Ο μύθος του PT έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, όπου η πραγματικότητα βάζει στην ημερήσια διάταξη μια σειρά ζητήματα που έχουν να κάνουν με το πώς φτάνουμε σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς και πώς την νοηματοδοτούμε (συμμαχίες, πρόγραμμα, τακτική, κομματική συγκρότηση).
Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές βρίσκονται στους δρόμους δεκάδων πόλεων επί μέρες, παρά την άγρια καταστολή από την αστυνομία και την κινητοποίηση της Εθνοφρουράς. Η περιγραφή δεν είναι ούτε από κάποια αραβική δικτατορία, ούτε από κάποια χώρα του ευρωπαϊκού Νότου. Είναι από τη Βραζιλία, τη χώρα-πρότυπο για όσους (από όλο το πολιτικό φάσμα) ισχυρίζονται ότι μπορεί να υπάρξει ένα οικονομικό μοντέλο «ανάπτυξης» για τους πλούσιους με «κοινωνική δικαιοσύνη» για τους φτωχούς.
Αυτή η ιδέα αποτέλεσε το κεντρικό πρόταγμα του κυβερνώντος Κόμματος των Εργατών (PT) για χρόνια, και ίσως η μεγαλύτερη προσφορά τού ξεσηκωμού τού βραζιλιάνικου λαού να είναι ότι διέλυσε οριστικά αυτόν τον μύθο.
Ο μύθος του PT έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, όπου η πραγματικότητα βάζει στην ημερήσια διάταξη μια σειρά ζητήματα που έχουν να κάνουν με το πώς φτάνουμε σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς και πώς την νοηματοδοτούμε (συμμαχίες, πρόγραμμα, τακτική, κομματική συγκρότηση). Η Βραζιλία και η ιστορία του PT περιλαμβάνουν μια σειρά από μαθήματα «προς αποφυγή». Η συζήτηση αποκτά ακόμα μεγαλύτερο βάρος, αν αναλογιστεί κανείς τη «διαφήμιση» της διακυβέρνησης του PT ως «εναλλακτικό δρόμο στα μνημόνια», τόσο από τον Αλέξη Τσίπρα όσο και από τα σχετικά ρεπορτάζ της «Αυγής», κατά τη διάρκεια παρουσίας αντιπροσωπείας του ΣΥΡΙΖΑ στη λατινοαμερικάνικη χώρα, τον περασμένο Δεκέμβρη.
Μετά από 11 χρόνια σοσιαλφιλελεύθερης διακυβέρνησης, συνηθίσαμε να τοποθετούμε το PT -σωστά- στην κεντροαριστερά. Ωστόσο για τις ανάγκες της συζήτησης στο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουμε να θυμόμαστε πως ξεκίνησε ως κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που ξεκινούσε από θέσεις πολύ πιο προωθημένες από πολλά κόμματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Κόμμα της Αριστεράς
Σε συνθήκες δικτατορίας, τον Φλεβάρη του 1980, ξεκίνησε μια συγκλονιστική καμπάνια κινητοποιήσεων και συλλογής εκατοντάδων χιλιάδων υπογραφών σε κάθε τοπικό κρατίδιο της χώρας, ώστε να ξεπεραστούν τα μεγάλα εμπόδια που έθετε το καθεστώς στη διαδικασία συγκρότησης νόμιμου κόμματος. Μαζί με τον αρχικό πυρήνα των «συνδικαλιστών» (ιδίως του τότε μεταλλεργάτη Λούλα), έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς (όλες συμμετείχαν στο νέο κόμμα), αλλά και αγωνιστές της καθολικής Αριστεράς. Τη δεκαετία του ’80, χτιζόταν ένα πλουραλιστικό κόμμα-εκφραστής της εργατικής τάξης, που αυτοχαρακτηριζόταν σοσιαλιστικό και είχε ως ραχοκοκαλιά τους καλύτερους αγωνιστές ενάντια στη δικτατορία. Αυτό το προφίλ, έκανε να δείχνουν «ασήμαντα» τα ιδεολογικά ζητήματα και οι υπαρκτές διαφωνίες όσον αφορά τη στρατηγική του κόμματος, που παρέμενε ασαφής.
Η μετάλλαξη
Το 1989, μια γενική απεργία βάζει τέλος στη δικτατορία στη Βραζιλία και στις πρώτες ελεύθερες εκλογές ο Λούλα προκαλεί σοκ όταν με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα περνά στο δεύτερο γύρο και χάνει οριακά την νίκη. Ήταν η κορύφωση της δουλειάς που έκανε το PT τη δεκαετία του ’80. Όμως ταυτόχρονα, ήταν η αρχή της μετάλλαξής του.
Ενώ το κίνημα βρισκόταν σε ύφεση, το κόμμα αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη πρόσβαση στους θεσμούς (στο κοινοβούλιο, στα δημοτικά συμβούλια και αργότερα σε περιφερειακές κυβερνήσεις). Οι πιέσεις «ενσωμάτωσης» αυξήθηκαν κατακόρυφα, ενώ -σε συνθήκες «δημοκρατικής ομαλότητας»- αντίστοιχες πιέσεις αναπτύχθηκαν και στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της CUT.
Η κεντρική εκλογική στρατηγική στηριζόταν σε μια αποσιώπηση/άρνηση της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας και σε κάθε εκλογική μάχη το κόμμα κατέβαινε όλο και λιγότερο «αριστερό». Ο Λούλα ηττήθηκε και το 1994 και το 1998 και κάθε ήττα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο «ρεαλισμός» και η «πλατιά απεύθυνση» δεν είχαν προχωρήσει αρκετά.
Αυτή η πολιτική μετατόπιση είχε οργανωτικές επιπτώσεις. Το PT είχε ξεκινήσει ως «κόμμα ακτιβιστών», προσηλωμένο στο χτίσιμο τοπικών πυρήνων και στην ενεργή παρέμβαση στους αγώνες. Σταδιακά, άρχισε να μεταμορφώνεται σε «πλατύ» κόμμα «οπαδών», ένα μοντέλο που φυσιολογικά περιστρεφόταν γύρω από τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Αυτή η διαδρομή δεν ήταν ευθύγραμμη. Η φραξιονιστική πάλη και οι αλλαγές συσχετισμών στα συνέδρια ήταν για αρκετά χρόνια διαρκή φαινόμενα. Μαζί με την πολιτική-οργανωτική μετάλλαξη, προχωρά ο περιορισμός της εσωκομματικής δημοκρατίας και η ανάδειξη της «ομάδας Λούλα» ως «ηγετικό κέντρο».
Εκλογική νίκη
Το 2002, έρχεται η πολυπόθητη εκλογική νίκη. Αλλά έρχεται ως κορύφωση της στρατηγικής του Λούλα. Το «νέρωμα» του προγράμματος έχει φτάσει στο σημείο που τίποτε δεν θυμίζει τις αρχικές διακηρύξεις του PT. Η νέα κυβέρνηση υποκύπτει τελικά στον προεκλογικό εκβιασμό του ΔΝΤ, που «υπόσχεται» συνέχεια της χρηματοδότησης στην επόμενη κυβέρνηση, αλλά υπό όρους. Η «πλατύτητα» των συμμαχιών, επίσης, έχει ξεπεράσει κάθε όριο: υποψήφιος αντιπρόεδρος του Λούλα είναι ο Ζοζέ Αλενκάρ, μέλος του Φιλελεύθερου Κόμματος και οικονομικός μεγιστάνας. Μετά από μια «χαμένη δεκαετία» για το κίνημα, ο Λούλα δεν εξελέγη ως εκφραστής ενός ριζοσπαστικού προγράμματος, αλλά επειδή ο κόσμος είχε αγανακτήσει με τα αστικά κόμματα.
Γρήγορα αποδείχθηκε ότι δεν ισχύει πάντα το «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα». Καμιά φορά, τα «μέσα» καθορίζουν το «σκοπό». Οι συμμαχίες και οι προεκλογικοί συμβιβασμοί του PT καθόρισαν τελικά και την ασκούμενη κυβερνητική του πολιτική.
Σε μια αντιδραστική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Λούλα κάποιοι βουλευτές (προερχόμενοι από την επαναστατική Αριστερά) αντέδρασαν. Οι διαγραφές τότε, που ήταν η κορύφωση της καμπάνιας «εσωκομματικής πειθαρχίας», έγιναν δεκτές αν και δεν λογοδοτούσαν σε καμιά καταστατική ρύθμιση. «Το νόημα της πειθαρχικής επίθεσης εις βάρος του πλουραλισμού, που ήταν η δύναμη του PT, είναι εμφανές: Το κόμμα πρέπει να διαλέξει αν θα είναι η πολιτική φωνή των κοινωνικών κινημάτων ή ο “ιμάντας μεταβίβασης” των κυβερνητικών πολιτικών στην κοινωνία», σχολίαζε ο Μπενσαΐντ και συμπλήρωνε πως «είναι η κυβερνητική πολιτική που σπάει την πειθαρχία, αν σκεφτεί κανείς τις αποφάσεις του συνεδρίου του PT, τον Δεκέμβρη του 2001». Αυτές οι επισημάνσεις δεν έπεισαν την αριστερή πτέρυγα του PT, που είχε εν τω μεταξύ πειστεί για την ανάγκη «να κυβερνήσουμε για να σωθεί η Βραζιλία».
Η διακυβέρνηση Λούλα
Μετά τη συνάντησή του με τον Αλ. Τσίπρα, ο Λούλα τόνισε πως απέναντι στην κρίση, «η λέξη-κλειδί ήταν η οικονομική ανάπτυξη συν εμπόριο, συν επενδύσεις, συν θέσεις εργασίας, συν κατανάλωση». Τι σημαίνει αυτό το «μίγμα πολιτικής»; Πρακτικά μεταφράζεται ως εξής: «Δίνουμε κάτι στους “από κάτω”, υπό την αίρεση να μη χρειαστεί να συγκρουστούμε με τους “από πάνω”». Για να υπηρετηθεί αυτό το σχέδιο, η οικονομική πολιτική υπηρετεί το στόχο της «μεγέθυνσης της πίτας» («αναπτυξιακές, φιλοεπενδυτικές» πολιτικές για να τονωθεί η κερδοφορία των καπιταλιστών), ώστε να μπορέσει η κυβέρνηση «αναίμακτα» να δώσει ένα μικρό της κομμάτι στο λαό.
Πράγματι, επί Λούλα η «πίτα» μεγάλωσε. Το 2002 η Βραζιλία θεωρούνταν «τριτοκοσμική». Σήμερα είναι οικονομική υπερδύναμη. Το 2014, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, θα είναι η 5η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Στη διάρκεια αυτής της άνθησης οι καπιταλιστές είδαν τα κέρδη τους να εκτινάσσονται. Μόνο οι τραπεζίτες, πενταπλασίασαν τα κέρδη τους επί Λούλα σε σύγκριση με τα χρόνια του νεοφιλελεύθερου Καρντόσο, ενώ μια σειρά βραζιλιάνικες εταιρείες εξελίχθηκαν σε παγκόσμιους κολοσσούς. Για να υπηρετηθεί ο στόχος της «ισχυρής Βραζιλίας», το PT άσκησε «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική», εις βάρος της Αϊτής (στην οποία ο βραζιλιάνικος στρατός υπό το φύλλο συκής του ΟΗΕ λειτουργεί ως δύναμη κατοχής) και άλλων λατινοαμερικάνικων λαών (όπως οι ιθαγενείς του Εκουαδόρ, που αγωνίζονται ενάντια στις βραζιλιάνικες κατασκευαστικές, οι ακτήμονες της Παραγουάης, που επιτίθενται σε βραζιλιάνικης ιδιοκτησίας λατιφούντια κ.ά.).
Και το κομμάτι της πίτας για τους φτωχούς; Αυτό ήταν απελπιστικά μικρό. Για τις ανάγκες στήριξης της αγροβιομηχανίας, οι προεκλογικές υποσχέσεις στο MST (κίνημα ακτημόνων) για αναδιανομή της γης έχουν καταπατηθεί. Το PT στήριξε τους φτωχούς, μόνο στο βαθμό που του το επέτρεπε η προτεραιότητα της κερδοφορίας των καπιταλιστών. Όταν ο Λούλα εγκατέλειπε την προεδρία, το 1/3 των Βραζιλιάνων συνέχιζε να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και το 35% του πληθυσμού βρισκόταν σε συνθήκες πείνας. Το 30% του κρατικού προϋπολογισμού πήγαινε στην αποπληρωμή χρεών. Την ίδια στιγμή το 5% πήγαινε στην υγεία, το 3% στην παιδεία και μόλις το 1% στο πολυδιαφημισμένο Bolsa Familia.
Η «αναδιανομή» του PT μετέφερε χρήματα από τον «μέσο» εργαζόμενο στους εξαθλιωμένους στις φαβέλες. Γι’ αυτό και σήμερα είναι οι μισθωτοί που εξεγείρονται ενάντια στην κυβέρνηση. Η στήριξη της κυβέρνησης εξακολουθεί να μένει υψηλότερη στα στρώματα που από την απόλυτη ανέχεια βρέθηκαν να έχουν πόσιμο νερό, αλλά ακόμα και εκεί εμφανίζονται ρήγματα. Οι βίαιες εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών παραγκουπόλεων στο όνομα των «μεγάλων έργων» (Μουντιάλ, Ολυμπιακοί) έχουν προκαλέσει τοπικές εξεγέρσεις και ο «πληβειακός» πληθυσμός στα προάστια των μεγάλων πόλεων συμμετέχει στις σημερινές διαδηλώσεις.
Επίλογος
Η πορεία του PT, από το 1989 ως σήμερα, οικοδομήθηκε πάνω στην ιδέα ότι οι «αγριότητες» ανήκουν στο ένδοξο παρελθόν. Η καπιταλιστική ανάπτυξη και ο έλεγχος του κόμματος πάνω στα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα εξασφάλιζαν για χρόνια αυτήν την κοινωνική ειρήνη. Σήμερα, αυτή η στρατηγική φτάνει στα όριά της (και επιδεινώνεται καθώς η κρίση «αγγίζει» πλέον τη Βραζιλία), και το PT για πρώτη φορά αντιμετωπίζει ένα εχθρικό προς την κυβέρνησή του λαϊκό κίνημα. Είναι ειρωνεία της ιστορίας και μάθημα για όλους μας, ότι οι «αγριότητες» επέστρεψαν ενάντια σε εκείνη την «κυβέρνηση της Αριστεράς» που χτίστηκε πάνω στην άρνησή τους…