Ένας, δύο, τρεις… πολλοί Βουδούρηδες;
Φωτογραφία
Ημερ.Δημοσίευσης
Οι υποψηφιότητες του Θ. Καρυπίδη στη Δυτ. Μακεδονία και του Οδ. Βουδούρη στην Πελοπόννησο προκάλεσαν «εξέγερση» της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Οι αντιδράσεις πήραν τέτοια διάσταση, ώστε να διαψεύδεται απολύτως ο ισχυρισμός ότι αυτές προκλήθηκαν από την (καθόλου αμελητέα) αντίσταση της Αριστερής Πλατφόρμας και της ΑΝΑΣΑ, που στο συγκεκριμένο θέμα εμφάνισαν (σχεδόν) ενιαία ανακλαστικά.
Αυτή ακριβώς η μαζικότητα των αντιδράσεων υποχρέωσε το «κέντρο» του ΣΥΡΙΖΑ σε μια σχετική αναδίπλωση.
Αναδίπλωση, γιατί, έστω καθυστερημένα, αποσύρθηκε η υποστήριξη προς την υποψηφιότητα του «πατριωτικώς αντιμνημονιακού» καναλάρχη της Δυτ. Μακεδονίας.
Σχετική, όμως, γιατί η πλειοψηφία της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε και επιμένει στην υποστήριξη της υποψηφιότητας Βουδούρη, παρά τις συνεχιζόμενες αντιδράσεις της Αρ. Πλατφόρμας, της ΑΝΑΣΑ, αλλά και –κυρίως– των οργανώσεων της Πελοποννήσου.
Συμμαχίες
Γιατί; Την απάντηση, από τις στήλες της «Αυγής», δίνει με σαφήνεια ο σ. Ν. Βούτσης, ένας από τους βασικούς «αρχιτέκτονες» της πολιτικής συμμαχιών της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ: «(σ.σ.: Ο Οδ. Βουδούρης αποτελεί την) επιτομή ενός πολιτικού ανοίγματος για τη φάση που βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ και ελπίζουμε να ακολουθηθεί και από άλλες ανάλογες κινήσεις. Θα έχουμε τέτοιους όλο και περισσότερους, από περισσότερους χώρους…».
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι αυτό το «πολιτικό άνοιγμα» (προς όλο και περισσότερους χώρους…) δεν έχει συζητηθεί και δεν έχει αποφασιστεί με σαφήνεια σε κανένα επίσημο «σώμα» του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η ευθύτητα της απάντησης (ο Βουδούρης ως επιτομή πολιτικού ανοίγματος!) απαιτεί συζήτηση στα ουσιαστικά επιχειρήματα και όχι μόνο στα (επίσης ουσιαστικά) διαδικαστικά.
Ισχυρίζομαι ότι το «άνοιγμα» του ΣΥΡΙΖΑ προς τα θραύσματα του μνημονιακού στρατοπέδου δεν αποτελεί πολιτική συμμαχιών ενός ριζοσπαστικού αριστερού ρεύματος, που έχει ως στόχο μια ουσιαστική ανατροπή μέσα από την ανάδειξη μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Η σύμπλευση με τέτοιες προσωπικότητες ή ομάδες δεν ενισχύει «αντικειμενικά» το ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα είναι πιθανό να προκαλεί ρωγμές στις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με πραγματικά πλατειά κοινωνικά ακροατήρια, ακόμα και να προκαλεί ρωγμές στον κορμό των κεκτημένων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα να αποδεικνύεται στο τέλος της ημέρας ως μια αποσυσπειρωτική και όχι συσπειρωτική πολιτική. Με αυτή την έννοια η πολιτική της «αμφίπλευρης διεύρυνσης» είναι πιθανόν να αποδεικνύεται στο τέλος ως πολιτική επιπολαιότητα και όχι ως συγκροτημένη πολιτική συμμαχιών.
Αυτό το λάθος συνδέεται, ιστορικά, με την πολιτική του «ανανεωτικού» χώρου (ΕΑΔΕ, Συμμαχία, ΕΑΡ κ.ο.κ), όπου η διεκδίκηση της πολιτικής «πλατύτητας» κατέληγε στην αποσυσπείρωση και στην αποδυνάμωση των –κάθε φορά– κομματικών δυνάμεων που την επιχειρούσαν.
Προηγούμενες εμπειρίες
Στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν ανάλογες εμπειρίες.
Κάποιοι σ. θεωρούν την επιλογή του Συνασπισμού στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση στην Περιφέρεια Αττικής ως το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές του 2012! Ο ισχυρισμός αυτός δεν αντέχει σε σοβαρή δοκιμασία. Η επιμονή του, τότε, Συνασπισμού να προχωρήσει, έστω και μονομερώς, με υποψήφιο στην Αττική τον Αλ. Μητρόπουλο, οδήγησε σε διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και –κυρίως– σε ένα πολιτικό τοπίο όπου «έβρεχε ψήφους» στα ψηφοδέλτια της Αριστεράς που στέκονταν ως αντίπαλα στην προοπτική ΣΥΡΙΖΑ.
Το ψηφοδέλτιο «Αττική Συνεργασία-Όχι στο Μνημόνιο», με επικεφαλής τον Αλ. Μητρόπουλο πήρε 6,23%. Το «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής», με τον Αλ. Αλαβάνο, παρότι συγκροτήθηκε την τελευταία στιγμή και είχε ως οργανωτική βάση κυρίως τις δυνάμεις της ΚΟΕ, της ΔΕΑ και της ΑΠΟ, πήρε 2,2%. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήρε 2,3%, εκλέγοντας για πρώτη φορά περιφερειακούς και δημοτικούς συμβούλους. Τέλος, το ΚΚΕ, με τον Θ. Παφίλη, συγκέντρωσε 14,44%, διατηρώντας με άνεση την πρωτοκαθεδρία στο χώρο της Αριστεράς.
Για να βγούμε από αυτή την περιπέτεια, χρειάστηκε, καταρχήν, η ωριμότητα της «επανεκκίνησης» του ΣΥΡΙΖΑ. Ωριμότητα που επέδειξαν οι δυνάμεις του Συνασπισμού, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που είχαν τραβηχτεί στο «Μέτωπο», αλλά και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που κρατήθηκαν έξω από τη διαμάχη των τότε περιφερειακών εκλογών (οι μετέπειτα ΑΝΑΣΑ). Ασφαλώς, όμως, η ωριμότητα δεν ήταν αρκετή.
Χρειάστηκε η ριζοσπαστική πολιτική της πρώτης περιόδου της κοινωνικής αντίστασης στα μνημόνια, που έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ μέγεθος και δυναμική μαζικού ρεύματος. Χρειάστηκε η πολιτική διορατικότητα της διατύπωσης του στόχου της κυβέρνησης της Αριστεράς (που, προς τιμήν του, διατύπωσε έγκαιρα ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά και ο Μ. Γλέζος…) που απογείωσε αυτή τη δυναμική. Το άλμα από το 4% στο 27% δεν έγινε ούτε σε μια νύχτα ούτε με τη μέθοδο των «αμφίπλευρων διευρύνσεων», αλλά με τη σταδιακή συγκρότηση πολιτικού ρεύματος μέσα από τη διαδοχική επιτυχή αντιμετώπιση κρίσιμων κοινωνικών μαχών και πολιτικών διλλημάτων.
Τo success story του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ιστορία κυρίως «διεύρυνσης προς τα κάτω», μια ιστορία της προσπάθειας να δοθεί πολιτική έκφραση στις πλατιές εργατικές-λαϊκές δυνάμεις που συντρίβονται από τα μνημόνια. Της προσπάθειας να αποκτήσει δύναμη ένα σχέδιο ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής, με επίκεντρο την υπόσχεση για ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας μέσα από μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Διεύρυνση
Σήμερα δεν υπάρχει κανένας λόγος να τροποποιηθεί, ή και να ανατραπεί, αυτή η «παράδοση». Αντίθετα, οι δημοσκοπήσεις μας προειδοποιούν ότι το ασθενέστερο σημείο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο φόβος μεγάλων λαϊκών τμημάτων για το ενδεχόμενο μιας «πασοκοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ είναι απολύτως σωστή η στόχευση να κερδηθεί ο κόσμος που μαζικά στήριζε τις ελπίδες του στη σοσιαλδημοκρατία, σήμερα ο στόχος αυτός δεν υπηρετείται μέσω «μεταγραφών» από το φθαρμένο πολιτικό προσωπικό του ΠΑΣΟΚ, που υπηρέτησε τα μνημόνια ή υποτάχθηκε σε αυτά. Αντίθετα τέτοιες «μεταγραφές» απονευρώνουν τη βασική πολιτική υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ και δημιουργούν υπόνοιες ότι τελικά ακόμα και η ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να αποδειχθεί «μια από τα ίδια». Και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε στους πολιτικούς αντιπάλους μας και ειδικά στους πιο επικίνδυνους, στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής.
Η στήριξη στις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ –όπως γίνεται με την υποψηφιότητα π.χ. του Γαβριήλ Σακελλαρίδη στην Αθήνα– αλλά και η «διεύρυνση» προς τα μαζικά τμήματα της κοινωνικής αντίστασης, αλλά και της «άλλης» πολιτικής Αριστεράς –όπως γίνεται με την υποψηφιότητα της Αγλαΐας Κυρίτση στο Β. Αιγαίο– είναι μια σαφής εναλλακτική λύση. Που, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι ασύμβατη με το σχέδιο «ένας, δύο, τρεις… πολλοί Βουδούρηδες».