Αυτή την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ και όλη η Αριστερά θα οφείλουν να αντιμετωπίσουν με μια τακτική ανατρεπτική, προσπαθώντας να αξιοποιήσουν την πολιτική αστάθεια, για να πυροδοτήσουν μια εργατική-λαϊκή αντεπίθεση, με άμεσο στόχο την αποκατάσταση των απωλειών στα εργατικά κοινωνικά δικαιώματα των τελευταίων χρόνων, αλλά και το άνοιγμα των δυνατοτήτων για μια συνολικότερη αντικαπιταλιστική ανατροπή.
Μ ε την παλιά (τάχα «ξύλινη») γλώσσα της Αριστεράς, ζούμε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από ακραία κοινωνική και πολιτική πόλωση. Στο «Βήμα», ο Αντ. Καρακούσης έκανε λόγο για περίοδο «μεγάλων αντιθέσεων», παρομοιάζοντάς την με εκείνη του 1830-1848, δηλαδή με εκείνη του «άγριου» πρώιμου καπιταλισμού που κατέληξε στις επαναστάσεις του 1848, που άλλαξαν την Ευρώπη.
Σε αυτό το φόντο πρέπει να τοποθετούμε τις εκλογές της 6ης Μάη, για να αναδεικνύονται σωστά οι διαστάσεις των καθηκόντων μας. Τα αστικά κόμματα (η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και οι δορυφόροι τους) πρέπει να οδηγηθούν σε ιστορική πολιτική ήττα, ο ακροδεξιός-εθνικιστικός χώρος της «αντιμνημονιακής» δημαγωγίας πρέπει να περιοριστεί, η Αριστερά πρέπει να αναδειχθεί ως μεγάλος νικητής.
Όμως οι εκλογές δεν θα είναι ο επίλογος της «μεγάλης αντιπαράθεσης» των τελευταίων 2-3 χρόνων, αλλά ο πρόλογος μιας νέας φάσης, με ακόμα μεγαλύτερη πόλωση.
Πολιτική αστάθεια
Το σύνολο του Τύπου εκτιμά ότι οι εκλογές θα έχουν αποτέλεσμα μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας. Θα δώσουν (αν δώσουν…) συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (και ίσως κάποιων δορυφόρων), με μικρότερη κοινοβουλευτική βάση από την κυβέρνηση Παπαδήμου και –κυρίως– με πολύ πιο περιορισμένη πραγματική επιρροή από την κυβέρνηση του ΓΑΠ το 2009, ή την τρικομματική που υπέγραψε το Μνημόνιο 2. Και αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει αμέσως να περάσει τα νέα σκληρά μέτρα τον Ιούνη, να χειριστεί το γρίφο διάσωσης των τραπεζιτών και να κρατήσει μια κάποια οικονομική πολιτική μέσα στη νέα επιδείνωση της κρίσης που σαρώνει το παγκόσμιο σύστημα.
Αυτή την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ και όλη η Αριστερά θα οφείλουν να αντιμετωπίσουν με μια τακτική ανατρεπτική, προσπαθώντας να αξιοποιήσουν την πολιτική αστάθεια, για να πυροδοτήσουν μια εργατική-λαϊκή αντεπίθεση, με άμεσο στόχο την αποκατάσταση των απωλειών στα εργατικά κοινωνικά δικαιώματα των τελευταίων χρόνων, αλλά και το άνοιγμα των δυνατοτήτων για μια συνολικότερη αντικαπιταλιστική ανατροπή.
Αυτή η προοπτική προϋποθέτει κάποιες πολιτικές επιλογές: Τη σύγκρουση με τη λογική εξυπηρέτησης του χρέους, τη δέσμευση στο ελάχιστο αίτημα της στάσης πληρωμών προς τους ντόπιους και διεθνείς τοκογλύφους, ώστε να διασφαλιστούν οι πόροι για τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Τη σύγκρουση με τη λογική της υποταγής στον «Ευρωπαϊσμό» –των Μερκοζί σήμερα, των Μερκολάντ αύριο– δηλαδή την απόρριψη του πολιτικού και οικονομικού «πλαισίου» που θεωρούν ως αδιαπραγμάτευτο οι ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ, την αναζήτηση συμμαχιών και στηριγμάτων, με πραγματικά διεθνιστικό κριτήριο, στα κινήματα, στους εργαζόμενους, στην Αριστερά στην Ευρώπη και στον κόσμο. Προϋποθέτει, τέλος, την ανάδειξη ενός προγράμματος ανατροπής της λιτότητας, που θα λογοδοτεί στα πραγματικά αιτήματα και στις ανάγκες του κόσμου μας και δεν θα επηρεάζεται από έναν ενδιάμεσο οικονομικό και κοινωνικό «ρεαλισμό».
Η υλοποίηση αυτών των επιλογών –που είναι οι συντεταγμένες ενός αναγκαίου, μίνιμουμ, «μεταβατικού» προγράμματος– όχι μόνο δεν έρχονται σε αντίφαση, αλλά αντίθετα προϋποθέτουν την ενότητα στη δράση της Αριστεράς, των δυνάμεων του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δυσκολίες
Αυτή η προοπτική σήμερα φαίνεται να υπονομεύεται από κάποιες επιλογές των ηγετικών επιτελείων. Στον ΣΥΡΙΖΑ, η επιμονή της ηγεσίας του ΣΥΝ για έμφαση στις συμμαχίες με τους «ΠΑΣΟΚογενείς», στην κατεύθυνση ενός αντιμνημονιακού-αντινεοφιλελεύθερου μετώπου, θα δοκιμαστεί έντονα στην πολιτική πραγματικότητα της 7ης Μάη.
Στο ΚΚΕ, η επιμονή στην απομονωτική-διασπαστική τακτική δοκιμάζεται ήδη στη βάση και θα είναι πολύ δύσκολο να συνεχιστεί, αν οι κάλπες επιβεβαιώσουν το συσχετισμό δυνάμεων που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.
Στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η επιστροφή στις χειρότερες σεχταριστικές παραδόσεις της άκρας Αριστεράς –που αναδείχθηκε με την απόρριψη(!) κάποιων τμημάτων του ΜΑΑ που την προσέγγισαν– θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν θα συνεχιστεί, μόλις κατακάτσει ο προεκλογικός κουρνιαχτός σκοπιμοτήτων…
Το παιχνίδι είναι ανοιχτό. Το σύστημα έχει ως ανάγκη επιβίωσης την επιβολή μιας πολιτικής ακραίων αντεργατικών αντικοινωνικών αντιμεταρρυθμίσεων. Ο κόσμος μας απέδειξε στα τελευταία δύο τρία χρόνια ότι έχει τη θέληση να δώσει τη μάχη. Η δύναμη αυτή μπορεί να αλλάξει την Αριστερά, να την «ευθυγραμμίσει» σε μια πολιτική που απαιτούν οι συνθήκες. Όσο ταχύτερα αυτό γίνει συνείδηση και συστηματική πολιτική τακτική, τόσο καλύτερες θα είναι για όλους μας οι εξελίξεις. Και σε αυτή την προσπάθεια δεν θα είμαστε μόνοι. Η Ισπανία και η Γαλλία ήδη στέλνουν «μηνύματα». Η Ευρώπη των εργατών, η Ευρώπη των κινημάτων, η Ευρώπη της Αριστεράς δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη…