Η υπαρκτή κυρίαρχη τάξη της χώρας δηλώνει ξεκάθαρα ότι αντιμετωπίζει το ζήτημα της σταθεροποίησης της τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά και το ζήτημα της επιβολής της νέας δέσμης μέτρων λιτότητας ως ζητήματα απόλυτα κρίσιμα για το μέλλον του καπιταλισμού στην Ελλάδα.
Επιφανειακά, μέσω του ελέγχου των ΜΜΕ, προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα κλίμα αισιοδοξίας: τα μέτρα, λένε, θα είναι τα τελευταία, η ΕΕ αποφάσισε, τάχα, την απόρριψη κάθε σεναρίου Grexit (χαοτικής χρεοκοπίας και εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ). Υπαινίσσονται ότι από το 2014 –και σε κάθε περίπτωση από το 2015– θα ακολουθήσει «ανάπτυξη» και, τότε, η είσοδος της οικονομίας στο «φωτεινό κύκλο» θα επιτρέψει, δήθεν, τη χαλάρωση της βάρβαρης λιτότητας. Η εικόνα αυτή δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Εκτιμήσεις
Το ΔΝΤ εκτιμά, σχεδόν επισήμως, ότι το ελληνικό πρόγραμμα «δεν βγαίνει»: το 2020 το χρέος θα εξακολουθεί να είναι πάνω από τα όρια που θα επιτρέπουν, λέει, έναν «ομαλό» δανεισμό της χώρας από τις αγορές… Στις ευρωηγεσίες η συζήτηση για την «επιμήκυνση» του ελληνικού προγράμματος δανεισμού δεν τροφοδοτείται βεβαίως από κάποια αισθήματα αλληλεγγύης, αλλά από την ίδια κυνική εκτίμηση ότι η μνημονιακή πολιτική οδηγείται σε αδιέξοδο.
Το χειρότερο είναι ότι αυτές οι απαισιόδοξες –αλλά πολύ πιο ρεαλιστικές– εκτιμήσεις δεν αφορούν πλέον το ελληνικό ζήτημα, αλλά επεκτείνονται για όλη την Ευρωζώνη. Χαρακτηριστικά, στη Ρίγα της Λετονίας, η Κομισιόν και το ΝΑΤΟ οργάνωσαν διεθνές συνέδριο για τις συνέπειες της κρίσης στην Ευρωζώνη, πάνω σε θέματα ασφάλειας. Το συνέδριο απασχόλησε το ερώτημα τι θα συμβεί στην Ευρώπη, αν αποχωρήσουν, σχεδόν ταυτόχρονα, από το ευρώ η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία ή, αντίθετα, η… Γερμανία! Η απάντηση –σύμφωνα με τα «Νέα»– συνοψιζόταν στη λέξη «χάος», αλλά και μόνο η διεθνής συζήτηση πάνω σε τέτοια ερωτήματα αναδεικνύει τα υπαρξιακά ζητήματα που αντιμετωπίζουν πλέον οι καπιταλιστές σε διεθνές επίπεδο.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένα περιθώριο για αυταπάτες. Οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες γνωρίζουν ότι το σύστημά τους είναι σε βαθιά δοκιμασία. Συγκεντρώνουν την προσοχή τους σε πολιτικές που έχουν ως πραγματικό στόχο να τσακίσουν τους εργαζόμενους, να αυξήσουν τις δυνατότητες πραγματικής εκμετάλλευσης σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Οι πολιτικές λιτότητας δεν είναι γι’ αυτούς μέσον για να βγούμε –τάχα όλοι μαζί– από την κρίση, αλλά σκοπός για να σωθούν οι ίδιοι και οι επιχειρήσεις τους.
Αστάθεια
Γι’ αυτό τα απίστευτης σκληρότητας μέτρα της τρικομματικής δεν θα είναι τα τελευταία. Αν επιβληθούν, θα ανοίξουν το δρόμο για άλλα και άλλα ακόμα χειρότερα.
Επίσης, γι’ αυτό οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες οχυρώνονται πίσω από την κυβέρνηση Σαμαρά. Παρότι γνωρίζουν τις ανεπάρκειες, την αστάθεια, τις αντιφάσεις της τρικομματικής, τη στηρίζουν γνωρίζοντας ότι είναι το τελευταίο κοινοβουλευτικό αποκούμπι τους. Η κυρίαρχη τάξη δεν είναι διατεθειμένη και δεν πρόκειται να μπει σε διαδικασίες «διαλόγου» με την Αριστερά –και ειδικότερο με τον ΣΥΡΙΖΑ– όσο και αν οι ηγεσίες του χώρου «νερώσουν το κρασί τους». Γνωρίζουν ότι τα μέτρα που θα χρειαστούν, ακόμα και μετά το πακέτο Στουρνάρα, θα είναι τόσο βάρβαρα που δεν θα επιτρέπουν τακτικές και ελιγμούς «οργάνωσης συναινέσεων».
Για την αστάθεια αυτή προειδοποιεί με τον καλύτερο τρόπο η συστηματική προετοιμασία του εξωκοινοβουλευτικού βραχίονα του συστήματος. Τα θέματα που δεν μπορούν να προωθήσουν ανεμπόδιστα τα εκλεγμένα «σώματα», οι «θεσμοί», που έστω και έμμεσα επηρεάζονται από τη λαϊκή βούληση, θα ανατίθενται όλο και πιο φανερά στις οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές κ.ά. «γραφειοκρατίες» του συστήματος. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η πρόθεση Σαμαρά να φέρει όλο το «πακέτο Στουρνάρα» στη Βουλή με ένα και μόνο άρθρο. Οι βουλευτές της τρικομματικής θα κληθούν να ψηφίσουν υπέρ ή κατά (με την άμεση απειλή της διαγραφής, όπως φάνηκε και στην περίπτωση του προέδρου της ΔΑΚΕ…) και τα υπόλοιπα θα τα βρουν οι… υπηρεσίες.
Όμως το σκληρότερο παράδειγμα αποτελεί η κλιμάκωση της νεοναζιστικής εγκληματικότητας της Χρυσής Αυγής. Η Χ.Α. δεν αποτελεί ένα «αυθόρμητο» προϊόν της κρίσης, όπως υποστηρίζουν διάφοροι κοινωνιολογούντες, ακόμα και μέσα στην Αριστερά. Είναι το αποτέλεσμα της μετατόπισης, της δράσης και της επιρροής ολόκληρων τμημάτων των μηχανισμών του κράτους (της αστυνομίας, των μυστικών υπηρεσιών, ακόμα και της εκκλησίας) που με αδιόρατους ρυθμούς συντελούνταν στην τελευταία δεκαετία και κλιμακώθηκαν στην περίοδο της κρίσης. Η δράση της Χ.Α. αποτελεί ένα πολύ επικίνδυνο όπλο –όχι όμως το μοναδικό– της κυρίαρχης τάξης, που μας προειδοποιεί ότι έχει πολλές δυνατότητες «τελικής καταφυγής», πέρα από τα αστικά κόμματα, τις διαδικασίες του κοινοβουλευτισμού και τις τακτικές «ενσωμάτωσης» των λαϊκών προσδοκιών.
Γι’ αυτό και είναι απολύτως λαθεμένη η τακτική του ΚΚΕ που παραπέμπει τις σημαντικές αναμετρήσεις στο… μέλλον (όταν το κόμμα θα είναι «έτοιμο» ή όταν το κόμμα θα έχει «καθαρίσει» από τον οπορτουνισμό…). Επίσης γι’ αυτό θα είναι ακόμα πιο λαθεμένη οποιαδήποτε στροφή του ΣΥΡΙΖΑ σε αναζήτηση ρεάλ-πολιτίκ (στρογγυλοποίηση αιτημάτων, μηνύματα υπευθυνότητας προς την άρχουσα τάξη και την ΕΕ, αντιπολίτευση με βήμα σημειωτόν απέναντι στο Σαμαρά και τις τρόικες εσωτερικού και εξωτερικού…).
Ευτυχώς για όλους μας, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τα δεδομένα και τους σχεδιασμούς των επιτελείων. Ο αναβρασμός στους εργατικούς χώρους, το συλλαλητήριο στη ΔΕΘ, η υποχρέωση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ να κηρύξουν τη γενική απεργία στις 26 Σεπτέμβρη, προειδοποιούν ότι επωάζεται μια νέα, μεγάλη παρέμβαση των «από τα κάτω». Ανάλογη με αυτές που συγκλόνισαν τον ΓΑΠ ή τον Παπαδήμο και πιθανότατα με μεγαλύτερες και ορμητικότερες διαστάσεις. Έναν τέτοιον απεργιακό σεισμό, ένα σεισμό ανατροπής χρειαζόμαστε για να απαντήσουμε στην αγριότητα του Μνημονίου 3. Σε αυτό το καθήκον οφείλει να συγκεντρωθεί η Αριστερά και μέσα από αυτή τη δράση θα κριθούν και οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της. Χωρίς να ξεχνάμε ότι ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλουν, με βάση την παράδοση του Ενιαίου Μετώπου, να συντονιστούν και να προτείνουν στον κόσμο μια πειστική και ελκτική συνολική απάντηση, απέναντι σε μια από τις πιο επικίνδυνες περιόδους στη σύγχρονη εποχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά σε κρίσιμες επιλογές
Η τρικομματική κυβέρνηση παραπαίει: Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης συνεχίζουν το θέατρο της «διαπραγμάτευσης» με την τρόικα, αντιμετωπίζοντας με δέος τη στιγμή που θα πρέπει να βγουν και να ανακοινώσουν τα συγκεκριμένα μέτρα του νέου «πακέτου» λιτότητας. Η αντίδραση των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών θεωρείται αυτονόητη, αφού στις σημερινές συνθήκες η περικοπή 11,5 (ή 13; ή 18;) δισ. ευρώ από τους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές δαπάνες οδηγεί σε πραγματική κοινωνική κόλαση.
Φυσιολογικά, ο κόσμος θα στραφεί αρχικά προς τα συνδικάτα, αλλά και την Αριστερά. Που θα πρέπει χωρίς δισταγμούς να επεξεργαστεί, να προτείνει και να οργανώσει ένα πρόγραμμα ανατροπής. Ανατροπής αρχικά των μέτρων, ανατροπής όμως αναπόφευκτα και της κυβέρνησης που τα φέρνει και τα στηρίζει. Η αποφυγή –ή έστω η υποτίμηση– αυτού του καθήκοντος από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ανυπολόγιστα επικίνδυνες συνέπειες: Την εξασθένιση του ρεύματος της ελπίδας που δημιούργησε η εκλογική επιτυχία του Μάη και του Ιούνη, την παραχώρηση «κενού» προς κάλυψη στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής…
Απαραίτητη είναι επίσης η επιμονή στην εναλλακτική λύση που ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε προεκλογικά: όταν η πρόταση για ανατροπή του μνημονίου συνδέθηκε με τη διεκδίκηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, με μέθοδο την υποστήριξη της αναγκαίας ενότητας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο κόσμος κατάλαβε και στήριξε μαζικά την πρόταση αυτή ως διεκδίκηση μιας «εργατικής μεταπολίτευσης», ως ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών σε βάρος του κεφαλαίου και προς όφελος της εργασίας, με άμεσες συνέπειες στους μισθούς, στις συντάξεις, στις εργασιακές σχέσεις, στις κοινωνικές δαπάνες… Οποιαδήποτε υποχώρηση από αυτή την πολιτική οδηγεί στους ίδιους κινδύνους που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Είναι αλήθεια ότι οι εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες είναι εξαιρετικά δύσκολες. Όμως ο κόσμος μας χρειάζεται τη ριζοσπαστική Αριστερά ακριβώς για να αντιμετωπίσει τέτοιες δυσκολίες. Μια πολιτική στροφή προς το «ρεαλισμό», που παίρνει ως δεδομένο τον σημερινό κοινωνικό-πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, μια στροφή προς την «ωριμότητα και υπευθυνότητα» που κινείται μέσα στα όρια «διαλόγου» με την κυρίαρχη τάξη, θα αποτελεί παραίτηση από το σχέδιο συγκρότησης ενός μαζικού, αλλά και ριζοσπαστικού ρεύματος της Αριστεράς.
Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ στις μαζικές διεργασίες που έχει μπροστά του (τοπικές συνελεύσεις, Πανελλαδική Συνδιάσκεψη) οφείλει να δώσει σοβαρές απαντήσεις σε κρίσιμες επιλογές.