Η πρόσφατη συνάντηση Μέρκελ-Σαρκοζί στο Βερολίνο ήταν άλλος ένας κρίκος στις συναντήσεις εκτάκτου ανάγκης και επαναβεβαίωσε τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι εκπρόσωποι των καπιταλιστών στην Ευρώπη. Οι σημαντικότερες συμφωνίες του παρελθόντος (όπως π.χ. αυτή της 21/7) δεν ισχύουν πια, καθώς οι δύο ηγέτες δήλωσαν εμφατικά πως η Γαλλία και η Γερμανία πιέζουν για αλλαγές των συνθηκών.
Εξάλλου τα ποσά που πριν από μερικούς μήνες θεωρούνταν ικανοποιητικά ως εργαλεία μελλοντικών διασώσεων, σήμερα, με την επέκταση της κρίσης χρέους στην Ιταλία, αποδεικνύονται εντελώς ανεπαρκή.
Τώρα η κρίση απειλεί τη βιωσιμότητα των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών (και τελικά των παγκόσμιων τραπεζών), ενώ την κατάσταση χειροτερεύει η εντεινόμενη ύφεση στη οικονομία διεθνώς, κατάσταση την οποία το ΔΝΤ αποκάλεσε «μια επικίνδυνη νέα φάση». Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σύνοδο του ΔΝΤ το Σεπτέμβρη οι ΗΠΑ και άλλες κυβερνήσεις απαίτησαν από τους Ευρωπαίους νέα δαπανηρά μέτρα για να περιοριστεί η κρίση και η μετακύλισή της στην παγκόσμια οικονομία.
Πρόβλημα
Ωστόσο οι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι των καπιταλιστών βρίσκονται μπροστά σε ένα διαρκές πρόβλημα, καθώς κάθε φορά που το επιλύουν αυτό επανέρχεται σε υψηλότερο επίπεδο: Στόχος είναι η διάσωση των τραπεζών τους (δηλ. του ισχυρότερου τμήματος του κεφαλαίου, του χρηματοπιστωτικού) οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια είχαν αποδυθεί σε έναν ατέλειωτο τζόγο αγοράζοντας προϊόντα που τότε ήταν κερδοφόρα και λέγονταν «επενδυτικά» και τώρα είναι κουρελόχαρτα και λέγονται τοξικά. Όμως για να βρουν τα κεφάλαια διάσωσης, τα κράτη αναγκάζονται να δανείζονται και να εκτοξεύουν τα χρέη τους. Σε πολλές περιπτώσεις όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, αλλά και η Ιταλία, τα χρέη φτάνουν σε τέτοια επίπεδα που οι δανείστριες τράπεζες αμφιβάλλουν αν θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Και έτσι οι κυβερνήσεις έρχονται ξανά αντιμέτωπες με το πρόβλημα μόνον που αυτή τη φορά πρέπει να ξοδέψουν ακόμη περισσότερα λεφτά για να απαλλάξουν τις τράπεζες από τις επισφαλείς απαιτήσεις τους, δηλ. για να κοινωνικοποιήσουν τις ζημιές τους. Γι’ αυτό σήμερα οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι τα 600 δισ. του EFSF είναι πολύ λίγα και ότι το ποσό πρέπει να φτάσει στα 3 τρισ.!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων που «επιλύονται», αλλά μετά επανέρχονται σε χειρότερη μορφή, είναι η γαλλοβελγική τράπεζα Dexia, η οποία είχε «διασωθεί» το 2008 με δημόσια χρήματα (δηλ. των εργαζομένων). Πόσο είχε κοστίσει εκείνη η διάσωση; Εκατόν πενήντα δισ. ευρώ! Τον Ιούνιο του 2011 η Dexia πέρασε με επιτυχία τα στρες τεστ που κάνουν οι διάφοροι οίκοι αξιολόγησης. Κι όμως σήμερα αποκαλύπτεται ότι έχει στο ενεργητικό της 21 δισ. τοξικά «χαρτιά», ενώ συνολικά τα επισφαλή ποσά του ενεργητικού της ανέρχονται σε 520 δισ. ευρώ! Στις 8/10 η βελγική κυβέρνηση εθνικοποίησε αυτή τη ζημιά ξοδεύοντας μέσα σε λίγες ώρες άλλα τέσσερα δισεκατομμύρια ευρώ δημόσιου πλούτου. Ωστόσο στις υποχρεώσεις του Βελγίου είναι ακόμη και η εγγύηση της χρηματοδότησης της μελλοντικής «κακής τράπεζας» που θα προέλθει από τη διάσπαση του ομίλου Dexia, με ποσοστό που θα υπερβαίνει το 60% και ανέρχεται σε 54 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Ντ. Ρέιντερς. Τι έγινε μετά από αυτή την εξέλιξη; Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s προειδοποίησε πως ενδέχεται να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα του Βελγίου!
Διαφωνίες
Για να γυρίσουμε στο Βερολίνο, εκεί η Μέρκελ και ο Σαρκοζί συμφώνησαν ότι θα κάνουν τα πάντα για τη διάσωση των τραπεζών τους μέσα από τη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης. Ωστόσο αρνήθηκαν να δώσουν λεπτομέρειες της «συμφωνίας». Και οι δύο ευχήθηκαν να «επιλύσει εγκαίρως η Ευρώπη τα προβλήματα από τώρα μέχρι τις Κάννες», δηλ. μέχρι τη σύνοδο των G20 στις αρχές Νοέμβρη. Ο μεν Σαρκοζί θέλει γενναία αύξηση των κεφαλαίων του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης (EFSF), η δε Μέρκελ πιέζει για περισσότερο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, αφού η ζημιά δεν θα είναι τόσο μεγάλη για τις γερμανικές τράπεζες.
Αυτές οι διαφωνίες εξοργίζουν τους εκπροσώπους του παγκόσμιου κεφαλαίου που βλέπουν το τέρας της κρίσης να μεγαλώνει και τους Ευρωπαίους να ερίζουν για μικροδιαφορές. Ο Ομπάμα απαιτεί εδώ και τώρα οριστική λύση, ενώ ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ρόμπερτ Ζέλικ δήλωσε ανοιχτά ότι οι ηγέτες της Ευρώπης δεν έχουν όραμα για το μέλλον της ευρωζώνης. Ο σοσιαλδημοκράτης πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, Γκ. Σρέντερ, επιτέθηκε στην κυβέρνησή του λέγοντας ότι πρέπει να πάψει να έχει αντιρρήσεις για την ενίσχυση του EFSF και για τα ευρωομόλογα.
Είναι τέτοια η ποιότητα της κρίσης και οι συστημικοί κίνδυνοι για τον καπιταλισμό, που κάποιοι από τους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού κεφαλαίου έχουν κυριολεκτικά ζαλιστεί: Σε συνέντευξή του στην «Μπιλντ», ο νεοφιλελεύθερος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ.Μ. Μπαρόζο κατηγόρησε τις… αγορές ότι «καλλιεργούν τον πανικό». Επίσης θυμήθηκε τώρα να καταγγείλει ότι χώρες της ευρωζώνης άσκησαν τεράστιες πολιτικές πιέσεις επί της Επιτροπής για να δεχθεί την Ελλάδα στην Νομισματική Ένωση το 2001.
Ντόμινο
Η κρίση των τραπεζών είναι και πάλι βαθιά, παρά τα τεράστια πακέτα διάσωσης των τελευταίων ετών. Οι μεγαλύτερες τράπεζες της Γαλλίας, η BNP Paribas και η Société Générale, έχουν χάσει τη μισή χρηματιστηριακή τους αξία μέσα στους τρεις τελευταίους μήνες. Στις 7/10 οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν δώδεκα αγγλικές τράπεζες μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία. Αλλά δεν είναι μόνον η Ευρώπη: Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Ράιχ, η Γουόλ Στριτ είναι εκτεθειμένη σε ομόλογα και άλλα χαρτιά της ευρωζώνης συνολικού ύψους 2,7 τρισεκατομμυρίων δολ. (τα μισά από αυτά τα οφείλουν γαλλικές και γερμανικές τράπεζες). Έτσι μια πιθανή στάση πληρωμών της Ελλάδας -και πολύ περισσότερο της Ιταλίας- θα οδηγήσει σε ένα ντόμινο το οποίο μέσα σε λίγες ώρες θα φτάσει στις ΗΠΑ, τραντάζοντας τα θεμέλια του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Γι’ αυτό οι ζαλισμένοι εκπρόσωποι του κεφαλαίου συναντιούνται και ξανασυναντιούνται για να βρουν λύσεις. Είναι τόσο επαναλαμβανόμενες αυτές οι έκτακτες συναντήσεις που δεν μπορεί κανείς να τις ονομάζει πλέον έκτακτες. Αλλά είναι και αδιέξοδες ακριβώς επειδή οι ηγέτες ανακαλύπτουν ότι, εκτός από το να κλέβουν όλο και περισσότερο από τους λαούς τους, εντός του συστήματος δεν υπάρχουν άλλες λύσεις. Γι’ αυτό ζούμε αυτό που ο Σλ. Ζίζεκ ονόμασε παραστατικά «κατάσταση διαρκούς οικονομικής εκτάκτου ανάγκης».