Οι χαμαιλέοντες του εθνικισμού
Η αποδοχή (για λίγες ώρες...) και η απόσυρση της υποψηφιότητας της Σουλεϊμάν Σαμπιχά από το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε, τελικά, μια σημαντική υπόθεση.
Στις μέρες που πέρασαν επιλέξαμε να μη γράψουμε σχετικά, για να μη ρίξουμε «λάδι στη φωτιά» που, προφανώς, έστηνε η μονταζιέρα των φίλων του Σαμαρά. Όμως το μπαράζ της αρθρογραφίας στον Τύπο της Αριστεράς –συμπεριλαμβανομένων και όσων έχουν ευθύνες γι’ αυτή την περιπέτεια– υποχρεώνει σε μια βασική τοποθέτηση.
Είναι απολύτως θεμιτό να ισχυριστεί κανείς ότι κατά την αποδοχή της υποψηφιότητας Σαμπιχά τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ κυριολεκτικά παραπλανήθηκαν. Η περίπτωση παρουσιάστηκε ως υποψηφιότητα μιας «Ρομά ακτιβίστριας», ενώ κρατήθηκαν στο σκοτάδι οι πλευρές της δραστηριότητάς της που θα οδηγούσαν την αυτόματη –με βάση την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ– απόρριψή της. Η κατηγορία που διατυπώθηκε από την «Αυγή» ότι η περίπτωση αυτή επιβλήθηκε «λάθρα» είναι ακριβής και, μάλλον, μετριοπαθής. Ελπίζουμε ότι μετά τις εκλογές θα αποδοθούν οι ευθύνες...
Πάντως η απόσυρση της υποψηφιότητας από την ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ, όταν όλοι ήταν ενήμεροι πλέον για τα πραγματικά στοιχεία, ήταν μια πράξη υποχρεωτική, μια πράξη προστασίας του ΣΥΡΙΖΑ από μια «μπανανόφλουδα» που κάποιοι έβαλαν στο δρόμο του και κάποιοι πάτησαν με ενθουσιασμό, ελπίζοντας να προκαλέσουν «βίαια ωρίμανση», δηλαδή αλλαγή πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο στα ζητήματα δημοκρατικής προστασίας των μειονοτήτων, αλλά, συνολικότερα, στα λεγόμενα «εθνικά» θέματα.
Πολιτικά θέματα
Ας μείνουμε λοιπόν στα γενικότερα πολιτικά θέματα που άνοιξαν με αφορμή την υπόθεση αυτή.
Στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» διαβάσαμε τον ισχυρισμό ότι η κ. Σαμπιχά απορρίφθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ ως «η εσχάτη των εσχάτων του Κολαστηρίου η Ελλάς», ακούσαμε το λυγμό ενός αρθρογράφου για το ότι «δεν ήταν τελικά γραφτό η Σαμπιχά να πλησιάσει στα κέντρα λήψης των σημαντικών αποφάσεων για τη χώρα, για τη φυλή, για την κοινότητά της». Είναι όμως έτσι; Στο αναλυτικό ρεπορτάζ του «Ιού» («Εφημερίδα των Συντακτών» 26-27/4) διαβάζουμε ότι η δραστηριότητα της κ. Σαμπιχά έχει χρηματοδοτηθεί από την Υπηρεσία Πολιτικών Υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών, από τον όμιλο Εμφιετζόγλου, από το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου. Ότι με βάση τη δραστηριότητα αυτήν είχε τη δυνατότητα να παρέμβει στον ΟΗΕ, στην Κομισιόν, στον ΟΑΣΕ κ.α. Ότι για τη δραστηριότητα αυτή βραβεύτηκε από το προξενείο των ΗΠΑ και τον Αμερικανό πρέσβη Ντάνιελ Σέπχαρντ! Γνωρίζει κανείς έναν ή μία, άλλον ή άλλη, ακτιβιστή-ακτιβίστρια των Ρομά (π.χ. από το Αγρίνιο ή τη Μεσσηνία) που να έχει φτάσει τόσο κοντά στα (πραγματικά) κέντρα λήψης αποφάσεων;
Και μόνο αυτή η διαπίστωση θα έπρεπε να «ψυλλιάζει» όλη την Αριστερά για την πολύ διαφορετική πραγματικότητα στη Θράκη.
Συνθήκη της Λοζάνης
Κάποιοι φίλοι και σύντροφοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα στο, τάχα, «στέρεο» έδαφος της Συνθήκης της Λοζάνης. Η διαβόητη συνθήκη (Ιούλιος 1923) γράφτηκε από τις ιμπεριαλιστικές Μεγάλες Δυνάμεις και υπογράφηκε από τις χώρες που συμμετείχαν στο σφαγείο των Βαλκανικών Πολέμων και την ΕΣΣΔ. Αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών, με βάση τα πολεμικά αποτελέσματα της Μικρασιατικής εκστρατείας και της εισβολής των στρατών της Αντάντ στα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και τα νέα δεδομένα της ανατροπής της Πύλης από το καθεστώς του Κεμάλ. Συνδέοντας τον ορισμό των μειονοτήτων με την επερχόμενη υποχρεωτική «ανταλλαγή» των πληθυσμών, όρισε πράγματι τις μειονότητες εκατέρωθεν των συνόρων ως θρησκευτικές και όχι ως εθνικές (με εξαίρεση τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και των Πριγκιποννήσων). Όρισε όμως και πολλά άλλα ζητήματα τα οποία δεν θα ήθελαν να θυμούνται οι οπαδοί της «πατριωτικής Αριστεράς» (π.χ. την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, ζητήματα «ελεύθερης» ναυσιπλοΐας στα Στενά και στο Αιγαίο κ.λπ.).
Ιστορικό
Από την επομένη της υπογραφής της συνθήκης, η κάθε πλευρά επιχείρησε να την «ξεχειλώσει» με βάση το συσχετισμό δύναμης και τη διεθνή συγκυρία. Ένα σαφές τέτοιο παράδειγμα ήταν ο χειρισμός από το ελληνικό κράτος της μουσουλμανικής –κατά τη συνθήκη– μειονότητας στη Θράκη.
Στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου τα κύρια κριτήρια των ελληνικών (και των νατοϊκών) Αρχών δεν ήταν οι ελληνοτουρκικές διαφορές, αλλά τα ζητήματα εκατέρωθεν των συνόρων του δυτικού και ανατολικού μπλοκ.
Είναι εντυπωσιακό, αλλά οι ατόφιοι εκπρόσωποι του ελληνικού εθνικισμού της εποχής (η μοναρχία, η χούντα, η μεταπολιτευτική Δεξιά) μιλούσαν για τουρκική και όχι για μουσουλμανική μειονότητα. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ο –τότε– φέρελπις Αντώνης Σαμαράς μιλά για τουρκική μειονότητα και υποστηρίζει θερμά την πολιτική πίεσης πάνω της για να... μεταναστεύσει. Ήταν η εποχή των «διοικητικών ενοχλήσεων», που μείωσε μεν τον αριθμό των μειονοτικών, απέτυχε όμως να εξωθήσει τη μειονότητα «στη Φρανκφούρτη και στο Μόναχο». Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής σφυρηλατήθηκε η ενότητα της μειονότητας, ενότητα φτωχών και άγρια καταπιεσμένων ανθρώπων που έδιναν μάχη για να παραμείνουν στον τόπο τους.
Ταυτόχρονα και λόγω της πολιτικής του ελληνικού κράτους διευρύνθηκε η σχέση του τουρκικού κράτους με τη μειονότητα. Π.χ. για δεκαετίες η μοναδική δυνατότητα παιδιών της περιοχής για εκπαίδευση ήταν στην αντίπερα πλευρά. Η αποτυχία αυτής της πολιτικής από την πλευρά του ελληνικού κράτους ήρθε πλήρως στην επιφάνεια τη δεκαετία του ’90.
Στροφή
Με απόφαση των πολιτικών αρχηγών, που εκφωνήθηκε από τον Μητσοτάκη, η πολιτική αυτή άλλαξε στην κατεύθυνση της «ισονομίας-ισοπολιτείας», αλλά επίσης στην κατεύθυνση της διάσπασης της μειονότητας σε Πομάκους, Ρομά και «τουρκογενείς» που, ξαφνικά, θυμήθηκαν οι ελληνικές Αρχές. Αυτή η «στροφή» άρχισε να οργανώνεται: η Υπηρεσία Πολιτικών Υποθέσεων του ΥΠΕΞ (!!) αφιέρωσε άφθονο χρήμα και δραστηριότητες για να οργανώσει δίκτυα που θα στήριζαν αυτή την πολιτική. Όμως και αυτή η «στροφή» είχε περιορισμένα αποτελέσματα: Προσέκρουε στην εγκατεστημένη ενότητα της μειονότητας, στην έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι σε θεσμούς και πρόσωπα που μέχρι χθες μιλούσαν π.χ. για «τουρκόγυφτους» και σήμερα –ξαφνικά– δακρύζουν για την καταπίεση των Ρομά από τους... Τούρκους. Παρά το χρήμα και την εμπειρία των «στελεχών» που δουλεύουν στην περιοχή, τα αποτελέσματα παραμένουν πενιχρά. Οι δραστηριότητες όπως της κ. Σαμπιχά μπορεί στην Αθήνα να μοιάζουν «εμβληματικές» (σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Γ. Καραμπελιά, που κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για «εθνομηδενισμό»), όμως στη Θράκη δεν απέκτησαν μαζική επιρροή.
Τρίτος δρόμος
Απέναντι στο δίπολο «γυμνή καταπίεση ή σοφιστικέ διάλυση» υπάρχει τρίτος δρόμος. Στο μεταξύ διάστημα η μειονότητα διέγνωσε τη διαφορά μεταξύ της Αριστεράς και των αστικών κομμάτων. Η μαζική ψήφος των «τουρκογενών» και ακόμα περισσότερο των πομακοχωριών προς τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012 είναι η κλιμάκωση των σημαντικών ποσοστών που από παλιότερα έπαιρνε η Αριστερά στην περιοχή, ως αναγνώριση της αντίθεσής της στην ανοιχτή ή καλυμμένη καταπίεση.
Οι θεωρίες που βλέπουν τη μειονότητα να κινείται ως «πιόνι» του προξενείου είναι ανιστόρητες και άσχετες με την πραγματικότητα. Στα χρόνια που πέρασαν αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της μειονότητας μια ριζοσπαστικοποίηση και μια δική της «ιντελιγκέντσια». Άνθρωποι που σπούδασαν στα τουρκικά πανεπιστήμια –ή αργότερα και στα ελληνικά–, που γνώρισαν την καταπίεση και τους διωγμούς, που συνδέθηκαν με το μαρξισμό και την Αριστερά. Είναι χαρακτηριστικό ότι άνθρωποι σαν τον Μουσταφά Μουσταφά έθεσαν ζητήματα μέσα από τη μειονότητα όπως οι εξουσίες των μουφτήδων, η καταπιεστικότητα και η αδικία της παραδοσιακής «νομολογίας» που στηρίζεται στη σαρία κ.ο.κ.
Όμως για να μπορεί να βάλει κανείς αυτά τα ζητήματα (π.χ. την καταπίεση των γυναικών), οφείλει να είναι «καθαρός» στο πρωταρχικό ζήτημα, στην περιοχή που είναι η φτώχεια, η καθυστέρηση, η ειδική καταπίεση όλης της μειονότητας.
Αριστερά
Αυτός είναι ο δρόμος για την Αριστερά: να προσπαθήσει να ενώσει τους φτωχούς της πλειοψηφίας με τους φτωχούς και διπλά καταπιεσμένους της μειοψηφίας, πάνω στη σταθερή διεκδίκηση μιας άλλης κοινωνίας, απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση και την καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο. Και ο δρόμος αυτός οφείλει μεν να είναι ανεξάρτητος από τον εθνικισμό των καταπιεσμένων, αλλά ακόμα περισσότερο οφείλει να είναι ανεξάρτητος από τον εθνικισμό των καταπιεστών και τις πολυπλόκαμες «υπηρεσίες» που τον στηρίζουν. Για όσους κάνουν ακόμα ότι δεν καταλαβαίνουν, ο δρόμος της Αριστεράς είναι τελείως διαφορετικός από το δρόμο της κ. Σαμπιχά.