Η αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ (Κ. Αθανασίου, Δημ. Βίτσας, Στ. Λεουτσάκος, Αντ. Νταβανέλλος, Τ. Χριστοδουλοπούλου) αποδέχθηκε τις προτάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για συντονισμό δράσης και πολιτικό διάλογο, υπογραμμίζοντας, όμως, ότι τις θεωρεί ελλιπείς, αφού η συγκυρία απαιτεί ένα συγκροτημένο πολιτικό μέτωπο των δυνάμεων της Αριστεράς, που θα προσπαθεί να δώσει απαντήσεις «εφ’ όλης της ύλης».
Μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχει ένας στοιχειώδης συντονισμός και κοινή δράση (επιτροπές «Δεν Πληρώνω», Πρωτοβάθμια Σωματεία, διαδηλώσεις κ.λπ.). Η εμπειρία στο κίνημα αποδεικνύει ότι απαιτείται αυτό να προχωρήσει σε υψηλότερο επίπεδο. Στους εργατικούς χώρους η κλιμάκωση της αντίστασης προϋποθέτει κοινούς προγραμματισμούς, επιτελικές επιλογές, πολύ πιο προωθημένες δεσμεύσεις. Στο «μέτωπο της Δημοκρατίας» (πολιτικά δικαιώματα, υπεράσπιση του κινήματος κ.λπ.) είναι ολοφάνερο ότι και οι δύο μετωπικοί σχηματισμοί είναι πιθανόν ανά πάσα στιγμή να κληθούν να απαντήσουν σε μεγάλες προκλήσεις του αντιπάλου, που θα προϋποθέτουν πολύ υψηλότερα επίπεδα συνεννόησης, εμπιστοσύνης, αλληλεγγύης κ.λπ. Στην πράξη, λοιπόν, η ανάγκη συγκρότησης ενός πολιτικού μετώπου της μη σεχταριστικής Αριστεράς προκύπτει από τη δράση και όχι από κάποιες εγκεφαλικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ.
Ως εμπόδιο για αυτό το αναγκαίο βήμα οι σύντροφοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προβάλλουν το «πρόγραμμα» και ειδικότερα της θέση για έξοδο από το ευρώ και την Ενωμένη Ευρώπη. Πρόκειται για σημαντικό λάθος. Καταρχήν, η θέση για «έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ» δεν καλύπτει ούτε το σύνολο των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (π.χ. το ΣΕΚ και η ΟΚΔΕ αποδέχονται τη θέση αυτή μόνο ως «αντικαπιταλιστική έξοδο», περιγράφοντας έτσι κάπως ανορθόδοξα τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα). Αφετέρου, είναι γνωστό ότι στο θέμα της στρατηγικής απέναντι στο ευρώ και την ΕΕ υπάρχει έντονη συζήτηση που διαπερνά τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το κόμμα του ΣΥΝ. Έτσι λοιπόν η προσπάθεια να αναπτυχθεί αυτό σε «διαχωριστική γραμμή» αποτελεί είτε πρόσχημα, είτε σεχταριστικό λάθος.
Το «Πριν», σε διαδοχικά άρθρα, έχει –σωστά– υπογραμμίσει την «τεράστια πολιτική σημασία όσο το δυνατόν μεγαλύτερης έκτασης σε ποσοστά της ήττας του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στις επερχόμενες εκλογές, προκειμένου να αποτραπεί η απόκτηση πρώτα συνταγματικής πλειοψηφίας και η αυτοδυναμία του μετώπου της επαίσχυντης συγκυβέρνησης». Η εκτίμηση αυτή θα έπρεπε να οδηγεί στην αποδοχή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για πολιτικό, αλλά και εκλογικό μέτωπο. Πολύ περισσότερο όταν αυτή συνδυάζεται με την εγγύηση της αυτοτέλειας, της διακριτότητας και της πλουραλιστικής εκπροσώπησης σε κάθε πλευρά. Η ΔΕΑ θα συνεχίσει να υποστηρίζει αυτή την πρόταση και θα μάχεται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε αυτή και οι εγγυήσεις της να παραμένουν ανοιχτές και ισχύουσες (ιδίως στην εξαιρετικά πιθανή περίπτωση επαναλαμβανόμενων εκλογών τύπου 1989-1990…).
Οι σ. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δηλώνουν ότι θα επιθυμούσαν μια αντισεχταριστική στροφή του ΚΚΕ. Η θέση αυτή είναι απολύτως σωστή. Όμως υπηρετείται πραγματικά μόνο με θαρραλέες πολιτικές πρωτοβουλίες μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που θα μπορούσαν να κλιμακώσουν την πίεση πάνω στην ηγεσία του ΚΚΕ και να κάνουν εφικτή μια μεγάλη αλλαγή στην «υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων» μέσα στην Αριστερά. Με συνέπειες προφανείς τόσο για το κίνημα όσο και για τους από πάνω. Η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα κάποιο βήμα στην κατεύθυνση αυτή. Αλλά βήμα διστακτικό και κατώτερο των περιστάσεων.