Η συζήτηση για τη σύσταση της νομαρχιακής επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ στη Νότια Αθήνα, παρότι καθυστέρησε χρονικά, ήταν πολύ προχωρημένη πολιτικά.
Η αντίθεση ανάμεσα στο άνοιγμα από τους τέσσερις προκαθορισμένους ομιλητές και τις τοποθετήσεις των συντροφισσών και συντρόφων της βάσης ήταν εντυπωσιακή και ελπιδοφόρα για την πορεία του κινήματος και τη νέα ριζοσπαστικοποίηση που έχει ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αρχικές εισηγήσεις, παρόλο που αναφέρθηκαν και στο κρίσιμο ζήτημα του ξεπουλήματος του παραλιακού μετώπου και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού, ήταν άνευρες και εστιασμένες στις «ουδέτερες» και στάσιμες δράσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε τοπικά ζητήματα, υποτιμώντας την ανάγκη αποτίμησης και σχεδιασμού των κεντρικών κινήσεων της ηγεσίας, με την ενεργή συμμετοχή και κριτική της βάσης.
Έτσι, το άνοιγμα της συζήτησης, που κράτησε πολλή ώρα, στερούνταν αναφορών σε μαχητικές και δυναμικές δράσεις, που με μεγάλη επιτυχία και συσπείρωση έχουμε πραγματοποιήσει στα νότια το προηγούμενο διάστημα: συμμετοχή στα κινήματα «Δεν Πληρώνω», από τα εισιτήρια μέχρι τα χαράτσια της ΔΕΗ και εφορίας, μαζικές καμπάνιες για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας, με οργανωμένες «επισκέψεις» στο Ασκληπιείο και τη συμμετοχή συντρόφων εσωτερικών κι εξωτερικών, κοινή δράση με επιτροπές κατοίκων, με καθηγητές και δασκάλους, για να αναδειχτεί ο ρόλος των φασιστών τόσο στα σχολεία, όσο και σε όλες τις γειτονιές, συλλογική προπαγάνδιση των γενικών απεργιών με τοπικές πορείες, διανομή πλούσιου υλικού κλπ.
Οι εκλεγμένοι (για την τελευταία συνδιάσκεψη) και αριστίνδειν σύντροφοι και συντρόφισσες, που μίλησαν στη συνέχεια, απέδειξαν ότι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ διεξάγεται, έντονα και με αξιώσεις, η συζήτηση για τον ξεκάθαρα ριζοσπαστικό προσανατολισμό του κόμματος, με ανησυχία και πρόνοια όχι κατώτερες αυτών που επιδεικνύουν οι ηγεσίες στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η προσοχή των ομιλητών επικεντρώθηκε σε τρία κυρίαρχα, για την περίοδο που διανύουμε, ζητήματα.
Στο ρόλο της ΕΕ, ειδικά μετά το εύγλωττο παράδειγμα της Κύπρου. Η πλειοψηφία των συντρόφων αμφισβητεί την προσήλωση στην ΕΕ και το ευρώ της «στενής» ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και όλο συχνότερα και όλο από περισσότερους απαιτείται επανεξέταση της προηγούμενης στάσης.
Η προσπάθεια, από ελάχιστους συντρόφους, να αποδείξουν ότι όποιος ζητάει επαναδιατύπωση της θέσης για την ΕΕ δεν έχει διαβάσει τις ψηφισμένες αποφάσεις της συνδιάσκεψης, που καλύπτουν ικανοποιητικά τη ρήξη και ανατροπή, έπεσαν στο κενό. Δεν κατάφεραν να αποπροσανατολίσουν κανέναν, αφού ήταν απολύτως σαφές ότι η κριτική γινόταν για τα μεγαλοστελέχη μας, που στις τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα και τις συστημικές εφημερίδες επαναλαμβάνουν τις δικές τους απόψεις για την ΕΕ και το ευρώ, δίνοντας την εντύπωση σε ολόκληρη την κοινωνία ότι αυτές είναι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφού δεν έχει διαβάσει όλος ο κόσμος τι ψηφίσαμε εμείς.
Από τις πολυάριθμες τοποθετήσεις είναι φανερό ότι η υποτιμημένη και ξεχασμένη, από την ηγεσία, θέση «καμιά θυσία για το ευρώ» αναβαθμίζεται και μάλιστα με το αίτημα για πιο έντονη και πιο σαφή δέσμευση για σύγκρουση και ανατροπή, με ταξικό προσανατολισμό υπέρ των εργαζομένων.
Το άλλο ζήτημα, που απασχόλησε τους συντρόφους και συντρόφισσες, είναι οι συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρικό, πολιτικό επίπεδο. Η ανησυχία για τη συμπόρευση με τους «Ανεξάρτητους Έλληνες», το ερώτημα αν θέλουμε «αριστερά, άλλοθι των καπιταλιστών», η διαφωνία για την απεύθυνση και τα καλέσματα, σε κοινές εκδηλώσεις, των τοπικών δημάρχων της μνημονιακής συγκυβέρνησης για την υπεράσπιση της δημόσιας περιουσίας, εκφράστηκαν πολύ ξεκάθαρα.
Το τρίτο ζήτημα, που απασχολεί τη βάση και τα «ενδιάμεσα» στελέχη μας, αποτυπώθηκε εξαιρετικά από συντρόφισσα της τοπικής οργάνωσης Ταύρου, που αναρωτήθηκε για τη σύνδεση του κόμματος με τις παραγωγικές τάξεις και τους ανέργους και ρώτησε συγκεκριμένα: «Τι θα κάνουμε με τις τράπεζες, τα πολυκαταστήματα κλπ;». Θεωρήθηκε, και σωστά κατά τη γνώμη μου, ότι ήταν παράλειψη από τους παρουσιαστές το γεγονός ότι δεν εξήγησαν πώς πρέπει να προχωρήσουμε.
Ως «Κόκκινο Δίκτυο του ΣΥΡΙΖΑ» και τμήμα της Αριστερής Πλατφόρμας συμβάλαμε και στους τρεις άξονες της συζήτησης, με αρκετούς ομιλητές και άφθονα επιχειρήματα τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε κινηματικό επίπεδο. Με τις εφημερίδες, τις ανακοινώσεις του Rproject και το μίνι βιβλιιοπωλείο μας, προσπαθήσαμε να προκαλέσουμε ακόμα πιο ενδελεχείς και οξυμένες αναζητήσεις.
Την πλούσια συζήτηση διαδέχθηκε μια φτωχή διαδικασία, κολλημένη σε πρακτικές παρελθόντος, που δεν εξέφραζε τη ζωντάνια των συντρόφων-αγωνιστών του κινήματος και τις ελπίδες πλατύτερων τμημάτων που εκφράζονται στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έδινε την εντύπωση γραφειοκρατικών συνεννοήσεων, που στερούν τη βάση από την αναζωογονητική εσωκομματική δημοκρατία, την προβληματίζουν και, αν δεν αλλάξουν αυτές οι τακτικές, θα την απογοητεύσουν.
Εκλογές δεν έγιναν, αλλά συμφωνήθηκε ένα 27μελές συντονιστικό. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά δεν προηγήθηκαν διεργασίες που θα βοηθούσαν να συμμετέχουν περισσότεροι σύντροφοι και συντρόφισσες κι έτσι έμεινε η «αίσθηση» ότι κάποιοι άλλοι συζητάνε κάπου αλλού, όπως... συνήθως.
Αυτό χρειάζεται να ανατραπεί. Η συμμετοχή του κόσμου που μας πλησιάζει, που γίνεται μέλος και που θέλει να συμμετέχει ενεργά σε όλες τις διαδικασίες και τα όργανα, μόνο καλό έχει να προσφέρει. Μεταφέρει ζωντάνια και προβληματισμούς της πάλης που διεξάγει η κοινωνία και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να μας φοβίζουν αυτοί οι σύντροφοι/σες, παρά την έλλειψη (γραφειοκρατικής;) εμπειρίας για τη λειτουργία των κομμάτων.
Ωστόσο, αν γίνονταν εκλογές, πιθανότατα οι «συσχετισμοί» να μην ήταν οι συνηθισμένοι και αναμενόμενοι, όπως γνωρίζουμε από την προηγούμενη και πρόσφατη ιστορία μας. Αυτό όμως δεν αλλάζει κάτι, αφού η γνώμη της βάσης δεν γίνεται να μη ληφθεί σοβαρά υπόψη από τη «στενή» ηγεσία!