Ολόκληρη η Μέση Ανατολή, αλλά και ο πλανήτης, συνεχίζουν να κρατάνε την αναπνοή τους, παρακολουθώντας τις μεγάλες δυνάμεις εδώ και 20 μέρες να «παζαρεύουν», να ανταγωνίζονται, να ζυγίζουν κυνικά τα υπέρ και τα κατά, ενός ενδεχόμενου στρατιωτικού χτυπήματος στη Συρία που μπορεί να ανοίξει τις πύλες της κολάσεως στην περιοχή.
Είναι ένα μικρό δείγμα του θράσους με το οποίο διεξάγουν την εξωτερική τους πολιτική οι μεγάλες δυνάμεις, βάζοντας τη φρίκη του πολέμου και τις ανθρώπινες ζωές στη «ζυγαριά» και χρησιμοποιώντας τα ως «μάρκες» στο διεθνή «τζόγο» μεταξύ τους.
Αν το ένα μήνυμα αυτού του πυρετού διεργασιών είναι ο απίστευτος κυνισμός των «από πάνω», το δεύτερο είναι η αδυναμία και η σύγχυσή τους μπροστά στις εξελίξεις που έχουν πυροδοτήσει οι αραβικές εξεγέρσεις. Αυτές, εισάγοντας τον παράγοντα «αραβικές μάζες» στην εξίσωση, έχουν αλλάξει ριζικά τις παλιές «βεβαιότητες» της Μέσης Ανατολής, και έχουν δυσκολέψει τους ιμπεριαλιστές να συνεχίσουν τις «business as usual».
Αυτό έχει φανεί τις εβδομάδες που έχουν μεσολαβήσει μετά τη χημική επίθεση στο προάστιο της Δαμασκού. Οι άρχουσες τάξεις της Δύσης δείχνουν διασπασμένες, χοντρικά σε μια «πραγματίστικη» πτέρυγα και μια «πολεμοκάπηλη» -και αυτό αντανακλάται στη σύγχυση και τον κατακερματισμό που επικρατεί στο πολιτικό τους προσωπικό.
Διαφωνίες
Πρώτα ήρθε η ψυχρολουσία του Κάμερον, καθώς το βρετανικό κοινοβούλιο αποφάσισε την αποχή της Βρετανίας από κάθε στρατιωτική ενέργεια ενάντια στη Δαμασκό. Μια μερίδα της άρχουσας τάξης δείχνει να μη θεωρεί υπέρ πάντων τον «αμερικανοβρετανικό γάμο», σε μια φάση που η Ουάσινγκτον δείχνει αδύναμη.
Ακολούθησε η παραπομπή της απόφασης για επιθετική ενέργεια στο αμερικανικό Κογκρέσο από τον Ομπάμα. Ο Αμερικανός πρόεδρος, εμφανώς στριμωγμένος στην «κόκκινη γραμμή» του, επιδίωξε να πετύχει την πλατύτερη δυνατή νομιμοποίηση για ένα χτύπημα. Για να πείσει το απρόθυμο για πόλεμο Κογκρέσο, πόνταρε σε μια επιτυχία στο G20.
Τελικά επέστρεψε με μια κοινή δήλωση 11 μελών του οργανισμού που ζητά γενικώς «απάντηση της διεθνούς κοινότητας» χωρίς να δίνει έγκριση στα σχέδια της Ουάσινγκτον για επίθεση, με το άλλο μισό G20 εναντίον του και τη συνάντηση να καταγράφεται ως «νίκη του Πούτιν», καθώς και με σκληρές επικρίσεις σε ενδεχόμενο χτύπημα τόσο από τον γγ του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν όσο και από τον Πάπα.
Στις ίδιες τις ΗΠΑ, το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο περνά δύσκολες στιγμές, με τον έναν να διαψεύδει τον άλλο (ο ΥΠΕΞ Τζον Κέρι εμφανίστηκε σίγουρος για το «φιλοδυτικό» χαρακτήρα των ανταρτών ενώ οι Υπηρεσίες Πληροφοριών προειδοποιούν για το αντίθετο, η κυβέρνηση Ομπάμα προσπαθεί να πείσει πως θα είναι μια «απλή» αποστολή, ενώ το Πεντάγωνο είναι γεμάτο δισταγμούς για το τι θα ακολουθήσει κ.λπ.). Σε αυτό το τοπίο, ο Ολάντ, που εμφανιζόταν ως «σταυροφόρος» του πολέμου, ανακοίνωσε πως θα περιμένει την έκθεση των ερευνητών του ΟΗΕ και την απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσου, καθώς και ότι θα επιδιώξει την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η πίεση να πάρει απόφαση το Συμβούλιο αυξάνεται, αλλά εκεί είναι δεδομένο το ρωσοκινεζικό βέτο που είναι ο μεγάλος «πονοκέφαλος» των Δυτικών.
Αυτό το οποίο δείχνει να ναυαγεί, είναι το αρχικό σχέδιο του Ομπάμα, για «συμβολικά χτυπήματα» που θα «στέλνουν μήνυμα». Και όσοι δεν θέλουν πόλεμο και όσοι θέλουν, συνέκλιναν στο ότι ένας «βομβαρδισμός δημοσίων σχέσεων» δεν βοηθά σε τίποτα. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, έγινε αντιληπτό ότι ακόμη και ο αρχικός στόχος («επίδειξη της αμερικανικής δύναμης») δεν θα επιτυγχανόταν και το μήνυμα θα ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Το Κογκρέσο
Πλέον ο Ομπάμα, ο «αντιπολεμικός πρόεδρος», επιδιώκει μια σοβαρή πολεμική επιχείρηση. Και, όπως αποδεικνύεται από τον πυρετό συνεντεύξεων, διαγγελμάτων και κατ’ ιδίαν συναντήσεων, αρχίζει μια πολύ δύσκολη βδομάδα στην προσπάθειά του να τα καταφέρει. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των αμερικανικών ΜΜΕ, που παρακολουθούν στενά τη στάση των μελών του Κογκρέσου και προβλέπουν το αποτέλεσμα, αν γινόταν τώρα η ψηφοφορία, θα έχανε.
Το αμερικανικό Κογκρέσο έχει διασπαστεί σε τέσσερις πτέρυγες. Δύο είναι απέναντι στον Ομπάμα: α) Η «αντιπολεμική» πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, που εκφράζει τις διαθέσεις της βάσης αλλά και εκείνη την «κουρασμένη από τους πολέμους» πτέρυγα της άρχουσας τάξης που στήριξε τον Ομπάμα και το 2008, μετά το φιάσκο της 8ετίας Μπους. Β) Η ακροδεξιά πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων, που αντανακλά τους φόβους (συντηρητικών ψηφοφόρων αλλά και μερίδας του αμερικανικού κατεστημένου) απέναντι στο «διάβολο που δεν ξέρουμε» (τους αντικαθεστωτικούς) και που ταυτίζεται με την άποψη του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων πως «δεν υπάρχει μεριά για να στηρίξουμε» και καταλήγει στη γραμμή που κυνικά έθεσε η Σάρα Πέιλιν: «Ας το λύσει ο Αλλάχ».
Οι «δεξαμενές» του Ομπάμα είναι δύο διαφορετικές: Οι οπαδοί του «φιλελεύθερου επεμβατισμού» στο Δημοκρατικό Κόμμα και τα «γεράκια» στο Ρεπουμπλικάνικο. Το πρόβλημα είναι το πώς θα κερδίσει και τους δύο για να πάρει την πλειοψηφία.
Ευκαιρία
Οι δυσκολίες των ιμπεριαλιστών δεν πρέπει να κρύψουν τους κινδύνους. Όλα τα ευχολόγια να «καταλήξει ο ΟΗΕ» δεν σημαίνουν τίποτα: Ο Ομπάμα ακολουθεί την παράδοση του Μπους «αν συμφωνήσει ο ΟΗΕ καλώς, αν δεν συμφωνήσει προχωράω και μόνος μου» και κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν πλέον ανοιχτά ότι θα «παρακάμψουν τους Ρώσους που έχουν γίνει εμπόδιο στο Συμβούλιο».
Επίσης, οι «σκυλοκαυγάδες» μεταξύ ιμπεριαλισμών, ή πτερύγων της ίδιας άρχουσας τάξης δεν πρέπει να δημιουργήσουν αυταπάτες για το ρόλο της μιας ή της άλλης πλευράς ή να κρύψουν τον κυνισμό όλων τους. Ήταν η κυβέρνηση Κάμερον που ενέκρινε την πώληση χημικών όπλων στον Άσαντ, μήνες μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης και του εμφυλίου. Ήταν ο Τζον Κέρι (που σήμερα παρομοιάζει τον Άσαντ με τον Χίτλερ) που πριν από λίγα χρόνια έκανε προσωπική του υπόθεση τη σύσφιγξη των σχέσεων με τον Σύρο δικτάτορα και έτρωγε και έπινε μαζί του. Είναι αδίστακτες και αντιδραστικές μερίδες του κεφαλαίου (και αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις) που για τους δικούς τους λόγους προτιμούν τη γραμμή «ας σφαχτούν μεταξύ τους». Είναι η ίδια Ρωσία που στηρίζει με όπλα και χρήματα το χασάπη της Δαμασκού στη σφαγή ενάντια στο λαό του, που σήμερα στο Συμβούλιο Ασφαλείας «κόπτεται» για την «ειρήνη».
Ωστόσο, αυτές οι αντιφάσεις είναι ευχάριστα νέα όσον αφορά την αδυναμία και τις ρωγμές των «από πάνω». Σε αυτό το σκηνικό, το πεδίο είναι πολύ ευνοϊκό για τη δημιουργία ενός μαζικού, μαχητικού αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος που θα παρέμβει δυναμικά και θα σταματήσει τα σχέδια επέμβασης. Είναι πολύ ευνοϊκό για τις αραβικές μάζες να γράψουν αυτές τελικά την ιστορία, όπως για πρώτη φορά κάνουν εδώ και δεκαετίες.
Ο κυνισμός και η υποκρισία όλων των «αντιμαχόμενων» μεριών του διεθνούς ιμπεριαλισμού αναδεικνύει τον κοινό τους στόχο: την εκτροπή/ακύρωση της αραβικής επανάστασης. Η διαφωνία τους έχει να κάνει με τον τρόπο, και με το ποιος θα βγει ωφελημένος από την «εκτροπή».
Για την Αριστερά, η εναντίωση σε ενδεχόμενη αμερικανική επέμβαση οφείλει να γίνει από τη σκοπιά της υπεράσπισης του αγώνα του συριακού λαού. Αλλά ταυτόχρονα οφείλει να μην ταυτιστεί με την υπεράσπιση του καθεστώτος Άσαντ (έχει δυστυχώς παρατηρηθεί σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις να εμφανίζεται η φωτογραφία του Άσαντ πάνω στη σημαία του συριακού καθεστώτος, ενώ στην Ελλάδα πτέρυγες της Αριστεράς στηρίζουν το καθεστώς ενάντια στους εξεγερμένους).
Ο δικός μας αντι-ιμπεριαλισμός είναι δεμένος με τη διεθνιστική αλληλεγγύη στον αγώνα για αυτοδιάθεση. Γι’ αυτό και στηρίζουμε το σύνθημα που έριξαν σε κοινή ανακοίνωση 7 οργανώσεις της αραβικής επαναστατικής Αριστεράς: «Όχι σε όλες τις μορφές ιμπεριαλιστικές επέμβασης, είτε από τις ΗΠΑ είτε από τη Ρωσία… Ζήτω η επανάσταση του συριακού λαού».