Η βία κατά των γυναικών είναι ένα παγκόσμιο και πολύ παλιό φαινόμενο που μπορεί να πάρει πολλές διαφορετικές μορφές.
Μπορεί να ασκείται στο πλαίσιο της οικογένειας και να είναι λεκτική, ψυχολογική, σωματική, σεξουαλική και οικονομική.
Μπορεί να ασκείται στο πλαίσιο της κοινωνίας (βιασμός, σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία και αλλού, εμπόριο γυναικών, εξαναγκαστική πορνεία), καθώς και στο πλαίσιο της άσκησης της κρατικής εξουσίας. Οι γυναίκες είναι τα πρώτα θύματα του πολέμου, της μετανάστευσης, του σύγχρονου δουλεμπόριου, με σκοπό είτε την καταναγκαστική εργασία, είτε την καταναγκαστική πορνεία (Traffiking).
Βία είναι επίσης το να απαιτείς από τις γυναίκες ένα συγκεκριμένο να ντύνονται ή να φέρονται. Είναι απαράδεκτος ο καταναγκασμός από μεριάς κρατών και θρησκειών που απαιτούν από τις γυναίκες να φορούν μαντήλα ή μπούργκα. Άλλο τόσο απαράδεκτη όμως είναι και η απαίτηση κρατών –όπως είχε συμβεί στη Γαλλία– να μη φορούν μαντίλα στα σχολεία οι μουσουλμάνες κοπέλες, με ποινή την αποβολή τους από την εκπαίδευση.
Όταν ζητάμε να ορίζουμε το σώμα μας, το ζητάμε για όλες τις γυναίκες, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.
Όταν η βία συμβαίνει σε ένα δωμάτιο βασανιστηρίων ή στην άλλη άκρη του κόσμου, καταγγέλλεται με απέχθεια, όταν όμως παράγεται καθημερινά στους κόλπους της οικογένειας δεν έχει την ίδια αντιμετώπιση, παρά το γεγονός ότι οι μισές βιαιοπραγίες και το 1/3 από τις απόπειρες φόνου κατά γυναικών έχουν δράστη το σύζυγο. Παρόμοια αντιμετώπιση έχουν και οι άλλες μορφές βίας κατά των γυναικών, όπως π.χ. η σεξουαλική παρενόχληση στη δουλειά ή στο δρόμο.
Πού οφείλεται
Η βία που υφίστανται οι γυναίκες δεν οφείλεται στη φύση» τους, ούτε στο ότι «πάνε γυρεύοντας», όπως πολλές φορές ακούμε. Ούτε επίσης στο ότι οι άνδρες είναι γεννημένοι «βίαιοι» γενικά. Είναι ένα φαινόμενο που παράγει η κοινωνία στην οποία ζούμε (δηλ. ο καπιταλισμός) και επιδεινώνεται δραματικά με την οικονομική κρίση και τη σήψη αυτού του συστήματος που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Η βία, αντί να μειωθεί με τη λεγόμενη «πρόοδο» των κοινωνιών, έφτασε τον 21ο αιώνα να έχει τεράστια έξαρση. Και μετά την οικονομική κρίση πάμε για ρεκόρ βαρβαρότητας.
Θύμα της βίας μπορεί να είναι οποιαδήποτε γυναίκα. Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων αποτελείται από άνεργες, επισφαλώς εργαζόμενες και γενικά φτωχές γυναίκες. Είναι αυτές που δύσκολα θα τη δημοσιοποιήσουν και ακόμα πιο δύσκολα θα μπορέσουν να αντιδράσουν και να παλέψουν για την εξάλειψή της, αφού δεν έχουν τη δυνατότητα της οικονομικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής στήριξης.
Οι βιαιότητες είναι αλληλένδετες με τη θέση των γυναικών σ’ αυτή την κοινωνία και με τις διακρίσεις σε βάρος τους σε όλα τα επίπεδα. Και έχουν να κάνουν με τη διπλή καταπίεση των γυναικών στη δουλειά και την οικογένεια.
Σήμερα, με τα απανωτά μνημόνια, την επιδείνωση της φτώχειας, την έκρηξη της ανεργίας, τις περικοπές των κοινωνικών δαπανών και τη διάλυση του κράτους πρόνοιας, η κατάσταση μέσα στην οικογένεια γίνεται όλο και πιο αφόρητη και πιο «βίαιη» για όλους και κυρίως για τις γυναίκες. Το ίδιο βίαιη και βάρβαρη έχει γίνει η αγορά εργασίας και οι συνθήκες δουλειάς για όλους τους εργαζόμενους και πολύ περισσότερο για τις γυναίκες και τους νέους.
Ο αγώνας μας λοιπόν ενάντια στη βία είναι αγώνας για την οικονομική και κοινωνική μας ανεξαρτησία –απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορούμε να αντιδράσουμε στη βία. Είναι κομμάτι του αγώνα μας για να αλλάξουμε αυτό το σύστημα που αναπαράγει και επιδεινώνει όλες τις διακρίσεις σε βάρος μας. Είναι αγώνας ενάντια στην τρικομματική κυβέρνηση των μνημονίων, η οποία, με τα δολοφονικά μέτρα που συνεχίζει να παίρνει, θα κάνει τη ζωή για όλες μας κόλαση.