Η λήξη των εργασιών του 35ου Συνεδρίου της ΓΣΕΕ βρίσκει το εργατικό κίνημα προβληματισμένο. Το αποτέλεσμα, που διαμορφώθηκε, δεν δίνει ελπίδες για αναχαίτιση των βίαιων ταξικών επιθέσεων που δέχονται άνεργοι, συνταξιούχοι, εργαζόμενοι και μετανάστες.
Η άνοδος των εδρών της Αριστεράς (10 έδρες το ΠΑΜΕ και 5 η Αυτόνομη Παρέμβαση από 9 και 3 που είχαν) και οι 3 έδρες του ΕΜΕΙΣ (διάσπαση της ΠΑΣΚΕ) είναι σημαντικό γεγονός, αλλά, παρά την όποια αισιοδοξία εκφράστηκε από στελέχη της Αριστεράς για την ενίσχυση του ταξικού συνδικαλισμού, η αλήθεια είναι πως «για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή».
Δεν αρκεί να συμψηφίζεις τις έδρες, για να πειστείς πως κάτι αλλάζει στην συνομοσπονδία, αλλά να εστιάζεις στην τακτική που ακολουθεί η κάθε παράταξη και τι πρωτοβουλίες θα πάρει, προκειμένου να αφυπνίσει την κοιμισμένη γραφειοκρατική ηγεσία.
Δεν είναι αρκετές οι 18 έδρες, αν συνεχίσουν να υπάρχουν παραταξιακές περιχαρακώσεις και δεν βρεθεί ένα μίνιμουμ πλαίσιο συνεννόησης για δράση με πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα και με κοινή συμπόρευση στους δρόμους.
Μαζικές δράσεις
Μέχρι το επόμενο συνέδριο της ΓΣΕΕ, για να αλλάξουν άρδην οι συσχετισμοί, αλλά και για το άμεσο μέλλον, για να ανακτήσουμε δικαιώματα και μισθούς και να αναβαθμίσουμε τα αιτήματά μας, το βάρος πέφτει στη ραχοκοκαλιά του συνδικαλιστικού κινήματος, που είναι τα πρωτοβάθμια σωματεία. Εκεί υπάρχει η άμεση σχέση συνδικαλιστή και εργαζόμενου, εκεί ζυμώνονται τα αιτήματα, εκεί γίνεται η κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η προτεραιότητά μας πρέπει να είναι η πολιτικοποίηση των αιτημάτων.
Να γίνεται σαφές με όλους τους τόνους πως η επαναφορά μισθών σε προηγούμενα επίπεδα, η κατοχύρωση ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η υπογραφή ΣΣΕ, η ικανοποίηση όλων των μεγάλων αιτημάτων μας, προαπαιτεί την καταβαράθρωση της τρικομματικής κυβέρνησης και την κατάργηση των μνημονίων.
Απαιτείται η συνεργασία ανάμεσα στα σωματεία, σε όλα τα επίπεδα, έτσι ώστε τα αιτήματα της μίας κοινωνικής ομάδας να γίνονται και αιτήματα της άλλης. Με αυτόν τον τρόπο θα χρεοκοπήσει ο κοινωνικός αυτοματισμός πάνω στον οποίο επενδύει η ακροδεξιά κυβέρνηση Σαμαρά και τα φερέφωνά της.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να υπάρχει αναβάθμιση των μαζικών μορφών δράσεων: συλλαλητήρια, καταλήψεις, μαζικές πικετοφορίες σε χώρους όπως αεροδρόμια, εμπορικά κέντρα, λιμάνια, πολυκινηματογράφους, μαζικές «λαθρεπιβιβάσεις» σε μετρό, λεωφορεία κ.α.
Να αναπτυχθεί κίνημα αλληλεγγύης προς κάθε πρωτοβουλία που στοχεύει στον εργατικό έλεγχο.
Παράλληλα με τα παραπάνω απαιτείται η δημιουργία ενιαίου μετώπου αντιμετώπισης της ναζιστικής φιλεργοδοτικής Χρυσής Αυγής, όπου, πέρα από τις κοινές δράσεις που θα αναληφθούν, το κάθε σωματείο μεμονωμένα θα ενημερώνει τα μέλη του για τη δράση της φασιστικής σπείρας και θα προτρέπει στην κοινωνική και πολιτική απομόνωσή της.
Μαχητικά σωματεία
Σε ό,τι αφορά τα παραπάνω υπάρχουν σωματεία που κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Ωστόσο υπάρχουν και πολλά άλλα που παραμένουν προσδεμένα στις παραδοσιακές παρατάξεις της εργοδοσίας, ή που πρόσφατα αναβαπτίστηκαν σε ριζοσπάστες της σοσιαλδημοκρατίας και περιμένουμε με αγωνία τον ριζοσπαστισμός τους στην πράξη.
Εκεί βρίσκεται η ρίζα του κακού που πρέπει να πολεμηθεί με κάθε τρόπο. Είναι τα σωματεία που αποδέχονται τις απολύσεις, τις περικοπές σε μισθούς και δικαιώματα. Είναι σωματεία που αναθέτουν τις πρωτοβουλίες στους εργαζόμενους, χωρίς ποτέ να τις έχουν στηρίξει έμπρακτα και που, όταν πιέζονται για δράσεις, ισχυρίζονται πως «ο κόσμος δεν τραβάει», για να δικαιολογήσουν την παθητικότητά τους.
Με αυτά τα σωματεία η Αριστερά πρέπει να επιδιώξει σχέσεις, προκειμένου να εντοπιστούν οι μειοψηφίες που ταυτίζονται με τις απόψεις μας. Και πάντα με κυρίαρχο αίτημα την ανατροπή κυβέρνησης και μνημονίων και τη διαγραφή του χρέους, να τους μεταφέρουμε τις κινηματικές και συνδικαλιστικές εμπειρίες μας με άμεσο στόχο την ενίσχυσή τους και προοπτική την ανατροπή των συσχετισμών που επικρατούν στο χώρο τους.
Πάνω σε αυτή τη μάχη ίσως κριθεί σε μεγάλο βαθμό η τελική έκβαση του πολέμου.