Πριν από 10 χρόνια, στις 20 Μάρτη του 2003, ξεκινούσε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.
Η κυβέρνηση Μπους, ξεκινώντας την ιμπεριαλιστική εκστρατεία, εγκατέλειπε ακόμα και τα προσχήματα της σύμφωνης γνώμης του ΝΑΤΟ ή του ΟΗΕ. Η «καουμπόικη» εξωτερική πολιτική δεν ήταν προσωπικό χαρακτηριστικό του Μπους. Αντιπροσώπευε την εποχή της παγκόσμιας κυριαρχίας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από το 1989 και έπειτα.
Το όνομα της στρατιωτικής επιχείρησης στο Ιράκ -«σοκ και δέος»- δεν αποκάλυπτε μόνο την τακτική στο ίδιο το Ιράκ, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα προχωρούσε συνολικά η «ανάπλαση» του αραβομουσουλμανικού κόσμου. Με πρώτο βήμα την ανατροπή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, και καθοριστικό «σκαλοπάτι» την κατοχή του Ιράκ, σειρά θα έπαιρνε η Συρία και το Ιράν, και μετά από μια κάποια «επίλυση» του παλαιστινιακού, θα άνοιγε ο δρόμος για ελεγχόμενες μεταρρυθμίσεις και σε σύμμαχα κράτη όπως η Αίγυπτος. Το σχέδιο πήρε το μεγαλεπήβολο όνομα «νέα Μέση Ανατολή».
Το Δεκέμβρη του 2011, οι τελευταίοι Αμερικανοί φαντάροι αποχωρούσαν από το Ιράκ, χωρίς να έχει επιτευχθεί ούτε ένας από τους στόχους της εισβολής.
Παταγώδης αποτυχία
Δεν άφησαν πίσω τους ούτε μια στρατιωτική βάση στη χώρα. Η πρώτη διεθνής συναλλαγή της ιρακινής κυβέρνησης μετά την αποχώρηση των Αμερικανών ήταν να παραγγείλει όπλα από… τη Ρωσία. Τα πολύτιμα κοιτάσματα πετρελαίου πέρασαν στα χέρια ανταγωνιστικών καπιταλισμών, με κυρίαρχη την Κίνα. Πολιτικά, το Ιράκ έχει περάσει στη σφαίρα επιρροής του Ιράν. Ενώ, όσο η αμερικανική πολεμική μηχανή και η προσοχή της Ουάσινγκτον ήταν αφοσιωμένες στο Ιράκ, εξελίσσονταν άλλες παράλληλες διαδικασίες σε άλλα μέρη του πλανήτη: η διείσδυση της Κίνας στην Αφρική, η «απώλεια» της Λατινικής Αμερικής, η νίκη της Ρωσίας στον πόλεμο στον Καύκασο.
Η περιπέτεια στο Ιράκ δεν είναι υπερβολή να χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη ήττα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Δέκα χρόνια μετά την 20ή Μαρτίου του 2003, τίποτε δεν θυμίζει εκείνη την εποχή. Το σχέδιο «νέα Μέση Ανατολή» είναι κομμάτια και θρύψαλα. Η «καουμπόικη» εξωτερική πολιτική και η διακυβέρνηση Μπους έδωσαν τη θέση τους στον πραγματιστή και συναινετικό Ομπάμα, ο οποίος προκρίθηκε από την αμερικανική αστική τάξη ως ικανότερος να διαχειριστεί μια περίοδο «αναδίπλωσης», σε έναν κόσμο που μπαίνει σταδιακά σε μια «πολυπολική» εποχή. Οι άλυτες αντιφάσεις των αραβικών κρατών εξερράγησαν και οδήγησαν σε μια μακρόσυρτη επαναστατική κρίση. Αντί για τα «κανόνια», τον πρωταγωνιστικό ρόλο πήραν οι μάζες (δικαιώνοντας καθυστερημένα όσους επιμέναμε ότι τον Σαντάμ ή τις άλλες δικτατορίες, θα τους ανατρέψουν οι αραβικές μάζες και όχι οι «δημοκράτες» ιμπεριαλιστές).
Οι αλλαγές που προέκυψαν στην τακτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού είναι τεράστιες, και είναι κρίσιμο να εντοπιστούν από την Αριστερά, που καμιά φορά δίνει την εντύπωση ότι εξακολουθεί να ερμηνεύει τις γεωπολιτικές εξελίξεις με τους όρους της εποχής πριν από το 2003.
Τα μαθήματα του Ιράκ
Δύο ήταν τα μεγάλα μαθήματα για την Ουάσινγκτον από την εμπειρία του Ιράκ: το ένα ήταν τα τραγικά αποτελέσματα της «απομπααθοποίησης» του κράτους, της ριζοσπαστικής αντίληψης «καθεστωτικής αλλαγής», η οποία προέβλεπε το γκρέμισμα όλου του παλιού κρατικού μηχανισμού (του κόμματος Μπάαθ του Σαντάμ), που θα αντικαθίστατο από έναν καινούργιο, πλήρως ελεγχόμενο. Το άλλο ήταν η αδυναμία να επιβληθεί στρατιωτικά ο «εκδημοκρατισμός» στον ντόπιο πληθυσμό.
Το χάος που προκάλεσε η «απομπααθοποίηση» και η οργή ενάντια στην κατοχή τροφοδότησαν την αντίσταση, αποσταθεροποίησαν το Ιράκ και συνέβαλαν καθοριστικά στην αμερικανική αποτυχία.
Αυτήν την πείρα αξιοποιεί ο Ομπάμα όσον αφορά τις «καθεστωτικές αλλαγές» που έχει πυροδοτήσει η αραβική άνοιξη. Η «ομαλή μετάβαση», η οποία περιλαμβάνει τη διατήρηση της παλιάς κρατικής μηχανής –και μάλιστα άθικτης– έχει γίνει η νούμερο ένα προτεραιότητα των ΗΠΑ σε όλες τις αραβικές χώρες. Η «λύση Υεμένης» («αποκεφαλισμός» του δικτάτορα και συμβιβασμός αντιπολίτευσης με το καθεστώς) έχει γίνει το νέο αμερικανικό μοντέλο. Καθώς οι εξεγέρσεις των «από κάτω» δεν διακρίνουν «φιλοδυτικά» και «αντιδυτικά» καθεστώτα, το ίδιο κάνουν και οι ΗΠΑ στην προσπάθεια να τις περιορίσουν και να διασώσουν την καπιταλιστική ομαλότητα. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι είναι πρόθυμες να εγκαταλείψουν τον «σύμμαχο» Μουμπάρακ και να συνομιλήσουν με την «αντίπαλη» Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο, να βομβαρδίζουν το στρατό του Καντάφι στη Λιβύη ενώ συνομιλούν με τον γιο του, να στηρίζουν πολιτικά τις «σύμμαχες» μερίδες της συριακής αντιπολίτευσης ενώ περιορίζουν τη ροή όπλων προς τους αντάρτες για να μείνει άθικτο το «αντίπαλο» μπααθικό κράτος.
Αυτοί οι σύνθετοι χειρισμοί δεν σημαίνουν ότι οι ιμπεριαλιστές ελέγχουν το παιχνίδι: το αντίθετο. Είναι υποχρεωτικές επιλογές, ενδεικτικές της αδυναμίας τους. Ένα χρόνο πριν θα ήταν ανήκουστο ότι η αμερικανική επιρροή στην Μέση Ανατολή εξαρτάται από τις προθέσεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ή ότι βασικό τους μέλημα στη Συρία είναι να μην ανατραπεί βίαια το μπααθικό καθεστώς.
Πολυπολικότητα
Μια δεύτερη συνέπεια των μαθημάτων του Ιράκ και της υποχώρησης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, είναι ο αναβαθμισμένος ρόλος άλλων δυνάμεων. Στην επιδρομή στη Λιβύη, ή στη σημερινή εισβολή στο Μάλι, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός πρωταγωνίστησε, με τις ΗΠΑ να αρνούνται να εμπλακούν ενεργά και να μένουν στις «πίσω θέσεις». Ο Ομπάμα καλεί όλο και συχνότερα τις «σύμμαχες χώρες» να «αναλάβουν τις ευθύνες τους». Είναι μια σημαντική εξέλιξη: Πρώτον, γιατί οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον πρόθυμες να δαπανούν χρήμα και όπλα για την «υπεράσπιση του δυτικού κόσμου» στο σύνολό του –και αυτό από μόνο του αλλάζει το παγκόσμιο τοπίο. Δεύτερον, γιατί ο «χώρος» που δημιουργεί η αμερικανική υποχώρηση και η «μετάθεση ευθυνών» που προωθεί, αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση όσον αφορά τις περιφερειακές δυνάμεις. Από την Τουρκία, η οποία χαράσσει πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, φτάνοντας στη ρήξη με το Ισραήλ, έως το Κατάρ, το οποίο αξιοποιεί τις ανατροπές της αραβικής άνοιξης για να αναβαθμίσει το ρόλο του στη Μέση Ανατολή, με γραμμή αρκετές φορές διαφοροποιημένη από την επίσημη της Ουάσινγκτον (π.χ. εξοπλισμός τζιχαντιστών στη Συρία, στήριξη στη Χαμάς στη Γάζα). Στη Λατινική Αμερική, η Βραζιλία επιχειρεί να εξελιχθεί σε νέο «αφεντικό» της ηπείρου (κεντρικός ρόλος στην επέμβαση στην Αϊτή, οικονομικός επεκτατισμός στην Παραγουάη, το Εκουαδόρ και αλλού κ.λπ.). Διαισθανόμενο την αμερικανική απροθυμία, ακόμα και το Ισραήλ κινείται με τρόπο που κάνει αναλυτές να συζητούν αν «καμιά φορά η ουρά κινεί τον σκύλο».
Στα ρήγματα που δημιουργούνται, οι τοπικοί υπο-ιμπεριαλισμοί αποκτούν διευρυμένη αυτονομία, κάνοντας πολύ πιο άστοχη την ανάγνωση όλων των εξελίξεων με κέντρο τον «αμερικανικό παράγοντα».
Πίβοτ στην Ασία
Μια τελευταία, αλλά κεντρικής σημασίας αλλαγή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι η στρατηγική μετατόπισή τους από τη Μέση Ανατολή στην ανατολική Ασία. Τη δεκαετία που μεσολάβησε, ενώ οι ΗΠΑ ήταν μπλεγμένες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, η Κίνα έκανε μεγάλα βήματα προς την εδραίωσή της ως διεθνής υπερδύναμη. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις ΗΠΑ, πολύ μεγαλύτερος από κάποια περιφερειακά «ατίθασα» καθεστώτα. Με μια σειρά κινήσεις (βάση στην Αυστραλία, στρατιωτικές συμφωνίες με γείτονες της Κίνας στον Ειρηνικό, αξιοποίηση της έντασης στην Κορέα), έχει αρχίσει ήδη να υλοποιείται το λεγόμενο «πίβοτ» (μπασκετικός όρος που υποδηλώνει ότι κρατώντας το ένα πόδι σταθερό, στρίβεις το υπόλοιπο σώμα σου) από τη Μέση Ανατολή προς την ανατολική Ασία. Αυτή η στρατιωτική μετακίνηση αφήνει περισσότερο «χώρο» στη Μέση Ανατολή, αλλά ταυτόχρονα ανεβάζει το θερμόμετρο κατακόρυφα. Οι ΗΠΑ έχουν πλέον μεγάλο αντίπαλο να αντιμετωπίσουν και συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους σε αυτό το μέτωπο (στόχος είναι το 60% των ενόπλων δυνάμεων εκτός συνόρων να συγκεντρωθούν εκεί). Η πιο χαρακτηριστική κίνηση όσον αφορά τις ριζικές αλλαγές προτεραιοτήτων είναι μια πρόσφατη απόφαση του Ομπάμα: Ακύρωσε την πολυσυζητημένη για χρόνια εγκατάσταση της αντιπυραυλικής ασπίδας στην ανατολική Ευρώπη, προκειμένου να ρίξει το οικονομικό βάρος στην «οχύρωση» των δυτικών ακτών των ΗΠΑ (με πυραύλους να «σημαδεύουν» τον Ειρηνικό).
Κίνδυνοι
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ούτε ξόφλησε ούτε είναι ακίνδυνος. Αν και αδυνατεί πλέον να «αστυνομεύει» τον πλανήτη, παραμένει η μεγαλύτερη πολεμική μηχανή παγκόσμια. Αν απειληθούν ζωτικά του συμφέροντα, η «στρατιωτική επιλογή παραμένει στο τραπέζι», για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Ομπάμα για το Ιράν. Η εξελισσόμενη στρατιωτικοποίηση του Ειρηνικού Ωκεανού (εν μέσω εντάσεων Κίνας-Ιαπωνίας, Βόρειας-Νότιας Κορέας) είναι τρομακτική εξέλιξη. Η απειλή σύγκρουσης πλέον αφορά τα «βουβάλια».
Ταυτόχρονα, η σταδιακή ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου δεν σημαίνει και έναν πιο «ασφαλή» κόσμο.
Οι ανατροπές στο διεθνή συσχετισμό («πολυπολικότητα») συχνά επιλύονται με αιματηρούς πολέμους. Και σε συνθήκες αξεπέραστης οικονομικής κρίσης, η επιλογή ενός καταστροφικού πολέμου είναι πάντα στο τραπέζι για να επιτευχθεί η «επανεκκίνηση». Πιο απλά, όποιες «συγκεκριμένες μορφές» κι αν παίρνει, ο καπιταλισμός παραμένει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Με αυτήν την έννοια, οι «παλιές» απαντήσεις της Γ’ Διεθνούς της εποχής του Λένιν, που έδεναν την αντι-ιμπεριαλιστική, αντιπολεμική δράση με το διεθνισμό και την αντικαπιταλιστική προοπτική, παραμένουν βασικές στη στρατηγική της Αριστεράς σήμερα.