Η κυβέρνηση Σαμαρά ξεκινά από κατώτερο σημείο εκκίνησης, είναι περισσότερο αντιφατική από την κυβέρνηση Παπαδήμου (που είχε ως κόμμα-κορμό το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ) και έχει απέναντί της μια ισχυρότερη Αριστερά. Ο Σαμαράς θα συναντήσει τη λαϊκή οργή πιο γρήγορα από ό,τι ο Παπαδήμος ή ο Γ. Παπανδρέου...
Οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας τρικομματικής κυβέρνησης απέδειξαν ότι οι σοσιαλδημοκράτες του ΠΑΣΟΚ, αλλά και οι «υπεύθυνοι αριστεροί» της ΔΗΜΑΡ, στηρίζουν μια κυβέρνηση με την πιο απειλητική πολιτική στη νεότερη ιστορία. Ο Αντ. Σαμαράς παρουσίασε ένα ρηγκανικής έμπνευσης «μίγμα πολιτικής», που έχει κρατήσει τα χειρότερα από όλα τα γνωρίσματα της δεξιάς πολιτικής.
Από το νεοφιλελευθερισμό κράτησε την έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις, με ρυθμό που θα ζήλευε ακόμα και η Θάτσερ, ενώ από τον παραδοσιακό ρεπουμπλικανισμό της Δεξιάς επανέφερε την έμφαση στο ρατσισμό, στις πολιτικές νόμου-τάξης και στις ιδέες της θρησκοληψίας και της πατριδοκαπηλίας.
Απειλές Σαμαρά
Ο κουτσαβακισμός στο κλείσιμο της συζήτησης από τον Αντ. Σαμαρά, με τη χωρίς κοινοβουλευτικό προηγούμενο επίθεση στο ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει ότι ο αρχηγός της Δεξιάς «ξεχνά» ότι το κόμμα του στις εκλογές της 17ης Ιούνη απέσπασε μόλις το 29,66% των ψήφων απ’ όσους ψήφισαν, δηλαδή έμεινε αισθητά πίσω από το 33% που αποτέλεσε το Βατερλό του Καραμανλή το 2009. Δηλώνει, έμμεσα αλλά σαφώς, ότι θεωρεί ψήφους επιδοκιμασίας στη δική του πολιτική τόσο το 12,28% του ΠΑΣΟΚ όσο και το 6,26% της ΔΗΜΑΡ. Αυτή η λευκή επιταγή στον αρχηγό της Δεξιάς αποτελεί μια κορυφαία κάρτα ντροπής τόσο για τον Ευάγγελο Βενιζέλο όσο και για το Φώτη Κουβέλη.
Το απειλητικό μήνυμα του Σαμαρά προς τα συνδικάτα («οι διάφοροι Φωτόπουλοι να ξεχάσουν την Αλεξάνδρεια που χαίρονταν...») αποδεικνύει ότι η ΝΔ θα γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων της τα χαρτιά της «προγραμματικής συμφωνίας» με την οποία οι σύμβουλοι του Βενιζέλου και του Κουβέλη δέσμευσαν –τάχα– τη ΝΔ για να δώσουν σε αντάλλαγμα την ψήφο εμπιστοσύνης.
Και ο Σαμαράς δεν περιορίστηκε σε αυτό. Υποσχέθηκε σύντομη αλλαγή του νόμου για την ιθαγένεια των μεταναστών (του λεγόμενου νόμου Ραγκούση που το ΠΑΣΟΚ ψήφισε και η ΔΗΜΑΡ παρουσίαζε ως κόκκινη σημαία της), ενώ ταυτόχρονα έκλεισε το μάτι στη Χρυσή Αυγή, κάνοντας λόγο για τέλος στην εποχή ανοχής απέναντι στην «εγκληματικότητα», στις παρανομίες, ακόμα και στο «παραεμπόριο»...
Όμως, προφανώς, η ψυχή της πολιτικής της νέας τρικομματικής βρίσκεται στην οικονομία, στη γραμμή για την αντιμετώπιση της κρίσης. Και εδώ τα προεκλογικά ψέματα περί «επαναδιαπραγμάτευσης» τελείωσαν. Η νέα κυβέρνηση δηλώνει διά των Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη –αλλά και δια του μνημονιακότερου όλων Γ. Στουρνάρα– ότι το μνημόνιο θα εφαρμοστεί κατά γράμμα. Μέχρις ότου η τρόικα και οι πιστωτές εξευμενιστούν, πειστούν για την «αξιοπιστία» –έτσι το λέμε τώρα– της χώρας και επιτρέψουν, αν και όποτε θελήσουν, μια «επιμήκυνση» των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής κατά 1 ή 2 ή και 3 χρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια στιγμή πολλές φωνές, ακόμα και μετριοπαθών οικονομολόγων, προειδοποιούν ότι η «επιμήκυνση» δεν αποτελεί δώρο, αλλά κατάρα. Γιατί, στα πλαίσια της συνέχειας της μνημονιακής πολιτικής, αυτή θα αποτελέσει επιμήκυνση της πολιτικής σκληρής λιτότητας και περικοπών, αλλά και των συνακόλουθων διαδικασιών επιτήρησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής από την τρόικα.
Ιδιωτικοποιήσεις
Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι οι όποιες, ακόμα και οι μετριοπαθέστερες, «φιλολαϊκές» προεκλογικές δεσμεύσεις των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ εξαερώθηκαν στις προγραμματικές θέσεις του Αντ. Σαμαρά. Χάθηκαν οι δεσμεύσεις για αύξηση του αφορολόγητου, για αποκατάσταση των ΣΣΕ και της μετενέργειας των κλαδικών συμβάσεων, για αύξηση και επέκταση της επιδότησης των ανέργων, για σεβασμό στα σημερινά κουτσουρεμένα επίπεδα μισθών και συντάξεων...
Στη θέση τους ο Σαμαράς εμφάνισε την υπόσχεση για ένα πρωτοφανές κύμα ιδιωτικοποιήσεων: ΟΠΑΠ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΔΕΠΑ, ορυχεία, λιμάνια και αεροδρόμια θα βγουν άμεσα στο σφυρί, ενώ η απειλή για την «αξιοποίηση» του Ελληνικού επεκτάθηκε σε όλη την παραλιακή ζώνη της Αττικής, από το Φάληρο ως το Σούνιο!
Τα έσοδα από αυτό το κολοσσιαίο πρόγραμμα πωλήσεων δεν αφορούν βεβαίως τα δημόσια ταμεία, αλλά τους πιστωτές που, με βάση το Μνημόνιο 2, έχουν απόλυτη προτεραιότητα επί των εισπράξεων από τις «αποκρατικοποιήσεις».
Ταυτόχρονα, τα αρπακτικά της αγοράς αποκτούν «ευκαιρίες» κερδοσκοπίας, διεκδικώντας τον έλεγχο κρίσιμων αγαθών όπως η ενέργεια, το νερό, οι δημόσιοι χώροι και οι υποδομές.
Αν το πρόγραμμα αυτό δεν ανατραπεί και υλοποιηθεί στην πράξη, τότε τίποτα δεν θα παραμείνει όρθιο. Ένας τεράστιος δημόσιος πλούτος θα περάσει στα χέρια των ιδιωτών. Ο κόσμος θα βρεθεί αντιμέτωπος με χειρότερες και πολύ πιο ακριβές υπηρεσίες σε κρίσιμους τομείς. Η απασχόληση θα μειωθεί σε μεγάλους εργασιακούς χώρους, ενώ τα εργατικά δικαιώματα θα δεχτούν νέο πλήγμα που σύντομα θα επεκταθεί σε όλη την εργατική τάξη. Δεν είναι τυχαίο ότι από την εποχή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, από το διαβόητο 1989-1993, ένα τέτοιο πρόγραμμα μαζικών και ραγδαίων ιδιωτικοποιήσεων αποτελούσε το άπιαστο όνειρο των ακραίων νεοφιλελεύθερων, αλλά και όλων των «θινκ τανκ» της κυρίαρχης τάξης.
Στην προσπάθεια για την επιβολή αυτού του προγράμματος η κυβέρνηση Σαμαρά θα έχει όλη τη στήριξη από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διεθνείς φωνές, που άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο «χαλάρωσης» του μνημονίου, έχουν σιγήσει από την επομένη των εκλογών. Οι υποσχέσεις για «επαναδιαπραγμάτευση» από τη μεριά της τρόικας είχαν να κάνουν με το φόβο τους απέναντι στον κόσμο και με το ενδεχόμενο νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 17ης Ιούνη.
Σήμερα οι πιστωτές γνωρίζουν ότι απέναντί τους βρίσκονται τα κόμματα που έχουν δεσμευτεί υπέρ του μνημονίου, τα κόμματα που συνδέονται με εσωτερικές καθεστωτικές κοινωνικές δυνάμεις, που καιροφυλακτούν για τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου και έχουν συμφέροντα να συντρίψουν τους μισθούς, τις συντάξεις, τα κοινωνικά δικαιώματα. Κατά συνέπεια, φυσιολογικά, απαιτούν από τον Σαμαρά την κατά γράμμα εφαρμογή των μνημονίων, της ακραίας πολιτικής λιτότητας και των περικοπών.
Στηρίγματα
Οι φωνές που –μέσα από το καθεστώς– μιλούν για «αναποτελεσματικότητα» των μνημονίων είναι, κυριολεκτικά, κροκοδείλια δάκρυα. Πράγματι, ακόμα και για το ΙΟΒΕ (το Ίδρυμα μελετών του ΣΕΒ, όπου μέχρι χθες προΐστατο ο Γ. Στουρνάρας...) τα μνημόνια οδηγούν σε βαθύτερη ύφεση (6,9% σήμερα, αντί πρόβλεψης 5%) και σε μεγαλύτερη ανεργία (23,6% σήμερα, αντί πρόβλεψης για 20%). Όμως αυτά δεν είναι καθοριστικά προβλήματα για την κυρίαρχη τάξη. Που, μέσα στην πιο βαθιά κρίση του συστήματος από το 1929, αγωνίζεται να σώσει το τομάρι της και να φορτώσει όλο το κόστος στις πλάτες των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών.
Ακριβώς γι’ αυτό η κυβέρνηση Σαμαρά θα έχει την πλήρη υποστήριξη και των εσωτερικών δυνάμεων του αστισμού.
Η στάση των ΜΜΕ –ακόμα και των παραδοσιακών εφημερίδων της κεντροαριστεράς– υπέρ του αρχηγού της Δεξιάς αποδεικνύει ότι η κυρίαρχη τάξη δεν έχει –τουλάχιστον για την ώρα– άλλη εναλλακτική λύση από την άθλια τρικομματική κυβέρνηση που παρουσιάστηκε στη βουλή.
Ανατροπή
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η κυβέρνηση Σαμαρά θα είναι μια ισχυρή κυβέρνηση. Η απόσπαση των 170 ψήφων εμπιστοσύνης στη βουλή είναι παραπλανητική εικόνα. Κανείς δεν δικαιούται να ξεχάσει ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου διέθετε 270 ψήφους εμπιστοσύνης στη βουλή και δεν κατόρθωσε να επιβιώσει ως το τέλος του 2013, όπως ήταν ο σχεδιασμός. Η κυβέρνηση Σαμαρά ξεκινά από κατώτερο σημείο εκκίνησης, είναι περισσότερο αντιφατική από την κυβέρνηση Παπαδήμου (που είχε ως κόμμα-κορμό το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ) και έχει απέναντί της μια ισχυρότερη Αριστερά. Ο Σαμαράς θα συναντήσει τη λαϊκή οργή πιο γρήγορα από ό,τι ο Παπαδήμος ή ο Γ. Παπανδρέου...
Αυτός ο ισχυρισμός δεν προτρέπει σε τακτική αναμονής, μέχρι η τρικομματική να πέσει σαν ώριμο φρούτο. Αντίθετα, η Αριστερά οφείλει να αναλάβει αμέσως τα καθήκοντα και τη δράση για την ανατροπή της το συντομότερο δυνατόν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντικειμενικά, έχει το κύριο βάρος της αριστερής, μαχητικής, ανατρεπτικής αντιπολίτευσης. Χωρίς ίχνος έπαρσης και αλαζονείας οφείλει να επαναλάβει τις εκκλήσεις για ενότητα δράσης προς τις δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Που επίσης οφείλουν να ανταποκριθούν, βγάζοντας τα σωστά συμπεράσματα από τη διπλή εκλογική μάχη και βάζοντας στην άκρη το σεχταρισμό και την παθητικότητα της –τάχα– ιδεολογικής καθαρότητας.
Γιατί κοινό καθήκον όλων μας είνια να στηρίξουμε μια αποφασιστική κλιμάκωση των μαζικών αγώνων αντίστασης, με πρώτο σταθμό την ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων. Γιατί αυτή είναι η μόνη δύναμη που μπορεί πραγματικά να σταματήσει και να ανατρέψει την κυβέρνηση που εκπροσωπεί τη ντόπια κυρίαρχη τάξη και τους πιστωτές, την κυβέρνηση που αποτελεί θανάσιμη απειλή για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και για όλα τα κοινωνικά δικαιώματα.