Τα μηνύματα των ευρωεκλογών

Φωτογραφία

Μαύρισμα των κυβερνήσεων, ευρωσκεπτικισμός, άνοδος της ακροδεξιάς, προκλήσεις για την Αριστερά

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Πέτρου

Για άλλη μια φορά η συμμετοχή στις ευρωεκλογές κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα. Σε διαρκή πτώση από αναμέτρηση σε αναμέτρηση εδώ και δεκαετίες, φέτος συγκρατήθηκε στα επίπεδα του 2009, στο χαμηλό 43%. Η αποχή αυτή είναι ο πιο «ενστικτώδης» ευρωσκεπτικισμός, είτε ως αδιαφορία για την «ευρωπαϊκή» πολιτική είτε ως πεποίθηση ότι λίγη σημασία έχει η σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου στο πώς κινούνται τα «κέντρα» στις Βρυξέλλες. Η πορεία της «ολοκλήρωσης» όλα αυτά τα χρόνια έχει κάνει σαφές σε σημαντικότατο τμήμα των λαών ότι αυτό που χτίζεται ερήμην τους δεν είναι «το σπίτι τους». 

Δικομματισμός
Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα παραμένει πρώτη δύναμη στην ΕΕ σε ποσοστά (28,36%) και διατηρεί τη μεγαλύτερη ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο (213), αν και υποχωρεί περίπου 7 μονάδες από τα ποσοστά του 2009. Οι Σοσιαλιστές δεν κέρδισαν τίποτε από την πτώση της Δεξιάς και έμειναν στάσιμοι (25,3% και 190 έδρες). Έτσι, ο «Μεγάλος Συνασπισμός» (Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά συγκυβερνούν ή έχουν συγκυβερνήσει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ καθοδηγούν από κοινού την εγκληματική πολιτική των Βρυξελλών), το λεγόμενο «ακραίο Κέντρο» κατά τον Ταρίκ Αλί, υποχωρεί από το 61,36% στο 53,66%. 
Ταυτόχρονα, η συντριπτική τάση στις περισσότερες χώρες ήταν το «μαύρισμα» των κυβερνητικών κομμάτων. Με ταπεινωμένους τον Ολάντ (16% και τρίτη θέση) και τον Κάμερον (τρίτη θέση πίσω από το UKIP και τους Εργατικούς) αλλά και με τις υπόλοιπες ηγεσίες «τσαλακωμένες», ο διεθνής Τύπος αναφέρει πως στην επερχόμενη συνάντηση Ευρωπαίων πολιτικών αρχηγών «ο μόνος που θα μπορεί να χαμογελά θα είναι ο Ρέντσι». 
Ωστόσο, βασικός εκφραστής της οργής ενάντια στις δυνάμεις αστικής διαχείρισης και στις Βρυξέλλες αναδεικνύεται η ακροδεξιά και τα δεξιά ευρωσκεπτικιστικά ρεύματα. Η συνολική δύναμη της ακροδεξιάς είναι δύσκολο να αθροιστεί (δεν υπάρχει ενιαία, ήδη υπαρκτή ευρωομάδα), ωστόσο τα μαύρα νέα από την πρωτιά της Λε Πεν στη Γαλλία, η σαρωτική άνοδος του Φάρατζ στο Ηνωμένο Βασίλειο (πρώτη δύναμη, με 26,6% , 10 μονάδες πάνω από το 2009, απορροφώντας όλες τις ψήφους του νεοναζιστικού BNP που έχασε τους ευρωβουλευτές του) η πρωτιά των ακροδεξιών στη Δανία (27%), η επιτυχία τους στην Αυστρία (19,5%), η εκλογή νεοναζί ευρωβουλευτή στη Γερμανία (αρκούσε το 1%, καθώς καταργήθηκε το όριο εισόδου στην ευρωβουλή) και άλλα σταθερά αποτελέσματα (Ουγγαρία, σκανδιναυικές χώρες) πρέπει να σημάνουν συναγερμό. 
Ο «γαλαξίας» εθνικής ή δεξιάς αμφισβήτησης της ΕΕ περιέχει βέβαια διάφορες δυνάμεις. Φλαμανδούς αυτονομιστές, Καταλανούς και Βάσκους εθνικιστές, νεοναζιστικά κόμματα, ξενοφοβικές δυνάμεις, ακροδεξιά κόμματα, εκφραστές ενός αστικού οικονομικού προστατευτισμού κ.λπ. 
Ο ευρωσκεπτικισμός από μόνος του ως έννοια, χωρίς ταξικό ή πολιτικό πρόσημο, δεν λέει τίποτα. Ούτε η άνοδος της ακροδεξιάς (πιο σύνθετο φαινόμενο) μπορεί να ταυτιστεί 100% μαζί του. 
Ο ευρωσκεπτικισμός
Το εκλογικό αποτέλεσμα συμπυκνώνει και αποκαλύπτει διάφορες ζυμώσεις και τάσεις στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η ακροδεξιά κολυμπάει σε ένα αναδυόμενο ρεύμα αστικού ευρωσκεπτικισμού που συμμερίζονται σταδιακά και τα «καθωσπρέπει» Δεξιά κόμματα.  
Η άνοδος της ακροδεξιάς στη Δανία, για παράδειγμα, έγινε με σχεδόν πανομοιότυπη ατζέντα με αυτήν της επίσης Δεξιάς (οικονομικός προστατευτισμός, δασμοί, περιορισμοί στις μετακινήσεις των πολιτών της ΕΕ κ.λπ.). Η (αντι)ευρωπαϊκή πολιτική του Φάρατζ δεν διαφέρει και τόσο πολύ από τις απόψεις που κυκλοφορούν και στο κόμμα του Κάμερον. Σε μικρότερο βαθμό ισχύει το ίδιο για τις πρόσφατα διατυπωμένες προτάσεις του Σαρκοζί, που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με το πρόγραμμα της Λε Πεν. 
Αυτά δεν είναι απλοί εκλογικοί ανταγωνισμοί για το ίδιο εκλογικό κοινό. Στις βόρειες χώρες και στις μεγάλες οικονομίες, η συζήτηση για την ΕΕ και την ευρωζώνη έχει ανοίξει και έχει ενταχθεί στον δημόσιο διάλογο με τρόπο που δεν έχει καμία σχέση με τον «αταλάντευτο ευρωπαϊκό προσανατολισμό» του αστικού πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα. Καθώς η κρίση και η αδυναμία αντιμετώπισής της μπορεί να οξύνει τους ανταγωνισμούς και να τροφοδοτεί σκέψεις «ο καθένας για την πάρτη του» στις εθνικές αστικές τάξεις. 
Η διάσπαση της ιταλικής Δεξιάς στη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι και τη Νέα Κεντροδεξιά που στηρίζει τον Ρέντσι, η εμφάνιση της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» που πήρε 7% συνδυάζοντας την νεοφιλελεύθερη πολιτική με το «όχι άλλα χρήματα για τους αποτυχημένους», μπορούν να ενταχθούν σε αυτές τις αναζητήσεις. 
Αστικές διαμάχες
Το βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα είχε ήδη τη δική του, πιο «ευρωσκεπτικιστική» ευρωομάδα (Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές), και πλέον έχει ξεσπάσει ανοιχτή διαμάχη ανάμεσα στην πτέρυγα του κόμματος που θέλει να μπει στη συμμαχία η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» και τον Κάμερον που θέλει να αποφύγει μια τέτοια ανοιχτή αμφισβήτηση της Μέρκελ. Το ακροδεξιό Δανικό Λαϊκό Κόμμα αναφέρεται στους Βρετανούς Τόρηδες ως «φυσικούς συμμάχους του», με πηγές των Τόρηδων να επιφυλάσσονται και να δηλώνουν πως «θα εξεταστεί με πολλή προσοχή» το ενδεχόμενο να μπει η δανική ακροδεξιά στην ευρωομάδα τους. 
Σε αυτό το περιβάλλον μπορεί η ακροδεξιά να αναδεικνύεται ως βασική δύναμη. 
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη, λαϊκή όψη του ευρωσκεπτικισμού. Έχει επισημανθεί πολλές φορές και είναι η ατόφια οργή ενάντια στις πολιτικές των Βρυξελλών, την εξοντωτική λιτότητα, το διαρκές βάθεμα του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της ΕΕ μέσα από απανωτές Συνθήκες. Αυτές οι λαϊκές τάξεις αποτελούν το «κοινό» το οποίο διεκδικεί η ακροδεξιά, για να το οδηγήσει σε (ακίνδυνες για την αστική τάξη) επιλογές «εθνικής αναδίπλωσης» χωρίς να θίγεται η κυριαρχία του κεφαλαίου. Η γαλλική περίπτωση είναι ίσως η πιο καθαρά τοποθετημένη σε αυτό το φαινόμενο, όπου η Λε Πεν έχει κατορθώσει να γίνει βασικός πολιτικός εκφραστής της οργής ενάντια στην «αριστερή λιτότητα» του Ολάντ που καταρρέει. 
Η χρησιμότητα της ακροδεξιάς για τις αστικές τάξεις είναι σήμερα διπλή. Ενώ εκτρέπει την οργή ενάντια στην ΕΕ σε «εθνοκεντρικές» και όχι αντικαπιταλιστικές κατευθύνσεις, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως ιδανικός «μπαμπούλας» όσο κυρίαρχη επιλογή παραμένει ο συντονισμός της επίθεσης στις εργατικές τάξεις και η ενίσχυση των εξουσιών του διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Καθώς σε αυτήν τη φάση παραμένουμε σήμερα (όπως αποτυπώνεται από τον σαφή προσανατολισμό και του Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλιστών), έχει ήδη αρχίσει να εμφανίζεται η σπέκουλα του «όλοι μαζί για να σώσουμε την Ευρώπη από την εθνικιστική ακροδεξιά». Πρόκειται για μια πανευρωπαϊκή εκδοχή της πολιτικής του «συνταγματικού τόξου», που θα επιδιώκει να μετατοπίσει τη συζήτηση από τις ταξικές διαχωριστικές, τη λιτότητα, την πάλη ενάντια στις ευρωσυνθήκες, και να θολώσει αυτές τις γραμμές στο όνομα ενός τάχα προοδευτικού χαρακτήρα που έχει η «ευρωπαϊκή ενοποίηση». 
Πράγματι, η Ευρώπη «μπορεί να γυρίσει στο 1913» (Μέρκελ) και αυτός είναι ένας εφιάλτης που πρέπει να αποτρέψουμε. Αλλά η παράδοση των απαντήσεων που έδωσε σε αυτό το πρόβλημα το διεθνιστικό ρεύμα ήταν σε σύγκρουση με τις αυταπάτες για έναν ειρηνικό «υπεριμπεριαλισμό» και με τα ουτοπικά ευχολόγια για τον θετικό ρόλο που θα έπαιζε η τότε Κοινωνία των Εθνών. 
Αριστερά
Δυστυχώς, τα νέα από την ευρωκάλπη δεν ήταν τόσο καλά για την Αριστερά, που είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να παραγάγει τις αντίστοιχες αναγκαίες απαντήσεις, τόσο ενάντια στη σύγχρονη Ιερά Συμμαχία των Βρυξελλών όσο και ενάντια στην ακροδεξιά και τις τάσεις εθνικής αναδίπλωσης. 
Θετικές ειδήσεις που δείχνουν δυνατότητες υπάρχουν, όπως το σπουδαίο αποτέλεσμα των κομμάτων της Αριστεράς στην Ισπανία (αλλά και τις μεγάλες επιτυχίες των αριστερών εθνικιστικών κομμάτων στο τοπικό πεδίο, που «συρρικνώνονται» όταν προβάλλονται ως πανεθνικό ποσοστό) ή το θετικό ντεμπούτο μιας νέας αριστερής συμμαχίας στο Βέλγιο. Υπάρχουν δυνάμεις που καταγράφουν σοβαρά αποτελέσματα (είτε με μικρή άνοδο είτε με στασιμότητα σε προηγούμενα θετικά σκορ),  όπως το 7,4% του Die Linke στη Γερμανία, το 12,7% του ΚΚ Πορτογαλίας, το 9,6% του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ολλανδίας, το 8% του «Λαϊκού Κινήματος Ενάντια στην ΕΕ» στη Δανία. Αλλού τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά, όπως η υποχώρηση του Πορτογαλικού Μπλόκο στο 4,56% ή οι άσχημες επιδόσεις της γαλλικής Αριστεράς, ενώ σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ εξακολουθεί να επικρατεί «έρημος» στα αριστερά. 
Ως αποτέλεσμα, το πανευρωπαϊκό ποσοστό της ευρωομάδας της Αριστεράς ανεβαίνει από το 4,57% στο 5,59%, παραμένοντας στην 6η θέση (υπολογίζοντας την ενίσχυση από τα «νεοεισερχόμενα» PODEMOS και Λίστα Τσίπρα, αλλά περιμένοντας και συνολικότερα την τελική διάταξη των εδρών στις άλλες ευρωομάδες). 
Αυτή η εικόνα είναι πολύ πίσω και από τις ανάγκες και από τα καθήκοντα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την αναντιστοιχία δυνατοτήτων και αποτελεσμάτων, με την πορεία και το μέγεθος της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα να είναι οι καθοριστικοί. Ωστόσο ευθύνες υπάρχουν και στην ίδια την Αριστερά, που δεν δείχνει πάντα ικανή ή πρόθυμη να εκφράσει θαρρετά και καθαρά την οργή ενάντια στην υπαρκτή ΕΕ ή την αποστροφή σημαντικών μερίδων του κόσμου της εργασίας προς τα παλιά κεντροαριστερά εργαλεία.  
ΣΥΡΙΖΑ
Αυτός ο διεθνής συσχετισμός που αποτυπώθηκε στις κάλπες πρέπει να συνυπολογιστεί στους σχεδιασμούς και στις πολιτικές επιλογές της ελληνικής Αριστεράς. Που πρέπει να αποφύγει την «αναμονή αλλαγής συσχετισμών» στην υπαρκτή ΕΕ για να τολμήσει τη ρήξη, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να είναι μια πολύ μακρά αναμονή. Που ωστόσο δεν πρέπει να καταληφθεί από απαισιοδοξία. Η στρατηγική του «αδύναμου κρίκου» παραμένει η μόνη αριστερή απάντηση στον γόρδιο δεσμό. Τον αρνητικό συσχετισμό κάποιος πρέπει να ξεκινήσει, να επιχειρήσει να τον αλλάξει. Και από τον διεθνή Τύπο και ιδιαίτερα τον αριστερό γίνεται σαφές ότι αυτό το καθήκον παραμένει στις πλάτες του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δυνατότητες «μετάδοσης» συνεχίζουν να υπάρχουν, μέσα στο εκρηκτικό έδαφος που έχει δημιουργήσει πανευρωπαϊκά η κρίση. Αλλά για να πυροδοτηθεί χρειάζεται ένα ελληνικό πείραμα να εμπνεύσει, προχωρώντας χωρίς συμβιβασμούς σε ρήξεις και ανατροπές. Με αυτή την προϋπόθεση, μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα μπορεί να γίνει «η Τυνησία της Ευρώπης» και να ανοίξει δρόμους προς τα αριστερά, προς τη σοσιαλιστική απάντηση στη βαρβαρότητα των Σουλτς-Γιούνκερ και τον εφιάλτη των Λε Πεν. 

 

Ιταλία: Νίκη του Ρέντσι, επιτυχία της Λίστας Τσίπρα 

Στην Ιταλία επιβεβαιώθηκε η ορμή του «μπουλντόζα» Ρέντσι, που εκτόξευσε το Δημοκρατικό Κόμμα στο 40,8% (από 26% στις τελευταίες ευρωεκλογές και 25,4% στις εθνικές του 2013). Επιβεβαιώθηκε επίσης η κρίση της ιταλικής Δεξιάς. Η «Φόρτσα Ιτάλια» του Μπερλουσκόνι μένει στο 16,8% και η διάσπασή της (Νέα Κεντροδεξιά) στο 4,4%, ενώ η Λίγκα του Βορρά πέφτει στο 6,15% από το 10% του 2009, αν και ανακάμπτει από το 4% των εθνικών του 2013. Κανένα από τα θραύσματα της Δεξιάς δεν πήγε καλά, ενώ και το άθροισμα του 27,5% απέχει από τα μεγάλα ποσοστά του παλιού ενωμένου υπό τον Μπερλουσκόνι συνασπισμού. Το Κίνημα του Μπέπε Γκρίλο ήρθε δεύτερο με 21,1% με σχετική κάμψη από το 25% των εθνικών. Ο Γκρίλο ήταν από τους βασικούς χαμένους της αποχής, ενώ το λαϊκιστικό «αντι-παλαιοκομματικό» προφίλ του Ρέντσι τού στερεί το σχετικό «μονοπώλιο». Το σχετικό ξεφούσκωμά του ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενο από όσους είχαν εντοπίσει τις τεράστιες αντιφάσεις και αδυναμίες του. 
Το ευχάριστο είναι πως σε αυτό το ζοφερό τοπίο που περιγράφει η τριάδα Ρέντσι - Μπερλουσκόνι - Γκρίλο, η «Λίστα Τσίπρα» κατάφερε να ξεπεράσει τελικά το όριο του 4% (4,03%), σταματώντας την περίοδο «περιπλάνησης στην έρημο» για την ιταλική Αριστερά. Ενάντια στον πλήρη αποκλεισμό από τα ΜΜΕ, διέψευσε τις δημοσκοπήσεις που την κρατούσαν στο 3,5% (αλλά και τις μεγάλες προσδοκίες των διανοουμένων της πρωτοβουλίας για 7-8%). Κάποιοι ακτιβιστές των κινημάτων που συμμετείχαν στα ψηφοδέλτια κατέγραψαν θετικά αποτελέσματα (αν και δεν εκλέγονται). Ωστόσο, η δημόσια παρουσία και οι θέσεις του Βέντολα (επικεφαλής της «ιταλικής ΔΗΜΑΡ» που συμμετείχε στη Λίστα) αλλά και κάποιων από τους προβεβλημένους διανοουμένους της πρωτοβουλίας έκαναν συχνά τη Λίστα να μοιάζει λιγότερο με «ιταλικό ΣΥΡΙΖΑ» και περισσότερο με τις κεντροαριστερές επιθυμίες τους. 
Από το ξεκαθάρισμα σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα θα φανεί αν η Λίστα θα αποτελέσει πρώτο βήμα ανασυγκρότησης ή θα μείνει μια «εκλογικίστικη» ευκολία χωρίς ουσιαστική για τη ριζοσπαστική Αριστερά συνέχεια. 

 

Γαλλία: Συντριβή Ολάντ, νίκη Λε Πεν

Η σκοτεινή πρόβλεψη επιβεβαιώθηκε στη Γαλλία, όπου το Εθνικό Μέτωπο εκτινάχθηκε στην πρώτη θέση με 25% και απαιτεί εθνικές εκλογές. Η κατάρρευση των κυβερνητικών Σοσιαλιστών συνεχίζεται, με το ταπεινωτικό 14% (χειρότερο και από το 16,5% του 2009 και μίλια μακριά από την εκλογική νίκη του 2012). Η παραδοσιακή Δεξιά του UMP δεν κερδίζει καθώς βρέθηκε στο 21% από το 27,8% του 2009, με την ακροδεξιά της Μαρίν Λε Πεν να ηγεμονεύει στα δεξιά. Το FN καβάλησε το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού. Ενισχύθηκε από την προώθηση της ακροδεξιάς ατζέντας και από το UMP και την υπόκλιση των Σοσιαλιστών στην ατζέντα «νόμος και τάξη». Κυρίως καρπώνεται τη λαϊκή οργή ενάντια στη λιτότητα από μια κυβέρνηση που εκλέχτηκε ως «αριστερά» και δυσφημίζοντας δραματικά την έννοια, στρώνει το δρόμο στην ακροδεξιά έκφραση της οργής, που διευκολύνεται να πάρει τέτοιους δρόμους όσο το εργατικό κίνημα δεν σηκώνει το γάντι. 
Τη ζοφερή εικόνα συμπληρώνει (και εν μέρει εξηγεί) η αποτυχία της γαλλικής Αριστεράς. Το Μέτωπο έμεινε στο 6,34%, στα ίδια με το 6% που είχε κερδίσει ως πρωτοεμφανιζόμενη δύναμη το 2009, και πολύ πίσω από τις προσδοκίες που γέννησε μετά τις εθνικές εκλογές του 2012. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στην άκρα Αριστερά, όπου πέραν της LO, που πήρε ένα 1%, το NPA δεν μπόρεσε να κατέβει σε όλες τις περιφέρειες και βυθίστηκε στο 0,3%, που δεν απέχει μόνο από το 4,9% του 2009 (που από καιρό φαντάζει μακρινό), αλλά και από το 1-2% που κατέγραφε τα τελευταία χρόνια. Αθροιστικά, το 7,6% που μαζεύει συνολικά η Αριστερά, στις συνθήκες που επικρατούν (κατάρρευση του Ολάντ, άνοδος του FN), είναι λίγο. 
Μαζί με άλλα ζητήματα –από τη (μη) συγκρότηση του Μετώπου μέχρι τα ευρωπαϊκά ζητήματα– ξεχωρίζει το τραύμα που άφησαν οι κεντροαριστερές συμμαχίες του ΚΚΓ στις δημοτικές. Η κρίση των δημοτικών αποδείχθηκε «ταυτοτική»-στρατηγική και όχι ένα απλό επεισόδιο, έδειξε πως βαραίνει συνολικά στο Μέτωπο, ιδιαίτερα στις συνθήκες απαξίωσης του Ολάντ. Η εξέλιξη στη Γαλλία είναι μια τρομακτική προειδοποίηση. Ο «συναγερμός» που –υποτίθεται πως–  χτύπησε στα κυβερνητικά κλιμάκια πρέπει να χτυπήσει στους πραγματικούς ενδιαφερόμενους και τους μόνους πραγματικούς αντιπάλους του φασισμού, την Αριστερά και το εργατικό κίνημα, επειγόντως. 

 

Ισπανία: Αριστερά!

Του Josep Maria Antentas, 
από το  site του γαλλικού NPA

Το Λαϊκό Κόμμα έρχεται πρώτο με 4.070.643 ψήφους (26,06%) και 16 εκλεγμένους. Το PSOE ήρθε δεύτερο με 3.593.300 ψήφους (23%) και 14 εκλεγμένους. Αυτό είναι το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία και για τα δύο κόμματα. Μαζί κερδίζουν το 49% της ψήφου, ενώ το 2009 και οι δύο μαζί είχαν φτάσει στο 80,9% (38,78% για το PSOE και 42,12% για το Λαϊκό Κόμμα). Οπότε υπήρξε μια βαθιά διάβρωση του δικομματικού συστήματος. 
Στα αριστερά των Σοσιαλιστών, τα αποτελέσματα είναι ψηλά: Η Ενωμένη Αριστερά κέρδισε 1.561.246 ψήφους (9,99%) και 6 ευρωβουλευτές. Και το νέο κόμμα Podemos, στο οποίο συμμετέχουν οι σύντροφοί μας, έκανε μια εντυπωσιακή υπέρβαση, με 1.244.605 ψήφους (7,96%) και 5 ευρωβουλευτές (μια από αυτούς είναι μέλος της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς). 
Η εμφάνιση του Podemos δημιούργησε μια πολιτική ανατροπή και άλλαξε το τοπίο στην Αριστερά, ύστερα από δεκαετίες αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας της Ενωμένης Αριστεράς στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας. Σε αρκετές περιοχές, όπως η Μαδρίτη για παράδειγμα, το Podemos προηγείται της Ενωμένης Αριστεράς. Το Podemos και η Ενωμένη Αριστερά αθροίζουν 2.786.151 ψήφους (17,95%), όχι πολύ πίσω από το PSOE (23%). Στη Μαδρίτη, το Podemos και η ΕΑ έχουν περισσότερες ψήφους από το PSOE. 
Στο ισπανικό κράτος δεν υπάρχει ένα καθαρό ημιφασιστικό κόμμα της ακροδεξιάς, αλλά αυτό που υπάρχει ως πλησιέστερο είναι το UPyD, του οποίου η βασική ταυτότητα είναι η υπεράσπιση της ισπανικής εθνικής ενότητας ενάντια στην καταλανική και τη βασκική ανεξαρτησία. Κέρδισαν 1.014.985, 6,49% και 4 ευρωβουλευτές, το οποίο είναι καλό αποτέλεσμα για αυτούς, αλλά δεν είναι σεισμός.  

 

 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία