Οι καγκελαρίες και τα πολιτικά γραφεία, οι έδρες των μεγάλων επιχειρήσεων σε όλη την Ευρώπη έχουν ήδη καταληφθεί από τον πανικό. Ο Τύπος σε όλη την ΕΕ, μετά τις αποφάσεις της 9/12 (βλ. σελ. 8-9), συζητά πλέον ανοιχτά ακόμα και το ενδεχόμενο να μην επιβιώσει η ευρωζώνη μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2012!
Πολιτική και δημοσκοπική κατάρρευση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ
Πέρα από τα χοντρά ζητήματα του ευρώ (σπάσιμο της «φούσκας» του χρέους σε Ιταλία, Βέλγιο ακόμα και σε Γαλλία…), η απειλή που αντιμετωπίζουν, είναι η νέα «βουτιά» της διεθνούς κρίσης του συστήματος. Η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ, η επικεφαλής του ΔΝΤ, παρομοιάζει πλέον την κατάσταση με τη δεκαετία του ’30 και δηλώνει ότι καμιά οικονομία στον κόσμο δεν θα μείνει αλώβητη.
Σε αυτές τις συνθήκες, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κάνουν το μόνο που γνωρίζουν: Απαιτούν όλο και πιο άγρια, όλο και πιο μακρόχρονα προγράμματα λιτότητας. Μόνο που από τα προηγούμενα «επεισόδια» της κρίσης οι ανταγωνισμοί έχουν αποδυναμώσει το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο (με πιο συγκεκριμένο το παράδειγμα της «εξόδου» της Βρετανίας του Κάμερον). Μόνο που οι κυβερνήσεις, μέσα από τα προηγούμενα προγράμματα λιτότητας που επέβαλαν, έχουν εξαντλήσει όλες τις δυνάμεις και εφεδρείες τους, την ώρα που πρέπει να μπουν σε αποφασιστική πολιτική μάχη. Μόνο που οι ευρωαποφάσεις της 9/12 προκαλούν πλέον σε πανευρωπαϊκή κλίμακα την αντίδραση ενός πολύ επικίνδυνου «παίκτη»: του εργατικού κινήματος στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία κ.λπ., που κατ’ επανάληψη στο παρελθόν έχει αποδείξει ότι μπορεί να αλλάζει την πορεία και τη μοίρα όλης της Ευρώπης. Το 2012 αναμένεται, λοιπόν, σαν μια πολύ κρίσιμη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα χρονιά.
Παπαδήμος
Στο μάτι αυτού του κυκλώνα θα βρεθεί η κυβέρνηση Παπαδήμου.
Όταν ο αρχιτραπεζίτης ανέλαβε ως πρωθυπουργός της τρικομματικής, υποστηρίξαμε ότι η κυβέρνησή του θα αποδεικνυόταν πιο αδύναμη από την προκάτοχο κυβέρνηση του ΓΑΠ. Πριν ο Παπαδήμος κλείσει μήνα στην εξουσία, η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται πλήρως. Η κοινή πολιτική εμπειρία, αλλά πλέον και οι δημοσκοπήσεις, δείχνουν την κατάρρευση της δημοτικότητας του πρωθυπουργού, την εξάντληση της αντοχής του κόσμου, την ωρίμανση του αιτήματος «να πέσουν».
Η κυβέρνηση Παπαδήμου διέψευσε (μέσα σ’ ένα μήνα!) το μύθο των ικανών τεχνοκρατών. Ο προϋπολογισμός καταρρέει, πέφτοντας έξω από όλες τις προβλέψεις για τα έσοδα, παρά τις δρακόντειες περικοπές στις δαπάνες και τη συντριβή των μισθών και των συντάξεων. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι αρνούνται να αποδώσουν έστω και ελάχιστους φόρους; Όταν πάνω από 200.000 επιχειρήσεις(!) αποφεύγουν να καταβάλουν στο κράτος τον ΦΠΑ που ήδη έχουν εισπράξει από τον κόσμο; Η άρνηση της τρικομματικής να φορολογήσει το κεφάλαιο –όπως ακριβώς και οι προκάτοχοί της– καταδικάζει την όποια απόπειρα «συμμαζέματος» των δημόσιων οικονομικών σε πλήρη αποτυχία.
Τρόικα
Η καταγραφή αυτής της αποτυχίας μεταφράζεται αυτόματα –μετά από αίτημα των ελεγκτών της τρόικας– σε υποχρέωση νέων πρόσθετων μέτρων λιτότητας, ύψους 2,5-3 δισ. ευρώ. Οι τροϊκανοί θεωρούν αυτή την υποχρέωση αυτονόητη και δηλώνουν ότι θα ελέγξουν την «ανταπόκριση» της κυβέρνησης μέσα στο Γενάρη. Όμως το ντόπιο πολιτικό προσωπικό –δικαίως– πανικοβάλλεται: Γνωρίζουν ότι μετά από έξι γενικευμένες «δέσμες» σκληρών προγραμμάτων λιτότητας, η εξαγγελία νέων μέτρων θα είναι μια επικίνδυνη περιπέτεια που μπορεί να έχει χαρακτήρα ζωής ή θανάτου για την κυβέρνηση Παπαδήμου.
Σε αυτό το υπόβαθρο στηρίζεται η συζήτηση για το χειρισμό των πολιτικών εξελίξεων: οι αφασικοί τεχνοκράτες, ο αδίστακτος Καρατζαφέρης και οι μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού τύπου Ντόρας, απαιτούν να «αφεθεί ο Παπαδήμος να δουλέψει», φτάνοντας να μιλούν ακόμα και για… «ανασχηματισμό» μιας κυβέρνησης που κατά τα άλλα θεωρείται «ειδικού σκοπού» και περιορισμένης ευθύνης. Το επιχείρημά τους είναι απλό: η προσφυγή στην κάλπη οδηγεί σε αστάθεια, που θα ενισχυθεί από τη δύναμη που αναμένεται να καταγράψει η Αριστερά.
Οι πιο πολιτικοί διαπιστώνουν την αδυναμία της κυβέρνησης, τον κίνδυνο να ανατραπεί με ανεξέλεγκτες διαδικασίες και προκρίνουν την προσφυγή στις κάλπες, με ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο μιας νέας κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας», μετά όμως από την καταγραφή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των κομμάτων στις εκλογές.
Το πρόβλημά τους είναι ότι δεν βγαίνουν «τα κουκιά» ούτε αριθμητικά, ούτε πολιτικά. Η κατάρρευση των ποσοστών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, η καθοδική στασιμότητα του ΛΑΟΣ και η αγωνία για την επιβίωση του κόμματος της Ντόρας, μετατρέπουν το ερώτημα «ποιος θα είναι ο κορμός της επόμενης κυβέρνησης;» σε δισεπίλυτο σταυρόλεξο. Με τα σημερινά δεδομένα των δημοσκοπήσεων, μια μετεκλογική κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» θα όφειλε να στηριχτεί και στα τέσσερα παραπάνω κόμματα, πιθανότατα και στην ενίσχυση από τη ΔΗΜ.ΑΡ. του Κουβέλη, για να έχει πιθανότητες βιωσιμότητας μέσα σε μια τόσο σοβαρή κρίση.
Πολιτικά, τα πράγματα για τα αστικά επιτελεία είναι ακόμα χειρότερα.
ΝΔ
Η ΝΔ του Α. Σαμαρά δεν πείθει κανέναν ότι ως πρώτη δύναμη θα μπορεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο. Οι κωλοτούμπες του Σαμαρά έχουν απομακρύνει, αλλά δεν έχουν σβήσει τις αναμνήσεις από την εποχή της «αντιμνημονιακής» δημαγωγίας. Η πρόταση της ΝΔ για μείωση των εργοδοτικών εισφορών, την ώρα που καταρρέουν τα ασφαλιστικά Ταμεία, είναι «μήνυμα» προς τους καπιταλιστές ότι το κόμμα της Δεξιάς κάνει όλες τις προσπάθειες για να ευθυγραμμιστεί απολύτως με τις ανάγκες τους. Όμως η εμπειρία της γρήγορης κατάρρευσης του ΓΑΠ δείχνει ότι αυτή η συνταγή οδηγεί στην αποσυσπείρωση, στην απώλεια εκλογικής επιρροής. Οι απόπειρες του επιτελείου του Σαμαρά να ανακινήσουν εθνικιστικά αντανακλαστικά (δέσμευση για μονομερή κήρυξη των ΑΟΖ στην Α. Μεσόγειο, αναφορές στο «μακεδονικό» κ.λπ.) περισσότερους πονοκέφαλους δημιουργούν, παρά λύνουν ζητήματα επιρροής και ηγεμονίας.
Σε αυτές τις συνθήκες, σε μια χώρα με ισχυρό το εργατικό κίνημα, το κόμμα που θα μπορούσε να στηρίξει τις απαντήσεις που επιδιώκουν οι καπιταλιστές θα ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
ΠΑΣΟΚ
Όμως το ΠΑΣΟΚ, μετά το ΔΝΤ και το Μνημόνιο, βρίσκεται στην εντατική, με ανοιχτό το ερώτημα της διάλυσης.
Οι δυνάμεις γύρω από τον ΓΑΠ περιορίζουν τις διεκδικήσεις τους στον έλεγχο του κόμματος, έχοντας –προ το παρόν– παραιτηθεί από την προοπτική της πολιτικής εξουσίας. Όμως και αυτός ο στόχος είναι εξαιρετικά δύσκολος, μετά την παταγώδη αποτυχία του ΓΑΠ στην πρωθυπουργία. Η αναφορά στην πρόταση για το δημοψήφισμα και η καλλιέργεια ενός κλίματος «αντιμνημονιακών» αναζητήσεων είναι η αγωνιώδης προσπάθεια για τη δημιουργία ενός στοιχειώδους σοσιαλδημοκρατικού προφίλ, που θα επέτρεπε στον Γ.Παπανδρέου μια περιορισμένη προσπάθεια να μείνει στο παιχνίδι ως υποψήφιος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
Οι δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος κάνουν πιθανό έναν αρραβώνα που λίγα μόλις χρόνια πριν θα έμοιαζε «παρά φύση»: τη σύμπλευση με τον Ε. Βενιζέλο, με στόχο να διατηρηθεί, όσο είναι δυνατόν, μια εικόνα ενότητας του «όλου ΠΑΣΟΚ». Αυτές οι αναζητήσεις περιορίζουν τα περιθώρια των –τάχα– «αριστερών» υποψηφίων (Παπουτσής) ή μετατρέπουν σε γραφικές τις κινήσεις Χρυσοχοΐδη.
Χαρακτηριστικό της αδυναμίας του ηγετικού κέντρου του ΠΑΣΟΚ είναι η αυτονόμηση της δεξιάς, ακραίας φιλελεύθερης πτέρυγας. Και μόνο το γεγονός ότι ο Λοβέρδος ή η Διαμαντοπούλου προβάλλουν ως υποψήφιοι ηγέτες αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τον εκφυλισμό του άλλοτε κραταιού σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Γιατί οι απόψεις τους και κυρίως η πρακτική τους τους εντάσσουν περισσότερο σε σενάρια ανασύνθεσης της κεντροδεξιάς, παρά σε απόπειρες ανασυγκρότησης της σοσιαλδημοκρατίας.
Όμως δεν υπάρχει περιθώριο για αυταπάτες ότι ο χώρος του ΠΑΣΟΚ θα «εξαερωθεί». Ένα κόμμα που κυβέρνησε επί 20ετία, που διέθετε μεγάλη δύναμη στα συνδικάτα και τους μηχανισμούς πολιτικής εξουσίας, έχει πολλά περιθώρια πρωτοβουλιών. Μια «αντιμνημονιακή» στροφή νέων και παλαιών στελεχών (κυρίως όσων έμειναν σχετικά σιωπηλοί τα τελευταία χρόνια) και το επιχείρημα ενός «αναγκαίου» κυβερνητικού κεντροαριστερού μπλοκ, μπορούν να αποτελέσουν βάση ανασυγκρότησης. Με αυτή την έννοια, όσοι μέσα στο ΣΥΝ τρέφουν αυταπάτες ότι θα επωφεληθούν από μια «αντιμνημονιακή» συνεργασία με τα σημερινά θραύσματα της σοσιαλδημοκρατίας, παίζουν κυριολεκτικά με τη φωτιά της κεντροαριστεράς και του κυβερνητισμού.
Αριστερά
Η απάντηση πρέπει να είναι η διεκδίκηση της συμπαράταξης της Αριστεράς. Για να στηρίξει το κίνημα αντίστασης εδώ και τώρα.
Για να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα διεκδικήσεων και πολιτικών με στόχο την ανατροπή του αστικού μπλοκ.
Για να ανοίξει το δρόμο προς το Σοσιαλισμό.
Μέσα από τη διεκδίκηση της συμπαράταξης, μέσα από την κοινή δράση, είναι εφικτό να αλλάξει η ίδια η Αριστερά. Να προκύψει η πολιτική δύναμη που τόσο έχει ανάγκη ο κόσμος μας.