Σχέδιο μετάβασης στο σοσιαλισμό ή αναζήτηση ανιδιοτελούς αστικής τάξης;
Από το Φλεβάρη είναι σε εξέλιξη η ανταρσία της Δεξιάς στη Βενεζουέλα ενάντια στην κυβέρνηση του PSUV (Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας). Στο προηγούμενο φύλλο της «Ε.Α.», περιγράψαμε το βρόμικο πόλεμο της αντιπολίτευσης και τον πολιτικό αγώνα που διεξάγεται στη λατινοαμερικάνικη χώρα. Ωστόσο, η πολιτική σύγκρουση, που μαίνεται εδώ και αρκετούς μήνες, διεξάγεται μέσα σε υπαρκτά οικονομικά προβλήματα.
Τα πρωτοφανή κοινωνικά επιτεύγματα της Μπολιβαριανής Διαδικασίας αρκούν από μόνα τους για να απαντήσουν εύκολα στις δακρύβρεχτες ιστορίες μεσοαστών που δηλώνουν στο CNN ότι «όλα καταρρέουν» και στη σπέκουλα διεθνών νεοφιλελεύθερων αναλυτών που παλεύουν να πείσουν ότι ζούμε πολύ καλύτερα στην «ελεύθερη αγορά».
Αλλά το γεγονός ότι μερίδα του τσαβισμού ή διεθνείς υποστηρικτές του, «αμυνόμενοι αντανακλαστικά», αρνούνται την ύπαρξη προβλημάτων, προσφέρει κακές υπηρεσίες και στο βενεζουελάνικο λαό και στη διεθνή συζήτηση στην Αριστερά. Είναι καλοδεχούμενη από αυτή την άποψη η παραδοχή σε πρόσφατη ανοιχτή επιστολή του Νίκολας Μαδούρο ότι, πέρα από τη δημαγωγία της Δεξιάς, υπάρχουν και πραγματικά προβλήματα, όπως ο υψηλός πληθωρισμός και οι ελλείψεις αγαθών.
Όμως υπάρχει και ένα δεύτερο επιχείρημα από μερίδα του «τσαβισμού», το οποίο αποδίδει όλα τα προβλήματα στον «οικονομικό πόλεμο της Δεξιάς», στο σαμποτάζ της οικονομίας από μερίδες των καπιταλιστών, που αφήνουν αγαθά να σαπίζουν στις αποθήκες τους ή/και κερδοσκοπούν στις τιμές. Αυτή η υπονομευτική δράση, η απόπειρα «στραγγαλισμού» της οικονομίας για πολιτικούς λόγους υπάρχει. Αλλά το να αποδίδονται σε αυτή όλα τα δεινά, είναι η μισή αλήθεια.
«Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε!»
Το πρόβλημα ξεκινά πράγματι από τους καπιταλιστές, αλλά στη ρίζα του δεν βρίσκεται η «πολιτικά υποκινούμενη δράση» κάποιων «κακόβουλων καπιταλιστών». Βρίσκεται η «φυσιολογική» λειτουργία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Πιο απλά, «είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε». Η υπερβολική έμφαση στους «υποκινούμενους σαμποτέρ» υπονοεί τη δυνατότητα ύπαρξης ενός υποτιθέμενου «υγιούς τομέα» της αστικής τάξης. Είναι ένα ζήτημα με πολιτικές προεκτάσεις, όσον αφορά την οικονομική στρατηγική της μπολιβαριανής ηγεσίας.
Καλύτερα από όλους το έχει θέσει ο μαρξιστής οικονομολόγος Manuel Sutherland που γράφει συχνά για τη Μπολιβαριανή Διαδικασία:
«Η κυβέρνηση συνεχίζει να πιστεύει στη φαντασίωση μιας πατριωτικής αστικής τάξης, που θα αποκηρύξει τα εξωπραγματικά κέρδη τα οποία μπορεί να καρπωθεί μέσα από παράνομες εισαγωγές και κερδοσκοπία πάνω στο νόμισμα. Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν μπορεί να διανοηθεί μια χώρα όπου οι καπιταλιστές δεν θα ιδιοποιούνται το 70% του ΑΕΠ που παράγεται στον ιδιωτικό τομέα, εκμεταλλευόμενοι μαζικά την εργατική τάξη… Συνοψίζοντας, ο τσαβισμός ονειρεύεται έναν λογικό και φιλάνθρωπο καπιταλιστή, ο οποίος προφανώς δεν υπάρχει. Με αυτόν επιδιώκει να διαπραγματευτεί, ακόμα και αν η φυσιολογική δραστηριότητα αυτών των καπιταλιστών, δηλαδή η διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου, είναι η αιτία της μιζέριας της χώρας».
Πράγματι, σε αντίθεση με τις υστερίες της Δεξιάς, η «επίθεση στην ατομική ιδιοκτησία» υπήρξε σχετικά περιορισμένη στη Βενεζουέλα, όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο εξακολουθεί να παίζει κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία. Ανάμεσα σε κορυφαία στελέχη του «μπολιβαριανισμού» και συνοδοιπόρους του Ούγκο Τσάβες από τη δεκαετία του ’90, υπάρχει η άποψη πως στο επίκεντρο της ταξικής πάλης στη Βενεζουέλα βρισκόταν πάντα «η μάχη για την διανομή του πετρελαϊκού πλεονάσματος». Αν και έχει δόσεις αλήθειας, είναι μια άποψη που αφήνει «εκτός κάδρου» την υπόλοιπη οικονομική δραστηριότητα.
Πράγματι, ο «τσαβισμός» άρπαξε το «πετρελαϊκό πλεόνασμα» από τα χέρια των ολιγαρχών και των διεθνών προστατών τους και το αναδιένειμε προς όφελος των φτωχότερων. Αλλά δεν έθιξε αποφασιστικά το ιδιωτικό κεφάλαιο. Τα πετρελαϊκά έσοδα επέτρεπαν για αρκετά χρόνια στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας να είναι αποφασιστικά «υπέρ των φτωχών», χωρίς να είναι το ίδιο αποφασιστικά «κατά των πλουσίων».
Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι γενικά εφικτός ένας τέτοιος «σοσιαλδημοκρατικός παράδεισος». Ακόμα και στα καλύτερα χρόνια, το ότι δεν στράφηκε «κατά των πλουσίων» περιόριζε τις δυνατότητες άσκησης πολιτικής «υπέρ των φτωχών». Σύμφωνα με τον Sutherland, την περίοδο της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας υπήρξε φυγή κεφαλαίων ύψους 150 δισ. δολαρίων, δηλαδή «δραπέτευσε» το 43% του ΑΕΠ του 2010! Κατανοεί κανείς εύκολα τις συνέπειες αυτής της «ελευθερίας του κεφαλαίου» στην οικονομία.
Πόσω μάλλον σήμερα που οι συνέπειες γίνονται πιο εμφανείς, καθώς η περίοδος δυσκολεύει. Από το 2008, η κινεζική ατμομηχανή, με την αυξημένη ζήτηση πρώτων υλών στα πλαίσια ενός θηριώδους πακέτου επενδύσεων σε παραγωγικές δυνάμεις, «κράτησε» τις λατινοαμερικανικές οικονομίες εκτός κρίσης. Σήμερα που η Κίνα «φρενάρει», η κρίση «αγγίζει» πιο σοβαρά τη Λατινική Αμερική και φέρνει στην επιφάνεια δομικές αδυναμίες και προβλήματα.
Το πιο χαρακτηριστικό πρόβλημα είναι το «παιχνίδι» με το συνάλλαγμα. Οι έμποροι αποκτούν δολάρια νόμιμα, μέσα από επίσημες διαδρομές, προκειμένου να μπορούν να κάνουν εισαγωγές αγαθών. Αλλά είναι πολύ πιο κερδοφόρο γι’ αυτούς να ρίχνουν αυτά τα δολάρια στη μαύρη αγορά (όπου πωλούνται 15 φορές πάνω από την επίσημη συναλλαγματική τους αξία) ή να ορίζουν τις τιμές τους με βάση τη «μαυραγορίτικη» συναλλαγματική ισοτιμία, κάτι που οδηγεί σε ελλείψεις εισαγόμενων προϊόντων, αυξήσεις στις τιμές κλπ. Με αυτή την έννοια, δεν πρόκειται για «συνωμοσία», αλλά για το «φυσιολογικό» στον ιδιωτικό τομέα κίνητρο της υψηλότερης δυνατής κερδοφορίας που προκαλεί τα προβλήματα.
Ταλάντευση
Τους τελευταίους 16 περίπου μήνες, η βενεζουελάνικη κυβέρνηση ταλαντεύεται ανάμεσα σε προσπάθειες «εξευμενισμού» της «εθνικής αστικής τάξης» (γι’ αυτό και οι πρόσφατες συζητήσεις «εθνικής συμφιλίωσης» με τη «μετριοπαθή» πτέρυγα της Δεξιάς), σε προσπάθειες «άμυνας» απέναντι στις κερδοσκοπικές επιθέσεις και τις συνέπειές τους (βλέπε τα μέτρα ελέγχου ενάντια σε κάποιες εταιρίες το περασμένο φθινόπωρο) και αμφιλεγόμενες πολιτικές «ελέγχου της κατάστασης» (μια πρόσφατη «νέα νομισματική πολιτική» που ικανοποίησε το Σύνδεσμο Βιομηχάνων, αλλά και αυξήσεις μισθών για να περιοριστεί η ζημιά του πληθωρισμού στο εργατικό εισόδημα).
Κάθε προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα των λαϊκών τάξεων και ακόμα περισσότερο κάθε προσπάθεια «απάντησης» στον οικονομικό πόλεμο είναι αξιέπαινα. Ωστόσο η αποσπασματικότητα και ο αμυντικός χαρακτήρας διατηρούν μια εικόνα αδυναμίας και εξάντλησης. Ένα συμπέρασμα που βγαίνει από την πρόσφατη κρίση είναι πως η τακτική «μονομερών ενεργειών μόνο όταν μας προκαλούν» μπορεί να αποτρέπει κάποιες καταστροφές, αλλά είναι αποσπασματική και ως τέτοια δεν έχει καταφέρει να λύσει τα προβλήματα. Ένα δεύτερο είναι πως η «νομισματική πολιτική» μόνη της δεν είναι λύση για πάσα νόσο.
Στη Βενεζουέλα γίνεται μια απόπειρα «περιορισμού» της καπιταλιστικής δραστηριότητας, που σκοντάφτει στη δυνατότητα του κεφαλαίου να «εξεγείρεται» με επιτυχία ενάντια σε τέτοιους περιορισμούς, όσο κυριαρχεί στην οικονομία. Αυτό φέρνει στην επιφάνεια το μέγεθος των προκλήσεων που έχει να διαχειριστεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Αναδεικνύει την ανάγκη μιας συνολικής, στρατηγικής απάντησης ενάντια στο ιδιωτικό κεφάλαιο και όχι μιας «αμυντικής», αποσπασματικής διαχείρισης των προβλημάτων που δημιουργεί η κυριαρχία του.
Αυτή η συζήτηση (που απλώνεται σε μέτρα για τις τράπεζες, το ιδιωτικό κεφάλαιο, τις «ελευθερίες» της αγοράς) ανοίγει από αριστερές πτέρυγες του PSUV και οφείλει να απασχολήσει με σοβαρότητα και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το οικονομικό μοντέλο της Βενεζουέλας έχει δημιουργήσει και επιπλέον παρενέργειες. Ο κρατικοκαπιταλιστικός τομέας δημιούργησε τη λεγόμενη «μπολιμπουρζουαζία»: Κρατικοί και κομματικοί αξιωματούχοι που έγιναν ιδιοκτήτες-διαχειριστές του πολύτιμου «πετρελαϊκού πλεονάσματος». Ταυτόχρονα έχει αυξηθεί ο ρόλος του στρατού στην κυβέρνηση, γύρω από τον Καμπέχο («Στάλιν της Βενεζουέλας» τον ονόμαζε ο Γερμανός ακαδημαϊκός Χάιν Ντίτριχ, ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της διακυβέρνησης Τσάβες, τις μέρες που κρινόταν αν θα διαδεχτεί αυτός ή ο συνδικαλιστής Μαδούρο τον Ούγκο Τσάβες). Αυτό το κοινωνικό στρώμα έχει «αυτονομηθεί» από τη λαϊκή βάση του τσαβισμού και κάνει αναγκαία την επιστροφή, επικαιροποίηση και όξυνση της μαρξιστικής ανάλυσης και κριτικής στο αστικό κράτος και την κρατική γραφειοκρατία.
Στο πλαίσιο που ορίζει αυτός ο κρατικοκαπιταλιστικός τομέας και μέσα από την οικονομική σχέση μαζί του, τα τελευταία χρόνια κερδοφορεί και ένα τμήμα της εθνικής αστικής τάξης, αυτό που εκπροσωπείται από τη «μετριοπαθή Δεξιά» και επιδιώκει ένα «ομαλό ξεδόντιασμα» της Μπολιβαριανής Διαδικασίας.
Παράλληλα, το λαϊκό αυτό-οργανωμένο κίνημα της Βενεζουέλας –ζηλευτό κάποτε διεθνώς– πιέζεται από τις προτεραιότητες της μπολιμπουρζουαζίας στο να υποβιβαστεί σε «πελάτη»-«υποστηρικτή» του κράτους, αντί να αναβαθμιστεί σε πρωταγωνιστή και ανεξάρτητο υποκείμενο των εξελίξεων.
Γι’ αυτό και οι αριστεροί αγωνιστές του τσαβισμού καλούν σε μέτρα όπως η άμεση εμπλοκή της βάσης στη λήψη αποφάσεων, την ενίσχυση των εξουσιών των εργατικών συμβουλίων, των σωματείων και των κομουνών, την αποφασιστική στήριξη των ανεξάρτητων εργατικών αγώνων και διεκδικήσεων. Γι’ αυτό και αρκετοί αγωνιστές υπενθυμίζουν παλιότερες υποσχέσεις του Τσάβες –όπως η συγκρότηση επιτροπών για το μετασχηματισμό του κράτους ή το βάθεμα και η εξάπλωση των σοσιαλιστικών πειραμάτων στις βιομηχανικές ζώνες– που έχουν αποσιωπηθεί τα τελευταία χρόνια…
Αυτές τις μέρες πλησιάζει η επέτειος των επικών στιγμών του Απρίλη του 2002, όταν ένα ασύλληπτο τσουνάμι λαϊκής αυτο-οργάνωσης και δράσης διέλυσε το πραξικόπημα. Αυτό που πάει να ξεχαστεί, και που αξίζει να το θυμόμαστε, είναι πως αυτή η δύναμη των «από κάτω» ήταν για χρόνια η «ζωτική δύναμη» που έκανε τα πάντα να δείχνουν εφικτά. Αυτό που πάει να ξεχαστεί, και που αξίζει να το θυμόμαστε, είναι πως το σύνθημα που έδωσε τότε στις μάζες το σινιάλο να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να εξαπολύσουν τη δύναμή τους, ήταν: «Άμυνά μας είναι η επίθεση!».