Το Ενιαίο Μέτωπο, η κυβέρνηση της Αριστεράς και η κομουνιστική παράδοσ

Φωτογραφία

Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου προλογίζοντας ένα πρόσφατο βιβλίο του Βασίλη Λιόση (Τα κοινωνικοπολιτικά μέτωπα στην Τρίτη Κομουνιστική Διεθνή, εκδόσεις ΚΨΜ 2014) αναφέρεται σε «μια αξιοπρόσεκτη άνοδο του ενδιαφέροντος για ιστορικά θέματα, τα οποία όχι σπάνια τροφοδοτούν παθιασμένες πολιτικές συζητήσεις». Ερμηνεύει μάλιστα αυτήν τη στροφή του ενδιαφέροντος προς το ιστορικό παρελθόν μέσω του «κεντρίσματος» από «τα δυσεπίλυτα ερωτήματα ενός σκληρού παρόντος».
Έτσι είναι.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλλος

Η κρίση, η καπιταλιστική επίθεση, η κατεδάφιση των εργατικών κατακτήσεων του 20ού αιώνα, η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ –ίσως του πιο ισχυρού, κάποτε, σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ευρώπη–, η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στο 30% και η πιθανότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, έχουν δημιουργήσει μια απολύτως πρωτότυπη κατάσταση.
Τα νερά όπου πλέουμε είναι πράγματι αχαρτογράφητα και οφείλουμε να βρούμε μόνοι μας την πορεία, με βάση «τη συγκεκριμένη ανάλυση, της συγκεκριμένης κατάστασης». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να πλέουμε χωρίς πυξίδα.
Γιατί το εργατικό κίνημα, η κομουνιστική Αριστερά, έχει περάσει ξανά από ανάλογες καταστάσεις. Η συσσωρευμένη εμπειρία του «ιστορικού παρελθόντος» συγκροτεί κριτήρια, πολύτιμα για την επεξεργασία του «σκληρού παρόντος». Πολύ περισσότερο όταν η επεξεργασία αυτής της εμπειρίας έχει ήδη γίνει από τη μεγάλη επαναστατική «γενιά» του κύματος που εξαπέλυσε η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, συγκροτώντας μια πολύτιμη θεωρητική παράδοση.
Η 3η Διεθνής 
Η Κομουνιστική Διεθνής, στο πρώτο (1919) και στο δεύτερο (1920) συνέδριό της, καταπιάστηκε με τα ζητήματα της ρήξης ανάμεσα στο κομουνιστικό ρεύμα και το ρεύμα του ρεφορμισμού της 2ης Διεθνούς. Καταπιάστηκε με την αναγκαία διάσπαση με τους σοσιαλδημοκράτες, που είχαν προηγουμένως ταυτιστεί με τον πόλεμο, που είχαν πρωτοστατήσει για την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία, που είχαν χρεωθεί το αίμα της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Λίμπνεχτ. Τα καθήκοντα αυτά ήταν αυτονόητα, μέσα στις συνθήκες ανόδου του επαναστατικού κύματος που ακολούθησε το 1917.
Όμως τι θα έπρεπε να κάνουν τα τμήματα της Διεθνούς, τα νεαρά και σχετικά άπειρα ΚΚ, αν οι συνθήκες αντιστρέφονταν; Αν το επαναστατικό κύμα καμπτόταν, αν ο καπιταλισμός σταθεροποιούνταν και αν η σταθεροποίηση έδινε τη θέση της σε μια καπιταλιστική αντεπίθεση; Γιατί αυτή η στροφή στην αντικειμενική κατάσταση είχε ήδη διαφανεί το 1921, ενώ ήταν πλέον δεδομένη το 1922.
Με την απάντηση σε αυτό το αποφασιστικής σημασίας ερώτημα καταπιάστηκε το 3ο Συνέδριο (Ιούνης-Ιούλης 1921) και ολοκλήρωσε το 4ο Συνέδριο της Διεθνούς (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1922). Και το κέντρο της απάντησης ήταν η λογική, η τακτική του Ενιαίου Μετώπου (EM).
Ενιαίο Μέτωπο
Ο Λένιν και ο Τρότσκι, οι «δάσκαλοι» της ρήξης με το ρεφορμισμό στο προηγούμενο διάστημα, είχαν στις νέες συνθήκες την υποχρέωση να «διδάξουν» ότι ήταν αυθεντικό το, πλειοψηφικό στις γραμμές των εργατών, αίτημα για ενότητα στη δράση όλων των εργατικών κομμάτων. Ότι τα ΚΚ θα έπρεπε να επεξεργαστούν μια τακτική που να ξεπερνά το «ιστορικό σχίσμα» μέσα στο εργατικό κίνημα, ως προϋπόθεση για αποτελεσματική άμυνα της εργατικής τάξης, ως προϋπόθεση για την ταχύτερη δυνατή αντεπίθεση.
Μια σημαντική συνεισφορά του βιβλίου του Ριντέλ είναι η απόδειξη ότι η γραμμή του Ενιαίου Μετώπου δεν προέκυψε πάνοπλη από το κεφάλι του Λένιν και του Τρότσκι –σαν την Αθήνα από του Δία– αλλά, αντίθετα, μέσα από την ταραχώδη πορεία των τμημάτων της Διεθνούς και ειδικότερα του ΚΚ στη Γερμανία.
Μέσα σε αυτήν την πορεία η Κομιντέρν ξεκαθάριζε σταδιακά: Ότι το ΕΜ δεν είναι «κομπίνα», δεν είναι τεχνική περιορισμένη στο στόχο να αποσπαστούν μέλη από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (Ζινόβιεφ). Ότι το ΕΜ δεν αφορά μόνον τους εργατικούς - συνδικαλιστικούς αγώνες (Μπορντίγκα), αλλά επεκτείνεται σε μεγάλο φάσμα, φτάνοντας τελικά στον πολιτικό αγώνα. Ότι το ΕΜ δεν αφορά συγκυριακά ζητήματα, ούτε αναγκαστικά περιορίζεται σε χρονική διάρκεια (Ρουθ Φίσερ και γερμανική «υπεραριστερή» μειοψηφία), αλλά αντίθετα αφορά «μιαν ολόκληρη περίοδο, ίσως και μιαν ολόκληρη εποχή». Ότι το ΕΜ για να υπηρετηθεί αποτελεσματικά προϋποθέτει τον προγραμματικό εμπλουτισμό των ΚΚ, με μια σειρά συγκεκριμένα μεταβατικά αιτήματα που, διαθέτοντας τη συναίνεση της εργατικής πλειοψηφίας, στηρίζουν τη δυνατότητα για ενωτικούς αγώνες. Ότι το ΕΜ δεν κατακτιέται δωρεάν, ότι προϋποθέτει ένα επίπεδο πειθαρχίας των ΚΚ σε αυτό. Πειθαρχία που πρέπει να υπηρετείται τόσο «από τα κάτω» όσο και «από τα πάνω» με τις διαβόητες «διαπραγματεύσεις σε επίπεδο ηγεσιών», ενώ η απέχθεια απέναντι σε αυτές τις «διαπραγματεύσεις» και γενικότερα απέναντι στις «από πάνω» διεργασίες θα πρέπει να ξεπεραστεί ως «παιδιάστικη ανωριμότητα». 
Σε όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτήν τη συζήτηση ήταν ολοφάνερο ότι η γραμμή του ΕΜ ενέχει σοβαρούς κινδύνους, κινδύνους υποταγής ή προσαρμογής στους ρεφορμιστές. Για την αποφυγή αυτής της παγίδας ο Λένιν και ο Τρότσκι επιμένουν σε δύο σημεία: α) Στο αναλυτικό ξεκαθάρισμα της λογικής του ΕΜ. Που από την Κομιντέρν ποτέ δεν επιχειρηματολογείται ως μια μέθοδος ειρηνικής και κοινοβουλευτικής πορείας προς το σοσιαλισμό, αλλά ως μια αναγκαστική επιλογή για την καλύτερη οργάνωση της άμυνας της εργατικής τάξης, με στόχο το ταχύτερο δυνατόν πέρασμα στην εργατική αντεπίθεση. β) Στην απαράβατη αρχή της διατήρησης της ανεξαρτησίας των επαναστατικών δυνάμεων, της άρνησης των ΚΚ να αυτοδιαλυθούν μέσα σε κοινούς με τους ρεφορμιστές ή τους αριστερότερους «κεντριστές» πολιτικούς σχηματισμούς. 
Κυβέρνηση Αριστεράς
Στο 4ο Συνέδριο η συζήτηση για το ΕΜ επικεντρώθηκε στο ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, δηλαδή της πιθανότητας να αναδειχθεί (μέσα από έναν συνδυασμό των μαζικών αγώνων από τα κάτω και μιας κοινοβουλευτικής κρίσης) μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού μια κυβέρνηση στηριγμένη στα αριστερά-εργατικά κόμματα. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις, κάτω από την επιμονή του Λένιν, το σύνθημα για τις Εργατικές Κυβερνήσεις εγκρίθηκε ως «απόληξη της λογικής του ΕΜ». Εγκρίθηκε για γενική προπαγανδιστική χρήση παντού και ως άμεση πολιτική προοπτική για τις χώρες όπου η κρίση των αστικών κομμάτων δημιουργεί τη δυνατότητα κυβερνητικής εξουσίας στα εργατικά κόμματα, χωρίς να υπάρχουν οι συνθήκες άμεσης εργατικής εξουσίας. Εγκρίθηκε επίσης μια «τυπολογία» εργατικών κυβερνήσεων που κατέληγε σε διαφορετικά καθήκοντα για τα ΚΚ: την ψήφο, την ανοχή, την κριτική υποστήριξη ή και τη συμμετοχή υπό προϋποθέσεις. Αυτή η γραμμή σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε υπόκλιση στον «κοινοβουλευτικό κρετινισμό»: αντίθετα η εργατική κυβέρνηση έγινε δεκτή από την Κομιντέρν ως «μια πιθανή οδός μετάβασης» προς την εργατική εξουσία, προβλέποντας ότι σε συγκεκριμένες συνθήκες και υπό συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις θα οδηγούσε «σε κλιμάκωση και επιτάχυνση της ταξικής πάλης». 
Ο Τρότσκι, ο θεωρητικός της Διαρκούς Επανάστασης, έγραφε αργότερα: «Ο σκοπός του ΕΜ δεν μπορεί παρά να είναι μια κυβέρνηση ΕΜ, δηλαδή μια κυβέρνηση κομουνιστών-σοσιαλιστών, ένα “υπουργείο” Μπλουμ-Κασέν. Πρέπει να το πούμε ανοιχτά. Αν το ΕΜ παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά –και μόνον έτσι θα το πάρουν στα σοβαρά και οι λαϊκές μάζες– δεν μπορεί να αποφύγει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας. Με ποια μέσα; Με όλα τα μέσα που οδηγούν στο σκοπό. Το ΕΜ δεν αρνείται τον κοινοβουλευτικό αγώνα...».
Στο 4ο Συνέδριο της Διεθνούς κυριάρχησε το κριτήριο της διεκδίκησης της μέγιστης δυνατής ενότητας γύρω από την εργατική τάξη, με στόχο τη συσπείρωση των μεγαλύτερων δυνάμεων ώστε να γίνει εφικτή η ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης. Με αυτό τον τρόπο άνοιξε η συζήτηση για την αντιμετώπιση του φασισμού. Με αυτό τον τρόπο υιοθετήθηκαν οι αναγκαίες πρωτοβουλίες των ΚΚ με στόχο τη γυναικεία απελευθέρωση. Με αυτό το κριτήριο αποφασίστηκε η γραμμή για τους «λαούς της Ανατολής», για τις πρωτοεμφανιζόμενες τότε αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις.
Αυτά τα κριτήρια καταστράφηκαν στη συνέχεια. Η άνοδος του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ μετέτρεψε τη ρωσική αντιπροσωπεία στην Κομιντέρν στον κριό της κατεδάφισης της παράδοσης των 4 πρώτων συνεδρίων. Στο 5ο και στο 6ο Συνέδριο της Διεθνούς, υπό την επιφανειακή ηγεσία του Ζινόβιεφ, η «υπεραριστερή» επίθεση στη σοσιαλδημοκρατία ξεδόντιασε την πολιτική του ΕΜ, φτάνοντας στην αυτοκτονική πολιτική της «3ης περιόδου», του «σοσιαλφασισμού», που ταύτιζε το SPD με τον Χίτλερ. Από το 7ο Συνέδριο και μετά, η άμεσα σταλινική ηγεσία της Διεθνούς αντέστρεψε πλήρως το ΕΜ, υιοθετώντας τη «στρατηγική των σταδίων» και τα Λαϊκά Μέτωπα, δηλαδή τη συνεργασία ακόμα και με τα δημοκρατικά αστικά κόμματα. Άνοιγε έτσι ο δρόμος για την ήττα της επανάστασης στην Ισπανία, για την ήττα του Λ.Μ. στη Γαλλία, για τη Γιάλτα, για τις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας στη Γαλλία και την Ιταλία του 1945... Μέσα από την υποταγή στο σταλινικό «διεθνές κέντρο» η ίδια η Κομιντέρν έπαιρνε το δρόμο της ντροπιαστικής αυτοδιάλυσης, ενώ γύρω μαινόταν η κόλαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όμως αυτά είναι μια άλλη ιστορία.

 

Νέο βιβλίο από τις εκδόσεις Red Marks: «Το Ενιαίο Μέτωπο. Η συζήτηση και οι θέσεις του 4ου Συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς»

Οι εκδόσεις Red Marks θα εκδώσουν στις επόμενες εβδομάδες ένα μικρό βιβλίο στηριγμένο στον ογκώδη τόμο (των 1.350 σελίδων!) του συνόλου των πρακτικών και των συζητήσεων του 4ου Συνεδρίου της Κομουνιστικής Διεθνούς (1922) που επιμελήθηκε ο Τζον Ριντέλ. Η έκδοση στα ελληνικά γίνεται σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Ριντέλ.
Ο Τζον Ριντέλ είναι ιστορικός, καθηγητής πανεπιστημίου και σήμερα ζει στον Καναδά, όπου συμμετέχει δραστήρια στο αντικαπιταλιστικό κίνημα αντίστασης.
Από τη δεκαετία του ’60 πήρε μέρος στους αγώνες μέσα από τις γραμμές της μαρξιστικής επαναστατικής Αριστεράς. Ως στέλεχος του τροτσκιστικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος στις ΗΠΑ (SWP, ΗΠΑ) είχε την ευθύνη για την έκδοση από το Pathfinder Press των ντοκουμέντων και συζητήσεων μέσα στο κομουνιστικό κίνημα από το 1907 ως το 1923, στους έξι τόμους με το γενικό τίτλο: «Η Κομουνιστική Διεθνής στον καιρό του Λένιν». Το βιβλίο του για το 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν εκδόθηκε το 2012 από το Haymarket Books, στο Σικάγο. Ο Ριντέλ συνεργάζεται σήμερα με την εφημερίδα «Socialist Worker» που εκδίδει στις ΗΠΑ η Διεθνιστική Σοσιαλιστική Οργάνωση (ISO, ΗΠΑ) και είναι συχνά ομιλητής στα συνέδρια και στις εκδηλώσεις της ISO. 
Τη μετάφραση των κειμένων στα ελληνικά έκανε ο Βασίλης Μορέλας.