Η άρχουσα τάξη δεν παίζει με την εξουσία της
Φωτογραφία
Ημερ.Δημοσίευσης
Σ τις 12 Οκτώβρη του 1944 ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε την Αθήνα. Τα ναζιστικά στρατεύματα αποχώρησαν και για 6 μέρες -μέχρι να φτάσει η «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» από το Κάιρο- η Αθήνα βρισκόταν στα χέρια του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ μέσα σε μια ατμόσφαιρα ξέφρενου λαϊκού ενθουσιασμού. Οι Εγγλέζοι πράκτορες που ήταν παρόντες δεν μπορούσαν με τίποτε να ερμηνεύσουν το γιατί μέσα σε τέτοιες συνθήκες δεν κατέλαβε την εξουσία το ΕΑΜ! Λίγες μέρες μετά έχουμε την αιματηρή εξέγερση που έμεινε στην ιστορία σαν «Δεκεμβριανά».
Τον Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα συγκρούστηκαν στρατιωτικά και πολιτικά δυο κόσμοι (δύο τάξεις): Από τη μια ήταν όλοι αυτοί που πάλεψαν και υπέφεραν τα τρία προηγούμενα χρόνια, που έκαναν απεργίες και διαδηλώσεις μέσα στην κατοχή, που οργάνωσαν διανομή τροφίμων για να σταματήσει να πεθαίνει ο λαός από την πείνα, που αντιστάθηκαν στην πολιτική επιστράτευση των ναζί. Είναι το οργανωμένο εργατικό κίνημα, οι αγρότες, οι φοιτητές/τριες, οι γυναίκες που πάλεψαν ενάντια στο φασισμό, αλλά και για μια καλύτερη και δίκαια ζωή μετά τον πόλεμο. Δηλαδή, η συντριπτική πλειοψηφία του λαού.
Από την άλλη μεριά, ήταν η αστική τάξη της Ελλάδας: αυτοί που «αυτοεξορίσθηκαν» μαζί με την κυβέρνηση και τον βασιλιά στο Κάιρο λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί, αυτοί που έμειναν και έκαναν μπίζνες με τους ναζί, καθώς και τα διάφορα αποβράσματα (δοσίλογοι, μαυραγορίτες, χίτες, ταγματασφαλίτες). Φυσικά, με την απαραίτητη και βοήθεια των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους, των Άγγλων.
Τα γεγονότα
Την Παρασκευή 1/12/1944 η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου, με τη σύμφωνη γνώμη του Βρετανού αντιστράτηγου Ρ. Σκόμπι διατάσσουν τον μονομερή αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Η προκλητική αυτή απόφαση προκάλεσε την παραίτηση των 6 υπουργών του ΕΑΜ από την κυβέρνηση.
Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ καλεί σε παλλαϊκή συγκέντρωση-διαμαρτυρίας στη πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκέμβρη και γενική απεργία για τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη. Επίσης αποφασίζει την ανασυγκρότηση της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ (του οποίου την αρχηγία είχε εκχωρήσει με τη συμφωνία της Γκαζέρτας στον... Σκόμπι!)
Το συλλαλητήριο ήταν τεράστιο και ειρηνικό. Ποτάμια τα πλήθη με σημαίες και λάβαρα πλημμύρισε το Σύνταγμα και τους γύρω δρόμους. Και τότε, αστυνομικοί που είχαν ακροβολιστεί στα γύρω κτίρια άνοιξαν πυρ κατά των άοπλων διαδηλωτών. Οι Άγγλοι δημοσιογράφοι που βρίσκονταν στο ξενοδοχείο «Μ. Βρετάνια» και παρακολουθούσαν το μακελειό, έλεγαν ότι επί μιάμιση ώρα η αστυνομία πυροβολούσε στο ψαχνό τους διαδηλωτές.
Την άλλη μέρα, 4 Δεκέμβρη, στην κηδεία των θυμάτων, ένα ασύλληπτο για την εποχή πλήθος κόσμου (μιλάνε για 500.000) διαδηλώνει. Και η απάντηση είναι πάλι σφαίρες. Νέα δολοφονική επίθεση με δεκάδες νεκρούς ξανά. Αυτή τη φορά η λαϊκή οργή ξεσπάει. Το απόγευμα οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έχουν καταλάβει σχεδόν όλα τα αστυνομικά τμήματα σε Αθήνα και Πειραιά. Η εξέγερση του Δεκέμβρη έχει αρχίσει και οι μάχες -στις οποίες συμμετείχαν, όχι μόνον οι οργανωμένες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αλλά και η πλειοψηφία του πληθυσμού- επρόκειτο να συνεχιστούν για 33 μέρες!
Η περιγραφή αυτών των μαχών έχει γεμίσει ολόκληρα βιβλία. Στις πρώτες 10 μέρες των συγκρούσεων ο ΕΛΑΣ κυριεύει τη μια μετά την άλλη όλες τις θέσεις των κυβερνητικών δυνάμεων. Ελέγχει όλες τις γειτονιές κυριεύοντας τα αστυνομικά τμήματα. Η κυβέρνηση και οι Άγγλοι σύμμαχοί της είναι πολιορκημένοι σε «μία περίμετρο διαμέτρου πεντακοσίων μέτρων γύρω από το Σύνταγμα» όπως αναφέρει ο τότε Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα.
Όμως η ηγεσία του ΚΚΕ/ΕΛΑΣ διστάζει. Τις πρώτες 10 μέρες –όταν η εξέγερση είναι στο φόρτε της και η κατάληψη της εξουσίας δυνατή– επιμένει να μη χτυπάει τα αγγλικά στρατεύματα και κάνει ακατανόητες επιλογές: π.χ. Ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης, βρισκόταν στην αρχή αυτής της αιματηρής σύγκρουσης με ισχυρά αντάρτικα τμήματα πολύ κοντά στην Αθήνα. Ζήτησε να κατέβει και να αφοπλίσει τους Άγγλους «σε δύο 24ωρα». Όμως η ηγεσία αρνήθηκε!
Αδίστακτη
Ωστόσο η άλλη πλευρά είναι αποφασισμένη και αδίστακτη: Ο Τσόρτσιλ τηλεγράφησε στον στρατηγό Σκόμπι στις 5 Δεκέμβρη: «Είστε υπεύθυνος για τη τήρηση της τάξης στην Αθήνα. Μπορείτε να εφαρμόσετε ό,τι μέτρα θέλετε. Μη διστάσετε πάντως να ενεργείτε σαν να βρισκόσαστε σε κατακτημένη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση».
Οι Άγγλοι μεταφέρουν –ανενόχλητοι– ολόκληρη μεραρχία από το μέτωπο της Ιταλίας για να χτυπήσει τους εργαζόμενους και το λαό της Αθήνας. Ο αγγλικός στόλος και τα αεροπλάνα ρίχνουν καθημερινά βόμβες στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, προξενώντας καταστροφές που ούτε οι ναζί κατακτητές δεν είχαν διανοηθεί. Από τις 15 Δεκέμβρη τα αγγλικά στρατεύματα αποκτούν την πρωτοβουλία, αφού έχουν λάβει μεγάλες ενισχύσεις σε δυνάμεις και όπλα. Στις 5 Γενάρη, τα τμήματα του ΕΛΑΣ αναγκάζονται να αποχωρήσουν από την Αθήνα.
Αλλά το δράμα δεν σταματάει εκεί. Παρά την αποχώρησή του από την Αθήνα, ο ΕΛΑΣ, ουσιαστικά κρατάει υπό τον έλεγχό του όλη την υπόλοιπη χώρα και τη Θεσσαλονίκη. Έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει τον αγώνα ενάντια στα βρετανικά στρατεύματα. Ο λόγος που δεν το κάνει είναι γιατί η ηγεσία αποφασίζει διαφορετικά: Στις 12 Φλεβάρη 1945 υπογράφει την περίφημη «Συμφωνία της Βάρκιζας». Μ’ αυτήν, η μερική στρατιωτική ήττα μετατρέπεται σε πολιτική πανωλεθρία: η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ/ΚΚΕ αποδέχτηκε τον χωρίς όρους αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Και ακόμη χειρότερα, οι όροι της συμφωνίας έδωσαν την ευκαιρία στην αντίδραση να εξαπολύσει ένα τεράστιο κύμα τρομοκρατίας ενάντια στους αγωνιστές της βάσης του ΕΑΜ: δολοφονίες, βασανισμοί, συλλήψεις, απολύσεις από τις δουλειές τους. Ένα χρόνο μετά είχαν δολοφονηθεί 1.289 άτομα, είχαν βασανιστεί 31.632 και είχαν συλληφθεί 84.931!
Η ήττα δεν ήταν αναπόφευκτη. Ήταν αποτέλεσμα της αυτοκτονικής (της ρεφορμιστικής) πολιτικής της ηγεσίας αυτού του πρωτοφανούς κινήματος. Σε καμία φάση αυτού του ηρωικού αγώνα που διεξήγαγε ο λαός η ηγεσία του ΚΚΕ δεν θέλησε την εξουσία για το λαό. Αντίθετα ήθελε να συμμετέχει στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» μετά την απελευθέρωση και… βλέπουμε για μετά.
Έτσι έκανε όλων των ειδών τις υποχωρήσεις για να δείξει στην άρχουσα τάξη τις καλές της προθέσεις. Υπέγραψε την ένταξη του ΕΛΑΣ στο Συμμαχικό Στρατηγείο στη Μ. Ανατολή (1943), αποκήρυξε το κίνημα των φαντάρων της Μέσης Ανατολής με τη συμφωνία του Λιβάνου, υπέγραψε την συμφωνία της Καζέρτας (Σεπτέμβρης 1944) και έδεσε τα χέρια του ΕΛΑΣ.
Ο γραμματέας του ΚΚΕ, Γιώργος Σιάντος, έλεγε στην εισήγησή του στην Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το 1942: «Η χώρα μας ύστερα από την ξενική υποδούλωση έχασε ολότελα την εθνική της ανεξαρτησία, ληστεύεται, καταστρέφεται και όλος ο λαός της δοκιμάζει την πιο βάρβαρη ξενική τρομοκρατία και εξόντωση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το γεγονός αυτό χτυπάει κατακάρδα όλους τους Έλληνες από τον απλό εργάτη ως τον κεφαλαιοκράτη […] Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρος ο ελληνικός λαός χωρίς καμιά εξαίρεση έχει άμεσο συμφέρον από την εθνική απελευθέρωση της Ελλάδας εκτός βέβαια από μερικά άτομα που πουλήθηκαν στον κατακτητή».
Συμφέρον
Όμως η ξενική υποδούλωση δεν «χτυπούσε κατάκαρδα» τους κεφαλαιοκράτες. Κάποιοι κέρδισαν στην κατοχή, έκαναν «δουλειές» με τους Γερμανούς και όλοι σχεδόν δεν πείνασαν, δεν διώχθηκαν, δεν φυλακίστηκαν, δεν πολέμησαν, δεν αντιστάθηκαν σε κανένα. Η ελληνική άρχουσα τάξη βρέθηκαν με το ζόρι στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όχι για να πολεμήσει το φασισμό ή για να σώσει το έθνος από τα δεινά της κατοχής, αλλά για να προωθήσει ή να υπερασπίσει το δικό της συμφέρον, το οποίο βέβαια πάντα περιγράφει ως «εθνικό».
Αυτό δεν το «ήξερε» το ΚΚΕ το 1944, οφείλει να το έχει ξεκάθαρο η Αριστερά σήμερα για όλες τις μάχες: Οι αντίπαλοι (καπιταλιστές, κυβερνήσεις, «σύμμαχοι» ιμπεριαλισμοί κ.λπ.) είναι αδίστακτοι όταν τρίζει η εξουσία τους. Οι σφαγές, το αίμα, τα βασανιστήρια, οι φυλακίσεις δεν είναι μόνο μια «ελληνική περίπτωση» του τέλους του σκληρού Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Είναι κανόνας –και η Χιλή του 1973 άλλη μια τραγική επιβεβαίωσή του.
Οι υποχωρήσεις για να μην «τρομάξουμε τον αντίπαλο», ή οι ψευδαισθήσεις για διαταξική «εθνική ενότητα για τη σωτηρία της πατρίδας» είναι αυτοκτονικές για το κίνημα πολιτικές. Οι αντίπαλοι είχαν και έχουν ταξικό κριτήριο. Αν θέλουμε σήμερα να νικήσουμε, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι/ες για μάχη μέχρι το τέλος.