Αποδείχθηκε ότι το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ ήταν ένα συνέδριο κρίσης.
Είχε να ερμηνεύσει τις μεγάλες απώλειες του ΚΚΕ στις περσινές εκλογές, την ήττα της ηγεσίας του από τον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα μέσα σε συνθήκες αστάθειας του συστήματος και αγώνων των εργαζομένων και του λαού, είχε να ερμηνεύσει τη μείωση των οργανωμένων δυνάμεων του κόμματος και την εξασθένηση των σχέσεών του με τα πιο πολύτιμα μαζικά «ακροατήρια» (εργαζόμενοι, νεολαία, άνεργοι).
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα οι θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής έδωσαν απαντήσεις κατώτερες των προσδοκιών, ακόμα και των πιο πιστών φίλων του κόμματος. Αυτός ο παράγοντας ήταν ο αποφασιστικός για τη διόγκωση της «αμφισβήτησης». Που, σύμφωνα με τον Τύπο (ο οποίος πάντως συνομιλεί με το Γραφείο Τύπου της ΚΕ), πήρε διαστάσεις «χιονοστιβάδας» και προκάλεσε τον «αιφνιδιασμό» της ηγεσίας.
Πέρα από την ποσοτική διάσταση των διαφωνούντων (διάσταση που κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει) έχει σημασία και ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό: Αυτή τη φορά, με το μέρος της «αμφισβήτησης» τάχθηκαν ανοιχτά κάποια γνωστά πολιτικά στελέχη, με καθοδηγητική προϋπηρεσία, κομματική ιστορία και πολιτική αναγνωρισιμότητα. Ο συνδυασμός των δυο παραγόντων συγκροτούσε στο εσωτερικό του ΚΚΕ ένα διακριτό πολιτικό «ρεύμα», επικίνδυνο για την κομματική ηγεσία.
Παρόλο, λοιπόν, που στα θεμέλια του κόμματος συσσωρεύονταν πολλά εκρηκτικά, το 19ο Συνέδριο αποδείχθηκε… σύντομο ανέκδοτο. Τερματίστηκε αιφνιδίως τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, πολλές ώρες πριν την προβλεπόμενη από το επίσημο πρόγραμμα λήξη των εργασιών του.
Αυτή η πρωτοφανής, για τα δεδομένα του ΚΚΕ, κατάληξη αποδεικνύει ότι το 19ο Συνέδριο είχε σχεδιαστεί ως μια εσωτερική συζήτηση των ηγετικών ομάδων του κόμματος. Υποδεικνύει, επίσης, ότι οι σχέσεις ανάμεσα στις ομάδες αυτές δεν είναι πλέον τόσο άνετες και ομαλές, όσο φαντάζονται οι άνθρωποι της Αριστεράς.
Η μοναδική, ουσιαστικά, απόφαση του 19ου Συνεδρίου είναι η αντικατάσταση της Αλέκας Παπαρήγα από τον Δημήτρη Κουτσούμπα στην κορυφή του κομματικού μηχανισμού. Η απόφαση αυτή εγκαθιστά μια πρωτοφανή «διαρχία» στο ΚΚΕ. Η Αλέκα Παπαρήγα, ως επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, διατηρεί τον έλεγχο της πολιτικής εκπροσώπησης, ενώ ο Δημ. Κουτσούμπας, ως νέος Γενικός Γραμματέας, αναλαμβάνει τον έλεγχο των κομματικών δυνάμεων.
Κάποια ρεπορτάζ προαναγγέλλουν «διαρχία» και στο εσωτερικό του κόμματος (με την Ελ. Μπέλλου να αναλαμβάνει την ισχυρή θέση της Γραμματείας της ΚΕ…), αλλά αυτά μένουν να αποδειχθούν στο μέλλον.
Ο Δ. Κουτσούμπας διακρίθηκε για τις «σκληρές» παρεμβάσεις του στον προσυνεδριακό διάλογο, κάτι που προϊδεάζει για σκληρή αντιμετώπιση των διαφωνούντων στη συνέχεια (διαγραφές ή εξώθηση σε αποχωρήσεις).
Διακρίθηκε επίσης για τις «σκληρές» θέσεις του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όλη την άλλη Αριστερά («Δεν υπάρχει βάση συνεργασίας με κόμματα που προέκυψαν από διάσπαση οπορτουνιστική από το κόμμα, όπως είναι σήμερα το NAP, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο ΣΥΝ, όλος ή ένα τμήμα του, το Αριστερό Ρεύμα ή το μέτωπο του Αλαβάνου»).
Κάτι που προϊδεάζει, επίσης, για «σκληρή» υποστήριξη της τακτικής της μοναχικής πορείας του ΚΚΕ. Μέχρι, ίσως, να ακουστεί το καμπανάκι του επικίνδυνου 3%, οπότε θα χρειαστεί βιαία στροφή. Και υπενθυμίζεται ότι στην ιστορία του ΚΚΕ τις μεγάλες και αιφνιδιαστικές στροφές τις έκαναν συνήθως οι «σκληροί»…
Προς το παρόν, όλες αυτές οι «σκληράδες» δεν αντιστοιχούν στην πραγματική κατάσταση του κόμματος. Είναι κοινό μυστικό ότι πανελλαδικά ο περίγυρος του ΚΚΕ, ακόμα και ένα ευδιάκριτο πλέον τμήμα των μελών του, έχει μπει σε «διεργασίες» μαζί με τον κόσμο της άλλης Αριστεράς, σχετικά με το κεντρικό ερώτημα «πώς μπορούμε να απαντήσουμε στον εφιάλτη των μνημονίων;». Η απόφαση στον Περισσό να περιχαρακωθούν απέναντι σε αυτές τις διεργασίες θα αποφέρει, απλώς, νέες απώλειες στην επιρροή του ΚΚΕ.
Στις συνθήκες της κρίσης όλα τα κόμματα, όλες οι ηγεσίες, χρειάζονται τις καλύτερες σχέσεις με τον κόσμο που επηρεάζουν, χρειάζονται την αμεσότερη αμφίδρομη επαφή με τη «βάση», χρειάζονται την πιο προωθημένη εσωκομματική δημοκρατία. Όχι μόνο ως μέθοδο επίλυσης εσωκομματικών αντιθέσεων, αλλά, κυρίως, ως μέθοδο «συνομιλίας» με την πολιτικοποίηση και με την κοινωνία, ως προϋπόθεση συγκρότησης απόψεων και τακτικής, ως προϋπόθεση πολιτικής αποτελεσματικότητας.
Και εδώ το ΚΚΕ δίνει παραδείγματα προς αποφυγή. Ούτε ένας από τους διαφωνούντες δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει τις εκλογικές κρισάρες και να φτάσει στη νέα ΚΕ. Και δεν είναι μόνον αυτοί. Από τη ΚΕ λείπουν οι (θεωρούμενοι ως) «ήπιοι» Σπ. Χαλβατζής, Τάκης Τσίγκας, Θοδ. Τζιαντζής, Μπ. Αγγουράκης κ.ά.
Λείπουν επίσης κεντρικοί συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ (π.χ. Γ. Μαυρίκος κ.ά.) που η σχέση τους με το εργατικό κίνημα τους δίνει δυνατότητες αυτονομίας απέναντι στους «απαράτσνικους» της μεταπολιτευτικής εποχής.
Όλα αυτά μαζί, δείχνουν ότι το ΚΚΕ βγαίνει από το 19ο Συνέδριο πιο αποδυναμωμένο απ’ ό,τι ήταν πριν από αυτό. Και έχει μπροστά κρίσιμα ερωτήματα. Το πρώτο, ασφαλώς, είναι τι θα κάνουν οι διαφωνούντες. Αν βρουν τη δύναμη να συγκροτήσουν τις απόψεις που εξέφρασαν στο προσυνεδριακό διάλογο σε μια κίνηση ανοιχτής σχέσης με την κοινωνία και την άλλη Αριστερά, τότε η ηγεσία του ΚΚΕ θα έχει να αντιμετωπίσει ένα νέο σημαντικό τράνταγμα.
Το δεύτερο είναι το ερώτημα πώς θα αντιδράσει ο περίγυρος του ΚΚΕ στην απωθητική εικόνα που ανέδειξε το 19ο Συνέδριο. Στις σημερινές συνθήκες η απογοήτευση είναι κακός σύμβουλος και θα είναι πραγματικά κρίμα να σταλούν χιλιάδες άνθρωποι στις κρεατομηχανές των αστικών κομμάτων.
Αυτό σημαίνει ότι η άλλη Αριστερά –και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ– έχει ειδικά καθήκοντα και ευθύνες απέναντι τόσο στο ΚΚΕ όσο και στον κόσμο του. Η επιμονή στην τακτική της ενότητας στη δράση, αλλά και η επιμονή σε μια ριζοσπαστική αριστερή πολιτική, αποτελούν αναντικατάστατες προϋποθέσεις για όλους μας.