Μετά την ολοκλήρωση και του δεύτερου γύρου των κοινοβουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, μαζί με τους «δορυφόρους» του, κατέκτησε μια άνετη πλειοψηφία.
Δύο είναι τα «μελανά σημεία» της εκλογικής του νίκης: Το ένα είναι η ήττα της Σεγκολέν Ρουαγιάλ από έναν Σοσιαλιστή «αντάρτη» που προκάλεσε πάταγο στη Γαλλία. Το δεύτερο και σημαντικότερο είναι η αποχή-ρεκόρ (46%) που επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά πως δεν υπάρχει αυθεντικό λαϊκό ρεύμα υπέρ των Σοσιαλιστών.
Το «μπλε κύμα» του 2007 (με τη νίκη του Σαρκοζί και του UMP) έσκασε πάνω στον κυματοθραύστη της εργατικής αντίστασης και της κοινωνικής οργής. Αυτό μπόρεσαν να αξιοποιήσουν οι Σοσιαλιστές, οι οποίοι πλέον ελέγχουν την προεδρία, την εθνοσυνέλευση, τη γερουσία και την πλειοψηφία των περιφερειών της Γαλλίας.
Τα δύσκολα αρχίζουν τώρα για τους Σοσιαλιστές. Μέχρι τώρα ο Ολάντ χρησιμοποιούσε μια φρασεολογία ανοιχτή σε πολλές (ριζικά αντίθετες) ερμηνείες: «μέτρα για την ανάπτυξη», «δομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά με το δικό μας τρόπο», «προσήλωση στη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά με αύξηση των εσόδων».
Πιέσεις
Είχε αυτή τη δυνατότητα, όσο η Γαλλία ζούσε σε ρυθμό εκλογών. Ο «μήνας του μέλιτος» πλέον έληξε. Από τη μία η Κομισιόν, οι Γάλλοι καπιταλιστές και οι «αγορές» θα απαιτήσουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις που θα διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους. Από την άλλη, τα συνδικάτα και οι ψηφοφόροι των Σοσιαλιστών θα περιμένουν να υλοποιηθεί η ρήξη με τη λιτότητα του Σαρκοζί, για την οποία ψήφισαν. Ως επικεφαλής της δεύτερης μεγαλύτερης δύναμης της ευρωζώνης, ο Ολάντ ίσως βρει κάποια περιθώρια «ελιγμών», αλλά αυτά στενεύουν δραματικά από τη σκληρή πραγματικότητα της επιδείνωσης της παγκόσμιας κρίσης.
Για το δεξιό UMP, η απώλεια της εθνοσυνέλευσης μετά από μια δεκαετία, που συνοδεύτηκε από την ήττα κεντρικών στελεχών, ανοίγει μια περίοδο σκληρής εσωκομματικής διαπάλης. Μια μερίδα στελεχών επιδιώκει την εγκατάλειψη κάθε «ρεπουμπλικανικής» παράδοσης και τη σύσφιξη των σχέσεων με το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο (FN). Ακόμα και η ενότητα του κόμματος μπαίνει σε αμφισβήτηση από αυτή τη διαμάχη.
Ανασύνθεση της Δεξιάς;
Ο δεύτερος γύρος των βουλευτικών εκλογών ήταν αποκαλυπτικός. Στην έκκληση των Σοσιαλιστών για «ρεπουμπλικανικό μέτωπο» απέναντι στο FN, όπου αυτό είχε υποψήφιο στο δεύτερο γύρο, το UMP απάντησε πως κανένας υποψήφιός του δεν θα αποσυρθεί σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Στην πράξη, η γραμμή «ίσων αποστάσεων» έσπασε από τα δεξιά. Σε αρκετές περιπτώσεις υποψήφιοι του UMP αποσύρθηκαν από το δεύτερο γύρο για να στηρίξουν υποψήφιους του FN. Οι δηλώσεις πως «έχουμε περισσότερες κοινές αξίες με το FN από ό,τι με το ΣΚ» είναι πρωτοφανείς στη Γαλλία, όπου η παράδοση του «ρεπουμπλικανικού μετώπου» και της απομόνωσης του FN είναι ισχυρή και διαπερνούσε και τη Δεξιά.
Αυτές οι προοπτικές «ανασύνθεσης» της γαλλικής Δεξιάς σε ακροδεξιά κατεύθυνση αποτελούν επιδίωξη και της Μαρίν Λε Πεν. Η εκλογική παρουσία του FN ενισχύει αυτά τα σενάρια. Η ακροδεξιά στον πρώτο γύρο κέρδισε το 13,6% (από 4,3% το 2007), επιβεβαιώνοντας μετά τις προεδρικές πως είναι μια υπαρκτή δύναμη στη βάση της γαλλικής κοινωνίας. Για πρώτη φορά από το 1986, εξέλεξε 2 βουλευτές (το ’97 η έδρα του FN ακυρώθηκε για παρατυπίες). Το ευχάριστο, έστω συμβολικά, είναι πως η Μαρίν Λε Πεν δεν κατάφερε να είναι μία από αυτούς.
Η ακροδεξιά είναι μια σοβαρή απειλή. Καθώς η ευρωζώνη τρίζει, μερίδα της άρχουσας τάξης μπορεί να συσπειρωθεί γύρω από τον εθνικιστικό, αντιδραστικό προστατευτισμό που εκφράζει η Λε Πεν και υιοθετείται από μερίδα του UMP.
Το Μέτωπο της Αριστεράς συγκέντρωσε το 6,9% των ψήφων στον πρώτο γύρο. Είναι καλύτερο από το 4,3% του ΚΚΓ το 2007, αλλά κατώτερο του 11% του Μελανσόν και των προσδοκιών που δημιούργησε.
Στο κρίσιμο ζήτημα των σχέσεων με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Μέτωπο της Αριστεράς έκανε ένα θετικό βήμα εμπρός, κατεβαίνοντας στον πρώτο γύρο αυτόνομα και όχι σε κοινές λίστες με τους Σοσιαλιστές, όπως συνήθιζε το ΚΚΓ για να διασφαλίσει την κοινοβουλευτική του παρουσία. Στο δεύτερο γύρο το βήμα αποδείχθηκε μετέωρο: Επανεργοποιήθηκε το διαχρονικό «σύμφωνο» μεταξύ ΚΚΓ και ΣΚ, που προβλέπει πως αυτομάτως στο δεύτερο γύρο περνά μόνο ένας υποψήφιος της «πληθυντικής Αριστεράς», όποιος συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό στον πρώτο. Είναι δείγμα της ανοιχτής διαπάλης για την κατεύθυνση του Αριστερού Μετώπου.
Τι Αριστερά;
Η καμπάνια του Μελανσόν έδειξε πως είναι εφικτή η συγκρότηση μιας μαζικής, ανεξάρτητης «Αριστεράς της Αριστεράς». Αυτή η επιτυχία ενίσχυσε την αντίληψη του Αριστερού Κόμματος και «επέβαλε» τη στάση στον πρώτο γύρο. Αλλά για την ηγεσία του ΚΚ η διασφάλιση ισχυρής παρουσίας στους θεσμούς αποτελεί βασικό κίνητρο και καθορίζει τη στάση του απέναντι στους Σοσιαλιστές. Η μείωση των βουλευτών του από 15 σε 10, δηλαδή μη-αναγνωρισμένη κοινοβουλευτική ομάδα (τη στιγμή που οι Πράσινοι διασφάλισαν 19 έδρες μέσα από τη συμμαχία τους με τους Σοσιαλιστές), είναι πιθανό να αυξήσει τις δεξιόστροφες φωνές στο κόμμα.
Η κατεύθυνση που θα πάρει το Μέτωπο, θα είναι κρίσιμη για την αντίσταση στον Ολάντ, αλλά και απέναντι στην απειλή της ακροδεξιάς. Σε αυτή την κρίσιμη μάχη η επαναστατική Αριστερά και ιδιαίτερα το NPA (Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα) οφείλει να εμπλακεί ενεργά και να παίξει προωθητικό ρόλο.
Η μάχη του Μελανσόν με τη Λε Πεν: «Για την κρίση φταίει ο μετανάστης ή ο τραπεζίτης;»
[[{"type":"media","view_mode":"media_original","fid":"690","attributes":{"class":"media-image","id":"1","style":"width: 521px; height: 346px;","typeof":"foaf:Image"}}]]
Το πιο ενδιαφέρον γεγονός των εκλογών ήταν η αναμέτρηση για την έδρα της Henin Beaumont. Η συγκεκριμένη πόλη, αλλά και η ευρύτερη περιφέρεια Nord Pas de Calais, θεωρούνται «κάστρα» του Εθνικού Μετώπου και εκεί έθεσε υποψηφιότητα η Μαρίν Λε Πεν.
Εκεί αποφάσισε επίσης να κατέβει ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, αντί να επιλέξει έναν «κόκκινο» δήμο για να διασφαλίσει την εκλογή του. Ήταν μια εντυπωσιακή κίνηση που έδωσε συνέχεια στον πόλεμο που έχει ανοίξει ο ηγέτης του Αριστερού Μετώπου με την ακροδεξιά.
Τελικά ο Μελανσόν δεν πέρασε οριακά στο δεύτερο γύρο, όπου η Λε Πεν ηττήθηκε από τον σοσιαλιστή υποψήφιο. Αλλά, όπως δηλώνουν τοπικοί αγωνιστές, η συγκεκριμένη μάχη ήταν κάτι πολύ περισσότερο από εκλογική. Το Αριστερό Μέτωπο βρέθηκε σε χώρους δουλειάς, λαϊκές αγορές, κοινοτικά κέντρα, οργάνωσε συναντήσεις και συγκεντρώσεις. Στις 3 Ιούνη οργάνωσε μια συγκέντρωση και διαδήλωση για να τιμήσει την Emilienne Mopty. Ήταν η διοργανώτρια μιας διαδήλωσης 1.500 συζύγων ανθρακωρύχων το 1941. Διαδήλωναν την αλληλεγγύη τους στους 100.000 ανθρακωρύχους της περιοχής, που συμμετείχαν στην πρώτη μαζική απεργία επί ναζιστικής κατοχής.
Η συγκεκριμένη περιφέρεια, πριν γίνει περιοχή ανέργων και δεξαμενή ψηφοφόρων για το FN, ήταν βιομηχανικό κέντρο, γενέτειρα του συνδικαλιστικού κινήματος και κάστρο της Αριστεράς. Σε αυτή την παράδοση αναφέρθηκε ο Μελανσόν, στη συγκέντρωση της 3ης Ιούνη.
Αφού αναφέρθηκε στις 29 διαφορετικές εθνικότητες, που αποτελούσαν την εργατική δύναμη στα ορυχεία, και τη σημασία της ταξικής ενότητας, είπε: «Εδώ, στη γη που γέννησε το εργατικό κίνημα και το σοσιαλισμό, υποτίθεται πως πρέπει να ανεχτούμε την ντροπή να είναι σήμερα το φέουδο των άθλιων απογόνων των εισβολέων και κατακτητών, και των προδοτών. Θα τους υποχρεώσουμε να φύγουν, θα τους κυνηγήσουμε παντού και θα τους εξαφανίσουμε πολιτικά».
Πολλοί μέσα στο Μέτωπο κατηγόρησαν τον Μελανσόν πως, στοχοποιώντας το FN, «περιορίζει το πολιτικό μήνυμα». Η απάντηση του επικεφαλής του Αριστερού Κόμματος είναι «μάθημα» για όλη την Αριστερά όσον αφορά την αντιφασιστική πάλη: «Όχι, εσείς είστε που υποβαθμίζετε το ζήτημα του FN ως ηθικό. Το ζήτημα του FN είναι κοινωνικό, είναι ιδεολογικό. Ή αυτοί θα ηγεμονεύσουν στις μάζες ή εμείς. Και το ερώτημα που τίθεται πλέον θα είναι: Για την κρίση φταίει ο τραπεζίτης ή ο μετανάστης; Αυτό είναι το επίδικο εδώ και σε όλο τον κόσμο. Η πάλη πρέπει να είναι αδυσώπητη και μέχρι το τέλος».
Η μάχη με τη Λε Πεν, όπως και η προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές, ξεπερνά το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα. Την «επιστροφή της Αριστεράς», για την οποία έχουμε γράψει, την περιγράφει εύστοχα ο Μελανσόν: «Σιγά σιγά ακούς τους ανθρώπους να μιλάνε ξανά για την επανάσταση, για την κόκκινη σημαία, για τη σφιγμένη, υψωμένη γροθιά και κανείς δεν το θεωρεί παράξενο πια... Ακόμα και πριν λίγα χρόνια, αν ακουγόταν η λέξη καπιταλισμός, το μισό δωμάτιο θα λιποθυμούσε και το άλλο μισό θα έσκαγε στα γέλια. Αυτό τέλειωσε πια. Τώρα μπορούμε να μιλάμε για επανάσταση».