστικού κράτους και των μηχανισμών του σε οποιοδήποτε πείραμα σοσιαλιστικής μετάβασης και της αναγκαίας εξέλιξης του πολέμου θέσεων σε έναν πόλεμο ελιγμών και σε μια περίοδο αποφασιστικών αναμετρήσεων, που θα αμφισβητεί και θα διαλύει την νομιμότητα και τα δομικά όρια των μηχανισμών του αντιπάλου και μόνο έτσι θα αποτρέψει έναν εμφύλιο πόλεμο από την πλευρά του «εχθρού». Το δεύτερο συμπέρασμα είναι αυτό της οργάνωσης του λαϊκού παράγοντα χωρίς όρια και της έντασης της δυαδικοποίησης της εξουσίας, όσο ο αντίπαλος προετοιμάζει τις δικές του κινήσεις. Το τρίτο είναι αυτό της αναμονής κάθε δυνατής και πιθανής αντίδρασης, περιλαμβανόμενης και της βίαιης εκτροπής, από τον καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό παράγοντα και την θωράκιση και προετοιμασία απέναντι σε αυτήν- στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό συμπεριλαμβάνει και έναν τεράστιο οικονομικό πόλεμο από την πλευρά της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, που θα συνοδέψει μια ειλικρινή και συνεπή αντιμνημονιακή πολιτική. Το τέταρτο και τελευταίο συμπέρασμα είναι αυτό που συνδέει τον Γκράμσι με τον Λένιν αλλά και με αυτήν ακόμη την παράδοση των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων και σύμφωνα με το οποίο κάθε επανάσταση που φτάνει στη μέση και σταματά είναι υποχρεωμένη να ζήσει την εξόντωση και το σβήσιμο από την ιστορία. Το γεγονός ότι σήμερα μιλάμε για την 11η Σεπτέμβρη και σκεφτόμαστε βασικά τους «δίδυμους πύργους» και όχι τη Χιλή αποδεικνύει του λόγου το αληθές.