Τις προηγούμενες φορές που ήρθαν

Φωτογραφία

Πρόσφυγες, μια ιστορία επαναλαμβανόμενη

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πέτρος Τσάγκαρης

"Ρίζες έχουν τα δέντρα, οι άνθρωποι έχουν πόδια"
Tζορτζ Στάινερ, Αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας, γεννημένος στο Παρίσι από Εβραίους γονείς αυστριακής και βοημικής καταγωγής

 

1922: Πώς χώρεσαν 1,5 εκατ. κατατρεγμένοι σε μια χώρα κατεστραμμένη

Σ ε αντίθεση με τη φιλολογία που παρουσιάζει την έλευση προσφύγων ως έκτακτο γεγονός, το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του κιόλας, μέχρι και σήμερα υποδέχεται σχεδόν συστηματικά πρόσφυγες πολέμου, πρόσφυγες διωγμών, οικονομικούς πρόσφυγες κ.ά. Μάλιστα πολλοί από τους ανθρώπους που έφταναν στην Ελλάδα, έπαιρναν το χαρακτηρισμό του πρόσφυγα για πολύ πιο ελαφρύτερους κινδύνους απ’ ό,τι ελλοχεύουν σήμερα για τους Σύρους, τους Ιρακινούς, τους Λίβυους, τους Αφγανούς και τους Σομαλούς. Λόγου χάρη, το 1919 ο Έλληνας πρωθυπουργός προειδοποιούσε τα μέλη της ελληνικής κοινότητας στη Φιλιππούπολη, ότι η παραμονή τους στην πόλη μπορούσε πιθανά να οδηγήσει στην «εκούσια απώλεια του εθνισμού των» εξωθώντας τους έτσι στη μετακίνησή τους στην Ελλάδα. 
Αφίξεις
Με το τέλος της ελληνικής επανάστασης του 1821 κιόλας φτάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες από την περιοχή της Σμύρνης και τελικά το κράτος τους εγκαθιστά στην περιοχή της Κορίνθου. Το 1828 ο Καποδίστριας μεριμνά για την περίθαλψη 2.500 προσφύγων, οι οποίοι στεγάστηκαν στο Ναύπλιο με το πρώτο οργανωμένο πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας. Αμέσως μετά άρχισαν οι περιορισμένες ανταλλαγές πληθυσμών με το οθωμανικό κράτος, ενώ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα πρόσφυγες καταφτάνουν κατά κύματα από την Κρήτη (1866, 1869, 1878, 1889, 1896, 1897). Το κύμα του 1869 έφερε στην Ελλάδα 35.000 Κρητικούς από τους οποίους οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα που είχε μόλις 45.000 κατοίκους. 
Το 1906 φτάνουν 50.000 πρόσφυγες από την Ανατ. Ρωμυλία, απόρροια των συγκρούσεων του ελληνικού με το βουλγαρικό κράτος. Πολύ λίγα χρόνια μετά καταφτάνουν 300.000 από την περιοχή της Σμύρνης και άλλες 40.000 που εγκατέλειψαν τις περιοχές της Μακεδονίας που πέρασαν σε βουλγαρική διοίκηση το 1913. Το 1919 ως συνέπεια της συμφωνίας του Νεϊγύ έφτασαν πολλές χιλιάδες από την Α. Ρωμυλία. Μέχρι το 1922, έχουν φτάσει στην Ελλάδα 800.000 πρόσφυγες από τις γειτονικές χώρες, κύρια την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Επιπλέον δεκάδες χιλιάδες ήρθαν από τη Ρουμανία, από τη Ρωσία (εμιγκρέδες, περίπου 55.000), την Αλβανία, από την Αίγυπτο, αλλά και από τα Δωδεκάνησα.
Tη δεκαετία του 1950 και του 1960 φτάνουν και πάλι πρόσφυγες από την Τουρκία, ενώ μετά το 1982 καταφτάνουν κατά χιλιάδες οι παλλινοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες και άλλοι μετανάστες από Αν. Ευρώπη.
Μάλιστα από το 1990 και μετά η Ελλάδα δέχθηκε τεράστια κύματα οικονομικών προσφύγων (μετανάστες) κυρίως από την Αν. Ευρώπη. Η συντριπτική πλειονότητά τους ήρθε παράνομα (πάνω οπό μισό εκατομμύριο Αλβανοί), αλλά -παρά και τις τότε κραυγές των ρατσιστών- η χώρα τους «άντεξε» μια χαρά.
Το 1922
Στις παραπάνω περιπτώσεις θα μπορούσε να βρει κανείς ιδιαιτερότητες που έκαναν την υποδοχή, περίθαλψη και τελικά ενσωμάτωση των προσφύγων μια σχετικά εύκολη διαδικασία σε σχέση με την Ελλάδα του σήμερα.
Ωστόσο το 1922-23 τίποτε από αυτές τις «ευκολίες» δεν ίσχυε: Στην Ελλάδα έφτασε ένας τεράστιος αριθμός προσφύγων που ξεπερνούσε το 1,5 εκατομμύριο. Ο αριθμός αναλογούσε τουλάχιστον στο – περίπου του τότε συνολικού πληθυσμού της χώρας, δηλ. αντίστοιχα σήμερα θα μιλούσαμε για 2.800.000 πρόσφυγες. Μάλιστα όλοι αυτοί ήρθαν για να μείνουν: ούτε ήθελαν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία ούτε «έπαιζε» η απέλασή τους προς την Τουρκία.
Στη Χίο –παρά και ενάντια στα σημερινά «επιχειρήματα» των ρατσιστών και άλλων «ρεαλιστών»– φιλοξενήθηκαν 60.000 (όσοι είναι και σήμερα οι πρόσφυγες σε όλη την Ελλάδα!) και στη Μυτιλήνη 100.000 (βλ. αφιέρωμα Εφ. Συν. 24/9/2016)! Και φυσικά τότε δεν υπήρχε η πληθώρα των τουριστικών καταλυμάτων, των δημόσιων κτιρίων και των άλλων υποδομών.
Αλλά δεν ήταν μόνον τεράστιο (σε σχέση με σήμερα) το πλήθος των προσφύγων τότε. Πολλές χιλιάδες από αυτούς ήταν ξενόγλωσσοι (το μόνο κριτήριο της ανταλλαγής πληθυσμών ήταν η θρησκεία) και σίγουρα όλοι τους είχαν άλλα ήθη και έθιμα, εντελώς ξένα από αυτά που είχαν οι ντόπιοι κάτοικοι δίπλα στους οποίους τελικά έμειναν. «Με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι τουρκόφωνοι χριστιανοί έγιναν Έλληνες και οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Κρήτης και της Μακεδονίας έγιναν Τούρκοι», όπως χαρακτηριστικά λέει ο καθηγητής Α. Λιάκος. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνον στην Ερμούπολη της Σύρου έφτασαν μαζί με τους 2.100 ελληνόφωνους πρόσφυγες και 568 Αρμένιοι, καθώς και 7 Τούρκοι. 
Επίσης πολλοί πρόσφυγες ήταν άρρωστοι με σοβαρές ασθένειες. Σύμφωνα με τον Α. Λιάκο («Εργασία και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου»), περίπου τα – των προσφύγων κατέφταναν στην Ελλάδα εμπύρετοι, οι πρόωροι τοκετοί και οι αποβολές ήταν συχνότατο φαινόμενο, οι δυσεντερίες και ο τύφος μαίνονταν.
Και το κυριότερο: σε αντίθεση με την περίοδο του 1990, η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε περίοδο οικονομικής άνθησης Αντίθετα έβγαινε οικονομικά συντετριμμένη από μια σειρά πολέμους (βαλκανικούς, α’ παγκόσμιο, μικρασιατική εκστρατεία). Οι εργαζόμενοι ντόπιοι τότε όχι μόνον δεν είχαν δικά τους αυτοκίνητα, αλλά αντίθετα, ακόμη και στην Αθήνα στην πλειονότητα των περιπτώσεων, πέντε έως δέκα οικογένειες μοιράζονταν μία τουαλέτα, η δε εξεύρεση πόσιμου νερού ήταν μια καθημερινή πολυτέλεια.
Τέλος, πολιτικά, η Ελλάδα βρισκόταν σε έναν διαρκή εσωτερικό εμφύλιο μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών που είχε ήδη οδηγήσει στην ντε φάκτο διαίρεση του κράτους σε δύο τμήματα (Αθήνα των μοναρχικών και Θεσσαλονίκη των βενιζελικών). Άρα μιλάμε για μια κατάσταση απείρως πιο δύσκολη απ’ ό,τι σήμερα.

 

Η ξενοφοβία τότε

Η κοινωνική αντιμετώπιση των προσφύγων δεν υπήρξε καθόλου ειδυλλιακή, παρότι η μεγάλη μάζα του ντόπιου πληθυσμού τους στήριξε και τους περιέθαλψε: Ρατσισμός, σεξισμός, αισχροκέρδεια, ακόμη και δολοφονίες, ήταν στην ημερήσια διάταξη από το 1922 κιόλας, κάτω από την καθοδήγηση της Δεξιάς και των εφημερίδων.
Οι πρόσφυγες αποκαλούνταν «Τούρκοι», «τουρκόσποροι», «ογλούδες», «γιαουρτοβαφτισμένοι» και «αούτηδες». Οι ρατσιστές υποδυόμενοι τους «αγανακτισμένους πολίτες» έκαναν και τότε την εμφάνισή τους: Ο «Σύνδεσμος Γηγενών Πειραιωτών» εξέδιδε ανακοινώσεις με τις οποίες «κατήγγελλαν» ότι «ενώ η κρίση και η ανεργία μαστίζει τους κατοίκους του, ο Πειραιεύς έχει καταληφθεί από διάφορα πρόσωπα εντελώς ξένα από αυτόν» (Ριζοσπάστης, 15/11/2015).
Οι γυναίκες, επειδή ήταν ίσως πιο μορφωμένες από τις ντόπιες, αντιμετωπίζονταν ιδιαίτερα σεξιστικά. Πολλά ήταν τα «κοσμητικά» επίθετα τα οποία ακολουθούσαν τις γυναίκες-πρόσφυγες, και τα περισσότερα εστιάζονταν στην «ελευθεριότητα» των ηθών, αλλά και στην εγκληματική… καθαριότητά τους.
Το Νοέμβριο του 1922 η εφημερίδα «Σφαίρα» έγραφε ότι «οι Ναοί γέμουν προσφύγων και εξακολουθούν να είναι αι συχαμερώτεροι εστίαι μιασμάτων» και προτείνει να «αραιώσωμεν» διά της μεταφοράς των προσφύγων σε νησιά όπως η Ύδρα, η Άνδρος, η Τήνος και τα Κύθηρα (που τότε δεν σήμαιναν διακοπές αλλά μάλλον εξορία). 
Όταν οι πρόσφυγες κατάφεραν να έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ο εκδότης της «μετριοπαθούς» «Καθημερινής», ο Γεώργιος Βλάχος, δήλωνε ότι δεν θέλει στο κόμμα του (το Λαϊκό) να περιλάβει πρόσφυγες ως πολιτευτές παραθέτοντας ένα ρατσιστικό κρεσέντο που ακόμη και η σημερινή «Καθημερινή» θα έβρισκε ακραίο. «Διατί θα τους περιλάβη;» αναρωτιέται και απαντά: «Αλλά είναι Έλληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι αδελφοί και εξάδελφοι. Όταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων –πράγμα το οποίο δεν θα συμβεί ποτέ– τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί τους παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος» (19/7/1928).
Η «Πανπροσφυγική» έγραφε το 1924 ακόμη και για δολοφονίες άοπλων προσφύγων από ντόπιους με αφορμή τη διανομή των κτημάτων στη Β. Ελλάδα. Σε πολλές περιοχές ακόμη κι αν δεν έφταναν στο φόνο οι ξενόφοβοι απειλούσαν ανοικτά ότι «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαιριών και ροπάλων» (Κ. Κατσάπης «Αντιπαραθέσεις μεταξύ γηγενών και Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα»). Το Νοέμβρη του 1924 στη γενέτειρα του εθνάρχη Καραμανλή, στο Κιούπκοϊ (Πρώτη) Σερρών, οι ντόπιοι επιτέθηκαν και τραυμάτισαν δεκάδες πρόσφυγες (περισσότερες γυναίκες), και προέβησαν σε εμπρησμούς σκηνών, στάβλων και αχυρώνων, καθώς και σε λεηλασίες αποσκευών.
Οι πρόσφυγες γνώρισαν επίσης διωγμούς, ακόμη και εκτελέσεις, και για πολιτικούς λόγους, επειδή δηλ. μέχρι το 1930 ήταν θερμοί οπαδοί των βενιζελικών. Έτσι το 1916 κιόλας πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες που ζούσαν στην Αθήνα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, επειδή ελεγχόταν από αντιβενιζελικές δυνάμεις, και να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη. 
Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι συγκρούσεις μεταξύ ομάδων προσφύγων δεν είναι προνόμιο των Σύρων και των Αφγανών σήμερα: Όταν, το 1923 έκαναν το λάθος να τοποθετήσουν δίπλα δίπλα πρόσφυγες από διαφορετικές περιοχές συνέβαινε ακριβώς το ίδιο. Μία από αυτές τις συμπλοκές στην οποία τραυματίστηκαν 10 άτομα, έγινε στο χωριό Λιμαχόβο της Ηγουμενίτσας, μεταξύ προσφύγων από τη Βουλγαρία και Ποντίων «ένεκα ασυμφωνίας κατά την διανομήν των γαιών διά κλήρου» («Πανπροσφυγική», 1925). 

 

Διά τον φόβον του κομουνισμού

Ή ταν τρεις οι λόγοι για τους οποίους το κράτος και η άρχουσα τάξη τελικά ενδιαφέρθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ο πρώτος ήταν οι απαιτήσεις των ίδιων των προσφύγων (οι κινητοποιήσεις τους ριζοσπαστικοποιήθηκαν και πολύ γρήγορα έφτασαν στις καταλήψεις κτιρίων στις κατ’ εξοχήν νέες προσφυγουπόλεις όπως η Καισαριανή, ο Βύρωνας, η Νέα Ιωνία αλλά και η Καλλιθέα).
Ο δεύτερος λόγος -και συνακόλουθος του πρώτου- ήταν ο «κίνδυνος» του κομουνισμού: Αν οι σχετικά μορφωμένες (σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό) μάζες των προσφύγων παρέμεναν για μεγάλο διάστημα ένα διαμαρτυρόμενο πλήθος (και μάλιστα σε οικτρές συνθήκες: 6.000 πέθαιναν κάθε μήνα το πρώτο εννιάμηνο, σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη», της 15/11/2015), θα μπορούσαν να αποτελέσουν την κοινωνική βάση για το δυνάμωμα του Κομουνιστικού Κόμματος. Η επανάσταση στη Ρωσία ήταν τότε πολύ πρόσφατη και όλες οι αστικές τάξεις της Ευρώπης ήταν πανικόβλητες μπροστά στο πολύ ρεαλιστικό σενάριο ανατροπής τους. 
Ο τρίτος λόγος, αλλά πολύ σημαντικός, ήταν το γεγονός ότι ο Βενιζέλος και η άρχουσα τάξη ήθελαν να εποικίσουν με ελληνικό πληθυσμό κυρίως περιοχές της σχετικά πρόσφατα «απελευθερωμένης» Μακεδονίας όπου οι Έλληνες ήταν μια μικρή μειονότητα. 
Δαπάνες
Έτσι δαπανήθηκαν τεράστια ποσά (το υπουργείο Περιθάλψεως διέθεσε κατ’ αρχάς το υπερβολικά μεγάλο για την εποχή ποσό των 77 εκατ. δραχμών), ενώ διατέθηκε και απίστευτος αριθμός γης (8.000.000 στρέμματα στις αγροτικές περιοχές) και ακινήτων. Στις αγροτικές περιοχές εκτός από κλήρο δίνονταν επιπλέον ενισχύσεις όπως ζώα, δενδρύλλια και γεωργικά εργαλεία. Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων είχε ξοδέψει μέχρι το 1919 πάνω από 4 δισεκατομμύρια δραχμές. Το 1937, για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κρίσης του ’30 υπήρξε και νομοθετική ρύθμιση (από τον δικτάτορα Μεταξά) για το «κούρεμα» των προσφυγικών χρεών.
Μάλιστα το 1922, σε πρώτη φάση, για να στεγαστούν οι πρόσφυγες, επιτάχθηκαν ακόμη οικήματα που ανήκαν σε εταιρίες, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, σε μονές, ναούς και άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα (!) αλλά και τα σπίτια των πλουσίων (επιτάχθηκαν όσα σπίτια είχαν αριθμό δωματίων τουλάχιστον διπλάσιο από τους διαμένοντες ιδιοκτήτες, πρόβλεψη που τότε «φωτογράφιζε» τους πλούσιους). Επίσης συνήφθη δάνειο υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), τον τότε ΟΗΕ. Υπό την αιγίδα της ΚτΕ λειτούργησε και η περίφημη Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), που ακόμη και το 1930 αριθμούσε 2.000 υπαλλήλους -ένα νούμερο εξαιρετικά μεγάλο για την εποχή- και που προικοδοτήθηκε με δάνειο ύψους 15 εκατ. αγγλικών λιρών.
Βέβαια, όπως είπαμε, οι πρόσφυγες εξωθήθηκαν κυρίως στη Β. Ελλάδα και την ύπαιθρο, εκεί που υπήρχαν ανάγκες εξελληνισμού. Οι παροχές στις πόλεις ήταν λιγότερες και μόνον όταν το απαιτούσε η καπιταλιστική συσσώρευση. 
Πάντως, μέχρι τη διάλυσή της το 1930 η ΕΑΠ είχε κατασκευάσει 51.718 οικήματα. Σε αυτά προστέθηκαν 64.000 τουρκικά και βουλγαρικά οικήματα που επισκευάστηκαν (είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους, τους «άλλους» πρόσφυγες), καθώς και 13.500 που έκτισε το ελληνικό κράτος. Σε όλα αυτά συνολικά στεγάστηκαν 560.000 άνθρωποι, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η ΕΑΠ κατασκεύασε επίσης δρόμους, υδραγωγεία, σχολεία και υποδομές υγείας, παρείχε τα μηχανήματα για την εκχέρσωση βραχωδών γαιών και για το χτίσιμο γεφυρών, επιτρέποντας στους νέους κατοίκους να έχουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης. 
Ένας άλλος οργανισμός, το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων έκτισε τους προσφυγικούς συνοικισμούς μέσα στις μεγάλες πόλεις: Βύρωνας, Νέα Ιωνία, Καισαριανή, Κοκκινιά, όπου κατασκεύασε 4.000 κτίρια μέχρι τη διάλυσή του το 1925. 
Συνέπειες
Με την έλευση των προσφύγων, την απαλλοτρίωση τσιφλικιών, τη διανομή γης, τη δημιουργία συνεταιρισμών μεταξύ μικροκαλλιεργητών και τη γενναία επιδότηση, σε μία δεκαετία (1922-1931) οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν κατά 50%, η γεωργική παραγωγή διπλασιάστηκε, εξασφαλίστηκε επάρκεια σε σιτηρά, ενώ η παραγωγή καπνού αυξήθηκε κατά 243%. 
Η ζήτηση για κατοικία σημαίνει ότι αυξήθηκε εκπληκτικά η παραγωγή τσιμέντου -κατά 900% (!) ανάμεσα στο 1921 και το 1934. Με την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας (τα δύο εργοστάσια έγιναν τέσσερα), αντί για εισαγωγικός, ο κλάδος του τσιμέντου έγινε εξαγωγικός. Από το 1920 έως το 1930 η απασχόληση στη βιομηχανία σχεδόν διπλασιάστηκε (από 154.000 στις 280.000 εργάτες), η δε αξία της παραγωγής εξαπλασιάστηκε! Οι εξαγωγές από 8 εκατ. λίρες το 1920, έφτασαν τα 18,7 εκατ. λίρες το 1929. 
Βεβαίως όλα αυτά έγιναν με τη σκληρή εκμετάλλευση των εργατών, τόσο των προσφύγων όσο και των ντόπιων. Η τριπλή καταπίεση της γυναίκας-προσφυγοπούλας (εργάτρια, γυναίκα, πρόσφυγας) σήμαινε ότι λάμβανε μόλις το ένα τρίτο του ανδρικού μισθού, παρά τη σχετικά υψηλή εξειδίκευση που κουβαλούσε από τον τόπο καταγωγής της.
Ωστόσο σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις αυτές σήμαναν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου ολόκληρης της φτωχολογιάς, ανεξαρτήτως αν ήταν πρόσφυγες ή όχι. Κυρίως όμως, όπως έδειξε η ιστορία τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, συνέτειναν και στην πολιτική ανάταση ολόκληρης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.

 

Αριστερά και πρόσφυγες

Σ το άρθρο αυτό δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με την ταξική διαστρωμάτωση των προσφύγων, αλλά αναφερθήκαμε στις συμπεριφορές και στις τύχες της συντριπτικής πλειονότητας που ανεξάρτητα από το τι ήταν στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα έγιναν μεροκαματιάρηδες, εργάτες και αυτοαπασχολούμενοι. Οι πρόσφυγες αυτοί, λοιπόν, τουλάχιστον μέχρι το 1930, υποστήριζαν σε μεγάλα ποσοστά τους βενιζελικούς. Δεν έφτιαξαν δικά τους κόμματα, παρά το μέγεθός του πληθυσμού τους. Ωστόσο, μετά την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας με την Τουρκία το 1930, οι δεσμοί αυτοί διερράγησαν σε μεγάλο βαθμό. Όμως οι πρόσφυγες δεν στράφηκαν μαζικά στη Δεξιά και τον εθνικισμό. Αντίθετα οι πρόσφυγες που είχαν πια ενταχθεί στην εργατική τάξη, στράφηκαν προς τα αριστερά. Μαζικοποίησαν συνδικάτα και δυνάμωσαν την Αριστερά, κύρια φυσικά το ΚΚΕ, του οποίου η ηγετική ομάδα ήδη από το 1931 αποτελείτο στην πλειοψηφία της από πρόσφυγες, όπως μας λέει ο Ά. Ελεφάντης («Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης»). 
Αυτός είναι ένας συμβολικός λόγος για θυμόμαστε όσα χρωστάμε εμείς, η ελληνική Αριστερά, σήμερα στους πρόσφυγες. Οι οποίοι, να είστε βέβαιοι, θα συνεχίσουν να έρχονται όπως έρχονταν τους τελευταίους δύο αιώνες.