Η έκδοση αυτού του βιβλίου αποκτάει μια πολύ προφανή αναγκαιότητα. Όχι γιατί απαντάει άμεσα στα ζητήματα που θέτει η τρέχουσα συζήτηση, αλλά γιατί βάζει ένα πλαίσιο αρχών για κάθε συζήτηση περί κόμματος μέσα στην Αριστερά, ένα πλαίσιο αρχών από μαρξιστική σκοπιά, ξεκινώντας από τις αντιλήψεις του Μαρξ και εστιάζοντας αναλυτικά στη συνεισφορά των μεγάλων επαναστατών σοσιαλιστών του προηγούμενου αιώνα.
Όταν μεταφραζόταν αυτό το βιβλίο, οι πολιτικές ιδέες που είχαν επιρροή, ήταν ιδέες αντικομματικές και αποθέωσης του «ακομμάτιστου» του κινήματος. Τα πρόσφατα αποτελέσματα των διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, έχουν επαναφέρει σε μεγάλα κομμάτια των αγωνιστών του κινήματος τη συζήτηση για την αναγκαιότητα του κόμματος και της οργάνωσης και μάλιστα σε συγκεκριμένη κατεύθυνση: στην προσπάθεια μαζικοποίησης και οργανωτικής ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ανακατατάξεων στην Αριστερά γενικότερα. Η έκδοση συνεπώς αυτού του βιβλίου αποκτάει μια πολύ πιο προφανή αναγκαιότητα. Όχι γιατί απαντάει άμεσα στα ζητήματα που θέτει η τρέχουσα συζήτηση, αλλά γιατί βάζει ένα πλαίσιο αρχών για κάθε συζήτηση περί κόμματος μέσα στην Αριστερά, ένα πλαίσιο αρχών από μαρξιστική σκοπιά, ξεκινώντας από τις αντιλήψεις του Μαρξ και εστιάζοντας αναλυτικά στη συνεισφορά των μεγάλων επαναστατών σοσιαλιστών του προηγούμενου αιώνα: του Λένιν, της Λούξεμπουργκ, του Τρότσκι και του Γκράμσι.
Κόμμα της εργατικής τάξης
Η διαδεδομένη σήμερα άποψη για τα κόμματα είναι ότι πρόκειται για μηχανισμούς που παλεύουν απλά για την «κουτάλα της εξουσίας», χωρίς να ενδιαφέρονται για τις ανάγκες της κοινωνίας. Η αντίληψη αυτή έχει ψήγματα αλήθειας. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας του βιβλίου Τζον Μόλινιου, παρουσιάζοντας τις απόψεις του Μαρξ, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν κόμματα που να εκφράζουν το «καλό» όλης της κοινωνίας ή όλου του «έθνους» και της «πατρίδας». Γιατί η κοινωνία είναι χωρισμένη σε τάξεις που έχουν διαφορετικά συμφέροντα και παλεύουν μεταξύ τους γι’ αυτά τα συμφέροντα. Η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών κομμάτων και η πολιτική πάλη μεταξύ τους είναι κατά συνέπεια αποτέλεσμα της ύπαρξης ανταγωνιζόμενων τάξεων μέσα στην κοινωνία. Απέναντι στη σαπίλα και στις κοροϊδίες των κομμάτων που υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πλουσίων, οι καταπιεσμένοι δεν μπορούν να απαντήσουν με την αποστροφή στην πολιτική γενικά, αλλά με την ενεργό συμμετοχή και τη δημιουργία διαφορετικού τύπου κομμάτων που να υπηρετούν τα συμφέροντα των από κάτω.
Για τον Μαρξ η εργατική τάξη έχει τον κεντρικό ρόλο στην πάλη για την απελευθέρωση της κοινωνίας και συνεπώς το πρόβλημα συνίσταται στη δημιουργία ενός κόμματος της εργατικής τάξης σαν όργανο υπεράσπισης των συμφερόντων της, τόσο σήμερα μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, αλλά και κυρίως στην πάλη της για την ανατροπή αυτού του εκμεταλλευτικού συστήματος και της δημιουργίας μιας αταξικής κοινωνίας. Ο Μαρξ πίστευε ότι η εργατική τάξη θα εκπαιδευόταν σταδιακά από τους κοινωνικούς αγώνες μέσα στον καπιταλισμό και θα διαμόρφωνε έτσι τη σοσιαλιστική της συνείδηση και το δικό της ανεξάρτητο κόμμα. Αυτό σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκε με τη δημιουργία των μαζικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπως λέγονταν τότε, προς το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, τα οποία μάλιστα στα λόγια ακολουθούσαν τις μαρξιστικές επαναστατικές απόψεις.
Όμως αυτό έγινε σε μια περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου η πάλη των εργατών κέρδιζε τη μια παραχώρηση μετά την άλλη. Όταν αυτή η σχετικά «ομαλή» πορεία αντιστράφηκε και ήρθαν οι αποφασιστικές μάχες, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, και το καθήκον της επανάστασης μπήκε στην ημερήσια διάταξη, αποδείχτηκε ότι αυτά τα κόμματα ούτε ενιαία ήταν, ούτε κατάλληλα για να ηγηθούν της επανάστασης. Οι ηγεσίες αυτών των κομμάτων, εκμεταλλευόμενες και την παθητικότητα της βάσης, πέρασαν με το μέρος της αστικής τάξης και υποστήριξαν τον πόλεμο και στη συνέχεια στράφηκαν ενάντια στις επαναστατικές πτέρυγες αυτών των κομμάτων και ενάντια σε κάθε επαναστατική απόπειρα των εργατών.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μέλος τότε του μεγαλύτερου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του γερμανικού SPD, είδε από νωρίς τον κίνδυνο γραφειοκρατικοποίησης και συντηρητικοποίησης των ηγεσιών αυτών των κομμάτων, αλλά έλπιζε ότι ο αυθορμητισμός των μαζών θα ήταν ικανός να ξεπεράσει αυτές τις ηγεσίες, όταν οι κρίσιμες μάχες θα έρχονταν. Αποδείχτηκε ότι έκανε λάθος.
Ρωσία
Στη Ρωσία, όπου το πλησίασμα της επανάστασης ήταν πιο φανερό από οποιαδήποτε άλλη χώρα, ο Λένιν υποχρεώθηκε από τα πράγματα να πάρει διαφορετικό δρόμο και να διαμορφώσει σταδιακά μια διαφορετική αντίληψη για το είδος του επαναστατικού κόμματος, που ήταν αναγκαίο για τη νίκη των εργατών. Οι εργάτες, παρατηρούσε ο Λένιν, δεν προχωράνε ομοιόμορφα, σταδιακά και ομαλά προς τη σοσιαλιστική οργάνωση και συνείδηση, αλλά με μεγάλες ανομοιογένειες και συνεχή πίσω-μπρος. Ήταν καθήκον, συνεπώς, της πρωτοπορίας των εργατών, των πιο συνειδητών και μαχητικών κομματιών της εργατικής τάξης, να οργανωθούν σε ξεχωριστό κόμμα και να δίνουν συνεχή μάχη ενάντια σε αστικές και ρεφορμιστικές (μεταρρυθμιστικές) αντιλήψεις και σε συμβιβασμένες ηγεσίες που συνυπήρχαν μέσα στο εργατικό κίνημα.
Όπως επισημαίνει ο Τζον Μόλινιου: «η σοσιαλιστική ενοποίηση της εργατικής τάξης αναπτύσσεται διαλεκτικά, μέσω εσωτερικής πάλης». Η δημιουργία της Γ’, Κομουνιστικής, Διεθνούς ήταν το αποκορύφωμα αυτής της πορείας οργανωτικού και πολιτικού διαχωρισμού των επαναστατών μέσα στο εργατικό κίνημα από τα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ένας διαχωρισμός που δεν στόχευε στη διάσπαση της πάλης των εργατών, αλλά αντίθετα επεδίωκε συστηματικά την ενοποίησή της μέσα από την τακτική του Ενιαίου Μετώπου, όπως ονομαζόταν.
Μια τακτική που μπορούσε να φτάσει ακόμα και σε συμμετοχή σε πολυτασικά εργατικά κόμματα, όπως πρότεινε ο Λένιν στους Βρετανούς κομουνιστές, όταν τους συμβούλευε να διεκδικήσουν να συμμετέχουν στο Εργατικό Κόμμα, αρκεί να εξασφάλιζαν την πλήρη οργανωτική και πολιτική τους αυτονομία και δυνατότητα κριτικής και αντιπαράθεσης ενάντια στην επίσημη ηγεσία. Ήταν όμως ένας διαχωρισμός που στόχευε, μέσα στην ενότητα της δράσης, να διεξάγεται ταυτόχρονα η ανειρήνευτη μάχη για την πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση και ηγεμονία της επαναστατικής μαρξιστικής πτέρυγας, ώστε να είναι σε θέση να κερδίσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και να αποτελέσει την επαρκή ηγεσία για μια νικηφόρα εργατική επανάσταση.
Εκφυλισμός
Δυστυχώς η απουσία επαναστατικών κομμάτων στις άλλες χώρες όπως οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία οδήγησε στην ήττα τις επαναστάσεις στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη και συνεπακόλουθα σε απομόνωση, σε εκφυλισμό και τελικά σε ήττα και τη ρώσικη επανάσταση του 1917. Η επικράτηση του σταλινισμού δεν σήμαινε μόνο τη δημιουργία ενός καθεστώτος κρατικού καπιταλισμού στη Ρωσία, αλλά και το γραφειοκρατικό και ρεφορμιστικό εκφυλισμό της Κομουνιστικής Διεθνούς (και τελικά στη διάλυσή της) και των νεαρών και άπειρων κομουνιστικών κομμάτων στις διάφορες χώρες. Απέναντι σε αυτό τον εκφυλισμό αντιστάθηκε η μοναχική φωνή του Τρότσκι, τόσο εντός των ΚΚ, όσο και με την απόπειρα δημιουργίας της 4ης Διεθνούς στη συνέχεια, αφήνοντας μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον.
Την ίδια εποχή, απομονωμένος μέσα στις φυλακές του Μουσολίνι, ο Αντόνιο Γκράμσι επιχειρούσε να προσθέσει νέα στοιχεία στη θεωρία του επαναστατικού κόμματος, ώστε να είναι ικανό να διεξάγει με αποτελεσματικότητα τη μάχη ενάντια στο σύστημα σε κοινωνίες όπως οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης, όπου η αστική τάξη δεν κυριαρχεί μόνο με την καταστολή, αλλά και με τη συναίνεση και την ιδεολογική και πολιτική επιρροή πάνω στους εργάτες.
Ούτε ο Τρότσκι, ούτε ο Γκράμσι μπόρεσαν να επηρεάσουν τον ρου της ιστορίας εκείνη την εποχή. Γιατί επαναστατικά κομουνιστικά κόμματα δεν υπήρχαν πια: ο σταλινισμός, αξιοποιώντας το κύρος της «σοσιαλιστικής πατρίδας», είχε μετατρέψει τα ΚΚ σε ιδιότυπα ρεφορμιστικά κόμματα που οδήγησαν την εργατική τάξη σε απανωτές ήττες και σε διαδοχικές Βάρκιζες ανά τον κόσμο.
Νέο ξεκίνημα
Το καθήκον της αναγέννησης της γνήσιας μαρξιστικής και λενινιστικής παράδοσης για ένα επαναστατικό κόμμα της νίκης έπεσε στις πλάτες της νέας επαναστατικής Αριστεράς, που γεννήθηκε μεταπολεμικά και κυρίως μετά το ’68. Ένα καθήκον που συνεχίζει να είναι επίκαιρο, ιδιαίτερα σήμερα μπροστά στη μεγαλύτερη κρίση και χρεοκοπία του καπιταλισμού από την εποχή της δεκαετίας του ’30.
Οι ήττες και η χρεωκοπία, τόσο της σοσιαλδημοκρατίας όσο και των ΚΚ, οδήγησαν στο να μην υπάρχουν πια μαζικά εργατικά κόμματα με κύρος και ικανότητα να ηγηθούν της κοινωνικής ανατροπής. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και της νεολαίας, που ριζοσπαστικοποιείται σήμερα, ανήκει στην «αριστερά των ανένταχτων». Αυτό είναι και καλό και κακό.
Η εργατική τάξη ξεκινάει σε μεγάλο βαθμό από την αρχή το καθήκον της δημιουργίας ενός μαζικού νικηφόρου επαναστατικού κόμματος και με αρχικά υλικά τις σημερινές δυνάμεις της Αριστεράς. Η πρόσφατη εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ από 4,6 σε 27% δείχνει ότι η επανοργάνωση των εργατών σε μαζικούς πολιτικούς φορείς είναι εφικτή –και φυσικά όχι μόνο στην Ελλάδα. Αλλά τόσο η πρόσφατη ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ όσο και κυρίως η ιστορία και η παράδοση του επαναστατικού κινήματος διεθνώς δείχνουν ότι, για να αποφύγουμε νέες ήττες και απογοητεύσεις, είναι υποχρεωτική η ανειρήνευτη μάχη εντός αυτών των μαζικών κομμάτων-μετώπων για την επικράτηση της επαναστατικής μαρξιστικής πτέρυγας και της νικηφόρας πολιτικής.
Σε αυτό τον αγώνα για την οργάνωση της τάξης μας και για τη δημιουργία μιας νικηφόρας Αριστεράς, η μαρξιστική παράδοση και συνεπώς το βιβλίο του Τζον Μόλινιου είναι ένα υπερπολύτιμο όπλο.