Αρχίζει η σκοτεινή «εποχή Σίσι», αλλά η εργατική οργή απειλεί τη σταθερότητα
Ό ταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, διεξάγονταν οι προεδρικές εκλογές στην Αίγυπτο, με το αποτέλεσμα ωστόσο να είναι δεδομένο πολύ καιρό πριν ανοίξουν οι κάλπες. Ο πρώην στρατηγός Σίσι θα είναι ο νέος πρόεδρος της Αιγύπτου, κατά πάσα πιθανότητα με εξωπραγματικά συντριπτικό ποσοστό.
Το ποσοστό του αριστερού νασερικού υποψηφίου Σαμπάχι, του μοναδικού που αποφάσισε να κατέβει στις εκλογές πέραν του Σίσι (οι μεν καθεστωτικοί αποσύρθηκαν υπέρ Σίσι, οι δε αντικαθεστωτικοί καταγγέλλουν τις ίδιες τις εκλογές), αλλά και η αποχή (καθώς ο Σαμπάχι έχει αποξενώσει αρκετούς αγωνιστές με το πολιτικό φλερτ του με το στρατό τους προηγούμενους μήνες), θα είναι χρήσιμα ως δείκτες του μεγέθους της μερίδας της κοινωνίας που στέκεται επικριτικά απέναντι στην άνοδο του στρατηγού. Αλλά αυτά δεν αναιρούν την τρέχουσα πολιτική κατάσταση που θα φανεί στο εκλογικό αποτέλεσμα: Και με την επίσημη βούλα των εκλογών πλέον, η Αίγυπτος ζει την «εποχή Σίσι», την αντεπίθεση της αντεπανάστασης.
Οι ανεπάρκειες ή και ο οπορτουνισμός (ανάλογα τον πολιτικό χώρο) δυνάμεων της αντιπολίτευσης έχουν ευθύνες για την τροπή που πήραν τα πράγματα, ωστόσο η δημοφιλία του Σίσι έχει πολλές και βαθύτερες αιτίες.
Υστερία
Ο στρατός επωφελείται από ένα κύμα τρομοϋστερίας. Αυτό υποκινείται σε φρενήρεις ρυθμούς από τα ΜΜΕ, αλλά έχει και την πραγματική βάση της ριζοσπαστικοποίησης κάποιων ισλαμιστών μετά την ανατροπή Μόρσι που έχουν κάνει την επιλογή της ένοπλης πάλης και ενός «εμφυλίου χαμηλής έντασης». Όσο αυτός συνεχίζεται, ο Σίσι διατηρεί την αίγλη του επικεφαλής στον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία».
Ταυτόχρονα, ο Σίσι απολαμβάνει την αίγλη του ανθρώπου που «απάλλαξε την Αίγυπτο από την Αδελφότητα». Το μίσος για τη διακυβέρνηση Μόρσι ήταν δικαιολογημένο και αυθεντικό. Το βαθύ κράτος αξιοποίησε τις εργατικές και δημοκρατικές ανησυχίες που είχε προκαλέσει η νεοφιλελεύθερη και αντιδημοκρατική διακυβέρνηση της Αδελφότητας και προσπαθεί να τις κατευθύνει σε μια ισλαμοφοβική υστερία και σε θεωρίες συνωμοσίας για διεθνή συμπαιγνία με στόχο την καταστροφή της Αιγύπτου, την οποία υπερασπίστηκε ο στρατός.
Ο Σίσι εκφράζει τις κοινωνικές δυνάμεις που επιδιώκουν την «επιστροφή στην ομαλότητα». Αυτό το κοινωνικό μπλοκ υπήρχε και κραύγαζε για «σταθερότητα» από την επομένη της ανατροπής Μουμπάρακ: Ήταν οι καπιταλιστές που ανέχθηκαν ή και στήριξαν την ανατροπή Μουμπάρακ, μαζί με τις μεσαίες τάξεις που συμμετείχαν στον αρχικό «πανεθνικό, δημοκρατικό, αντιμουμπαρακικό» ξεσηκωμό άλλα γρήγορα διαχωρίστηκαν από την επανάσταση, όταν έγινε σαφές ότι αυτή έχει βαθύτερο, ταξικό χαρακτήρα. Ωστόσο, αυτό το κοινωνικό μπλοκ έχει πλέον διευρυνθεί. Το αίτημα για «σταθερότητα» δεν αφορά πλέον μόνο την «εργασιακή ειρήνη» που εννοούν οι μικροί και μεγάλοι εργοδότες. Τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα (πλανόδιοι πωλητές, αγρότες, οδηγοί ταξί) αλλά και σοβαρά τμήματα της εργατικής τάξης δείχνουν σημάδια κόπωσης, καθώς έχουν περάσει 3 χρόνια στα οποία η επανάσταση έχει αποδειχθεί πολύ ικανή στο να «αποδιοργανώνει» το κράτος και την κοινωνία, αλλά δεν έχει κατορθώσει να προβάλει ένα δικό της αντιπαράδειγμα οργάνωσης της κοινωνίας. Γίνεται πιο εύκολο να κατηγορηθεί το «επαναστατικό χάος» για ζητήματα όπως η εγκληματικότητα και η κατάρρευση της οικονομίας.
Ο ιστορικός Καλέντ Φαχμί έχει δίκιο να ισχυρίζεται πως «ο Σίσι απευθύνεται στο πιο βασικό ένστικτο όχι μόνο των Αιγυπτίων, αλλά κάθε λαού: το φόβο». Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, ο Σίσι υποχρεώνεται να απευθυνθεί και στις ελπίδες και τις προσδοκίες. Το καθεστώς Σίσι επιχειρεί να εμφανιστεί ταυτόχρονα ως συνέχεια και ως άρνηση της 25ης Γενάρη. Μιλάει υπέρ της επανάστασης αλλά επιτίθεται στους πρωταγωνιστές της ως «ξένους πράκτορες». Έχει στοιχίσει πίσω του τους «φελούλ» (η κοινωνική βάση του μουμπαρακικού καθεστώτος) που ανασυγκροτούν τα δίκτυά τους, επιτίθενται ανοιχτά στην επανάσταση ως καταστροφή και ζητούν επιστροφή στον «παλιό καλό καιρό». Αλλά ταυτόχρονα υποχρεώνεται να απευθύνεται σε αυτούς που ξεσηκώθηκαν στις 25 Γενάρη και να προσπαθεί να τους πείσει ότι ο Σίσι θα υλοποιήσει τους στόχους της.
Οι πραγματικές του διαθέσεις βέβαια δεν χρειάζεται καν να συζητηθούν. Το άγριο κατασταλτικό κύμα, η δυσφήμηση των επαναστατών, η τρομοκρατία, έχουν επισημανθεί πολλές φορές από αυτή την εφημερίδα.
Το σκοτεινό χαρακτηριστικό της περιόδου δεν είναι απλώς η καταστολή. Αυτό δεν είναι κάτι τόσο νέο: από το Μάρτη του 2011 μέχρι σήμερα, οι επιθέσεις, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια κ.λπ. δεν εξαφανίστηκαν, καθώς το στρατιωτικό καθεστώς στην ουσία παρέμενε πάντοτε στη θέση του. Το νέο στοιχείο που κάνει την πολιτική διαφορά και οδηγεί στην εκτίμηση «νέας εποχής» είναι όλα όσα περιγράφηκαν παραπάνω ως αιτίες της δημοφιλίας του Σίσι. Γιατί όλα αυτά σημαίνουν έναν δραματικό περιορισμό του πολιτικού «χώρου» στον οποίο έχουν να κινηθούν και να απευθυνθούν οι επαναστάτες.
Αλλαγή τοπίου
Οι επαναστατικές δυνάμεις είχαν συνηθίσει σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ήταν έτοιμοι να τους ακολουθήσουν όποτε καλούσαν «πίσω στην Ταχρίρ», όπου οι οδομαχίες ήταν πράγματι αποτελεσματική και χρήσιμη τακτική, όπου ακόμα και οι συλλήψεις τους ήταν συχνά κομμάτι της ευρύτερης πάλης (προκαλώντας οργή και κύματα συμπαράστασης). Απέναντι στην άνοδο του Σίσι, δοκίμασαν αυτές τις τακτικές επανειλημμένα: Πρώτα καταγγέλλοντας και «σπάζοντας» στην πράξη το νόμο απαγόρευσης διαδηλώσεων, έπειτα διαδηλώνοντας υπέρ των συλληφθέντων για παράβαση του νόμου, με τελευταία απόπειρα και σημείο καμπής την επέτειο της 25ης Γενάρη.
Ο απολογισμός ήταν μικρές διαδηλώσεις, «στρατιωτικές» ήττες και δεκάδες συλληφθέντες χωρίς να προκληθεί κύμα συμπαράστασης. Από ένα σημείο και μετά οι νεαροί επαναστάτες απλώς «χτυπούσαν το κεφάλι τους στον τοίχο». Η αποτυχία της 25ης Γενάρη ήταν η στιγμή της συνειδητοποίησης της νέας κατάστασης, που οδήγησε σε επανατοποθέτηση για την περίοδο και τις τακτικές. Για πρώτη φορά οι νεαροί επαναστάτες βρίσκονται τόσο απομονωμένοι από τις πλατιές μάζες.
Αποδείχτηκε πως οι αδυναμίες και της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος (που συμπυκνώνονται στην αποτυχία εκατέρωθεν να οικοδομηθεί μια οργανική σύνδεση) βαραίνουν καθοριστικά. Η Αριστερά της Αιγύπτου όπως και τα πρωτοπόρα τμήματα του εργατικού κινήματος βρέθηκαν σε θυελλώδη γεγονότα, και πρωταγωνίστησαν σε αυτά, αλλά υποχρεώθηκαν να «πέσουν στη φωτιά» εμφανώς ανέτοιμοι.
Οι ιστορικές αναλογίες δεν είναι πάντοτε καλός σύμβουλος, αλλά το μυαλό πηγαίνει εύκολα στην άνοδο της ρωσικής αντίδρασης το 1907, μετά την ήττα της επανάστασης του 1905. Πολλές φορές οι αιγυπτιακές μάζες διέψευσαν ευχάριστα και τους πιο αισιόδοξους αναλυτές ή αγωνιστές, και ελπίζουμε να το ξανακάνουν, αλλά σήμερα ένας κύκλος δείχνει να έχει κλείσει, με ήττα.
Ήττα σε μάχη, αλλά όχι απαραίτητα στον πόλεμο. Ανήκουμε σε εκείνους που από την αρχή ισχυρίζονταν πως η αραβική επανάσταση είναι μια ιστορική διαδικασία με βασικό χαρακτηριστικό το ταξικό, οικονομικό υπόβαθρο. Χωρίς αυτή την εκτίμηση είναι εύκολο να περνάει κανείς από την υπεραισιοδοξία στη μαύρη απελπισία, όπως ο δυτικός φιλελευθερισμός που ήλπιζε σε μια «βελούδινη, δημοκρατική επανάσταση».
Αξίζει να θυμόμαστε πως τα θεμελιώδη αιτήματα περιλάμβαναν το «ψωμί» και την «κοινωνική δικαιοσύνη». Η κάμψη των απεργιών από το καλοκαίρι ως το Δεκέμβρη του 2013 έδωσε τη θέση της σε μια νέα φάση εργατικού αναβρασμού. Το δίμηνο Γενάρη-Φλεβάρη ξέσπασε απεργιακό κύμα αντίστοιχο αυτού που προηγήθηκε της ανατροπής του Μόρσι ή αυτού που ακολούθησε την πτώση του Μουμπάρακ, δείχνοντας πως η εργατική τάξη της Αιγύπτου (σε πείσμα και των ηγεσιών της που είχαν συμφωνήσει σε προσωρινό «μορατόριουμ») δεν έχει εγκαταλείψει τα αιτήματα και τις προσδοκίες που γέννησε η επανάσταση.
Προκλήσεις
Αυτές οι απεργίες, μαζί με τη μαζική αποχή της νεολαίας στο δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα, θεωρούνται οι βασικοί λόγοι που ματαιώθηκαν οι όποιες σκέψεις για μη διενέργεια των εκλογών επ’ αόριστον ή για «πρόεδρο ανδρείκελο» και ο Σίσι υποχρεώθηκε να κατέβει στον πολιτικό στίβο και να «τζογάρει»/ρισκάρει όλο του το πολιτικό κεφάλαιο.
Πολλοί από τους απεργούς του Γενάρη-Φλεβάρη θα ψηφίσουν τον Σίσι. Ωστόσο κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι οι απεργοί της Μαχάλα που διαδήλωναν κρατώντας πορτρέτα του Μουμπάρακ το 2006 ήταν οι ίδιοι που το 2008 έκαιγαν στις πλατείες τα πορτρέτα του Μουμπάρακ, στην πρώτη ανοιχτά πολιτική, αντικαθεστωτική κινητοποίηση για δεκαετίες. Σε μια από τις εθνικιστικές φιέστες υπέρ του Σίσι, ένας εργαζόμενος (που συμμετείχε) συμπύκνωσε αυτήν τη δυναμική επιτιθέμενος σε πλανόδιο πωλητή: «Αιγυπτιακή σημαία; Τι να την κάνω την αιγυπτιακή σημαία; Δεν μπορώ να τη φάω».
Με το σαουδαραβικό χρήμα να αρκεί (σύμφωνα με επίσημα χείλη) «μόνο για να καλύψει τρέχουσες ανάγκες» και αναμένοντας πως δεν θα ρέει επ’ άπειρον, ο Σίσι θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις ίδιες αιτίες που γκρέμισαν τον Μουμπάρακ και τον Μόρσι.
Παραθέτουμε τι λέει η «Wall Street Journal», η μιντιακή ναυαρχίδα του διεθνούς καπιταλισμού: «Μια κοινωνική ομάδα ανάμεσα στα 87 εκατομμύρια Αιγυπτίους απειλεί να παρενοχλήσει την πλατιά λαϊκή λατρεία που αναμένεται να εκτοξεύσει τον Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι στο προεδρικό μέγαρο: Οι εργάτες... Είτε με πατριωτικές εκκλήσεις είτε με τρομοκρατία και συλλήψεις τα ξημερώματα, οι Οργισμένοι Εργάτες της Αιγύπτου δεν δείχνουν διάθεση να υποχωρήσουν». Το άρθρο ξεχωρίζει τη δήλωση ενός απεργού στα ταχυδρομεία για να περιγράψει το κλίμα: «Μας κατηγορούν πως προκαλούμε προβλήματα σε μια εποχή που η χώρα δεν αντέχει άλλα προβλήματα. Αλλά όταν ο γιος μου λέει ότι πεινάει και ζητά φαγητό, τι πρέπει να του πω; Ότι δεν πειράζει γιατί η κατάσταση στη χώρα είναι δύσκολη και να τον αφήσω να πεθάνει από την πείνα;».