Η «μπολιβαριανή διαδικασία» επιβίωσε και βγήκε νικήτρια στην πρώτη εκλογική δοκιμασία χωρίς τον Ούγκο Τσάβες. Ο υποψήφιος του PSUV, Νικόλα Μαντούρο, εξελέγη πρόεδρος της Βενεζουέλας.
Ωστόσο ήταν μια νίκη οριακή, μετά από μια αναμέτρηση θρίλερ. Ο Μαντούρο κέρδισε 7,5 εκατομμύρια ψήφους και το 50,7%, ενώ ο αντίπαλός του, Καπρίλες, κέρδισε 7.270.000 ψήφους και το 49,1%. Τη νύχτα των αποτελεσμάτων, οι «τσαβίστας» πανηγύρισαν, αλλά δεν ήταν το λαϊκό γλέντι προηγούμενων επιτυχιών. Κυριαρχούσε η ανακούφιση, αλλά και ο προβληματισμός, η απότομη συνειδητοποίηση ότι θα μπορούσαν να ηττηθούν.
Σε σύγκριση με τον Οκτώβρη του 2012, περίπου 700.000 ψηφοφόροι «μετακινήθηκαν» από το PSUV στην αντιπολίτευση. Με τη συμμετοχή σχεδόν στα ίδια επίπεδα, αυτό μεταφράστηκε σε συρρίκνωση της διαφοράς (τον Οκτώβρη το «σκορ» ήταν 55%-45%).
Ο Οκτώβρης του 2012, ήταν η πιο δύσκολη νίκη του Τσάβες από το 1998, με την αντιπολίτευση να αυξάνει την επιρροή της πολύ περισσότερο από την αύξηση της επιρροής του Τσάβες. Στις εκλογές της 14ης Απρίλη αυτή η τάση ενίσχυσης της αντιπολίτευσης συνεχίστηκε, αλλά με νέο στοιχείο την πτώση των «τσαβικών» ψήφων σε συνθήκες αυξημένης συμμετοχής.
Οι αιτίες της σταθερής αύξησης των ψήφων της αντιπολίτευσης δεν είναι καινούργιες. Η αντιπολίτευση έχει κατορθώσει να ενώσει τις γραμμές της από την κεντροαριστερά έως την άκρα δεξιά και έχει συνέλθει από την παράλυση της ήττας του πραξικοπήματος και του λοκάουτ το 2002-2003.
Τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα έχουν στοιχιστεί πίσω από την άρχουσα τάξη, που προωθεί μια ατζέντα «ελκυστική» σε αυτά τα ακροατήρια (εγκληματικότητα, πληθωρισμός, «επερχόμενη οικονομική κατάρρευση», «κομμουνιστική απειλή» κλπ).
Ωστόσο αυτό που πάντοτε έκρινε το αποτέλεσμα ήταν το κατά πόσο η φτωχή και εργαζόμενη πλειοψηφία πειθόταν ότι αξίζει τον κόπο να συνεχίσει να στηρίζει την «μπολιβαριανή διαδικασία» ή απογοητευόταν από τα συνεχή εμπόδια που βάζει η ηγεσία του PSUV και του κράτους (η «μπολιμπουρζουαζία») στη ριζοσπαστικοποίηση της «διαδικασίας».
Σε αυτές τις μόνιμες αιτίες προστέθηκαν δύο παράγοντες τους τελευταίους μήνες, στους οποίους μπορεί να αποδοθεί η μικρή «ανατροπή» στον εκλογικό συσχετισμό. Η αντιπολίτευση έχει αποκτήσει αδιαμφισβήτητο ηγέτη: Η καλή εκλογική επίδοση του Καπρίλες, σε σχέση με το παρελθόν, απέναντι στον Τσάβες τον Οκτώβρη του έδωσε τεράστια ώθηση. Από την άλλη ο Μαντούρο δίνει ακόμα εξετάσεις στο «μπολιβαριανό» στρατόπεδο, όπως φάνηκε από την επιμονή του να εμφανίζεται ως «πολιτικός γιος του Τσάβες».
Η προεκλογική εκστρατεία του Καπρίλες πάτησε στις αδυναμίες του τσαβικού στρατοπέδου. Δεν εμφανίστηκε ως εχθρός της «διαδικασίας» που θα την αντιστρέψει, αλλά τοποθέτησε τον εαυτό του λαθραία εντός του «μπολιβαριανού» πλαισίου, με την ελπίδα να διεκδικήσει και τους –δίκαια– δυσαρεστημένους από την «μπολιμπουρζουαζία»: Αφενός, κατήγγειλε τον Μαντούρο ότι δεν είναι… Τσάβες. Αφετέρου, συναγωνίστηκε (και κάποιες φορές πλειοδότησε) τον Μαντούρο σε φιλολαϊκές υποσχέσεις, δηλώνοντας πως θα βρει τα λεφτά «αξιοποιώντας τους εθνικούς πόρους» που «κακοδιαχειρίζεται» και «σκορπάει» το PSUV.
Προφανώς πρόκειται για δημαγωγία. Ο Καπρίλες οικονομικά είναι παιδί της ελίτ, μέλος μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της Βενεζουέλας. Πολιτικά συμμετείχε ενεργά στο πραξικόπημα του 2002 και ήταν ο ενορχηστρωτής της ένοπλης επίθεσης στην κουβανική πρεσβεία. Αυτό αρκούσε για να μην πείσει ικανό αριθμό ψηφοφόρων για την ειλικρίνειά του.
Αλλά όσο η «μπολιβαριανή διαδικασία» αντιμετωπίζει «τρικλοποδιές» από μέσα, θα γίνεται όλο και πιο απειλητικός. Η αργή αλλά σταθερή ανάκαμψη της Δεξιάς αυτά τα χρόνια είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι, αν η «διαδικασία» δεν ριζοσπαστικοποιηθεί, μπορεί να ηττηθεί και μάλιστα «χωρίς να πέσει τουφεκιά».
Αυτά είναι ζητήματα που θα πρέπει έτσι κι αλλιώς να απασχολήσουν τους «τσαβίστας». Αλλά σήμερα υπάρχουν πιο άμεσα ζητήματα. Ο Καπρίλες δεν αναγνωρίζει το αποτέλεσμα και ζητά επανακαταμέτρηση όλων των ψήφων. Οι «δημοκρατικές ευαισθησίες» του είναι σκέτη απάτη, γιατί ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι η αντιπολίτευση δεν επρόκειτο να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα.
Ήταν μια ειλημμένη απόφαση που ήρθε στο φως τόσο με στοιχεία που διέρρευσαν για σχεδιασμούς μεταξύ Καπρίλες-Ουάσινγκτον και στελεχών της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής, όσο και δημόσια με την άρνηση του Καπρίλες να υπογράψει προεκλογικά δήλωση ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα.
Το ερώτημα είναι πόσο μακριά θα τραβήξει τη σύγκρουση η αντιπολίτευση, καθώς πλέον η οριακή διαφορά διευκολύνει το «έργο» της. Η ομιλία του Καπρίλες ήταν κατηγορηματική για την «παρανομία» της προεδρίας Μαντούρο και προϊδεάζει για ενδεχόμενο «ανένδοτου» αγώνα της Δεξιάς.
Ήταν δεδομένο ότι μετά το θάνατο του Τσάβες η Βενεζουέλα θα έμπαινε σε μια νέα περίοδο με πολλά ενδεχόμενα ανοιχτά. Το οριακό εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να επιταχύνει απότομα τις εξελίξεις.
Η «ανυπακοή» στο αποτέλεσμα μπορεί να συνοδευτεί από επιθετικές ενέργειες αποσταθεροποίησης. Η λαϊκή αντίδραση σε ενδεχόμενη ανταρσία της Δεξιάς μπορεί να οδηγήσει σε αναμετρήσεις αντίστοιχες με αυτές του 2002-2003.
Τέλος, το σενάριο μιας «εθνικής συμφιλίωσης» που θα μαχαιρώνει πισώπλατα τη «διαδικασία», δεν μπορεί να αποκλειστεί. Για τους «από πάνω» αυτό το σενάριο υπάρχει ήδη. Αποκαλυπτική είναι η δήλωση του Μαντούρο ότι, πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα, ο Καπρίλες του ζήτησε να κάνουν μια «συμφωνία», την οποία απέρριψε. Προφανώς ήταν μια τελευταία προσπάθεια «ενσωμάτωσης» της ηγεσίας του PSUV, πριν επιλεγεί η σύγκρουση.
Το «καρότο και μαστίγιο» μπορεί να συνεχιστεί και, με τον Μαντούρο αποδυναμωμένο εκλογικά, είναι ένα ζήτημα το κατά πόσο θα βρεθούν «πρόθυμοι» στην ηγεσία του PSUV ή στο κράτος να προτιμήσουν το «καρότο».
Άμεσα το ενδιαφέρον στρέφεται στην επανακαταμέτρηση. Σε μια τόσο πολωμένη χώρα, ζητήματα όπως το πώς θα γίνει, από ποιους θα γίνει, τι αποτέλεσμα θα βγάλει, πόσο αξιόπιστο θα είναι και αν θα γίνει και αυτό αποδεκτό δεν είναι λυμένα. Όλοι οι «μεγάλοι παίκτες» θα παίξουν το ρόλο τους (κράτος, κομματικές ηγεσίες, πρεσβείες, επιχειρήσεις). Γι’ αυτό και μόνη εγγύηση παραμένει η δύναμη που «έκοψε» και προηγούμενους «γόρδιους δεσμούς», όπως αυτή του 2002-2003: η δράση των εκατομμυρίων «τσαβίστας», το ανεξάρτητο κίνημα των «από κάτω».
Από το πραξικόπημα στις 11 Απρίλη του 2002 και το τσάκισμά του με τη λαϊκή κινητοποίηση στις 13 Απρίλη, εμφανίστηκε άλλωστε ένα διαχρονικό στη Βενεζουέλα σύνθημα: «Αν ξανάρθουν όπως στις 11, θα ξανάρθουμε όπως στις 13».
Κλείνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε ότι τόσο «ενδιαφέρον» παγκόσμια από τα ΜΜΕ για τη «διχασμένη χώρα» και τόση «αγωνία» για το «πώς θα κυβερνήσει ο Μαντούρο» δεν είδαμε ούτε για τον Μπους το 2000 και το 2004, ούτε για τη μεξικανική Δεξιά το 2006 και το 2012, ούτε για την πλειοψηφία των πολιτικών ηγετών του δυτικού κόσμου που έχουν εκλεγεί με οριακή διαφορά ή βλέπουν το 50% μόνο στον ύπνο τους…