Είναι φανερό ότι το τελευταίο καταφύγιο της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου είναι ο αυταρχισμός και η κρατική καταστολή. Δείγμα του φόβου της για τις εργατικές-λαϊκές αντιστάσεις και των πολιτικών αδιεξόδων των «από πάνω».
Η ποινικοποίηση των απεργιών και κάθε είδους κοινωνικής διαμαρτυρίας, οι δικαστικές διώξεις αγωνιστών, η ωμή βία των ΜΑΤ και των άλλων ειδικών δυνάμεων της ΕΛ.ΑΣ., το κυβερνητικό «φλερτ» με φασίστες και παρακρατικούς, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (σήμερα για τους μετανάστες, αύριο για ποιους;) και η προπαγάνδα μίσους κατά των συνδικάτων, της ριζοσπαστικής νεολαίας και της Αριστεράς, είναι τυπικά δείγματα της σκλήρυνσης του καθεστώτος.
Τις τελευταίες μέρες –στο φόντο της επιστράτευσης των απεργών της ΔΕΗ και της απόφασης του δικαστηρίου που κήρυξε παράνομη την απεργία-αποχή διαρκείας της ΑΔΕΔΥ– κυβέρνηση και τρόικα επανέφεραν το ζήτημα της κατάργησης του συνδικαλιστικού νόμου. Αναφέρονται φυσικά στο γνωστό Ν. 1264/1982 του ΠΑΣΟΚ και προϊόν των μαχητικών εργατικών αγώνων της Μεταπολίτευσης.
Η προοπτική της ανατροπής των συσχετισμών και η ενισχυμένη επιρροή της πολιτικής Αριστεράς, ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ, θέτει υπό αμφισβήτηση τη σταθερότητα της μνημονιακής εξαθλίωσης. Έτσι ο Σαμαράς σάλπισε την έναρξη της «Νέας Μεταπολίτευσης» μέσα από άρθρο του στην «Καθημερινή», για να συσπειρώσει τα συντηρητικά ακροατήρια που έλκονται από το δόγμα «νόμος και τάξη».
Επιζητώντας ιστορική ρεβάνς από το εργατικό κίνημα και μπροστά στο νέο γύρο μέτρων (απολύσεις, ασφαλιστικό), τα αστικά επιτελεία επιχειρούν να ακυρώσουν το ρόλο των συνδικάτων και ουσιαστικά προωθούν την κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία. Οι προϋποθέσεις (50%+1 των εγγεγραμμένων μελών του σωματείου και όχι των παρόντων) που θα απαιτούνται για την κήρυξη μιας απεργιακής κινητοποίησης, θα καθιστούν σχεδόν αδύνατη την πραγματοποίησή της. Στην ίδια αντιδραστική κατεύθυνση θα κινούνται και οι παρεμβάσεις για την επαναφορά της ανταπεργίας των εργοδοτών (λοκάουτ), τις συνδικαλιστικές άδειες και την κατάργηση των κοινωνικών πόρων για τη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Στις σημερινές συνθήκες της «εργασιακής ζούγκλας», με την ανεργία στα ύψη και τους μισθούς φιλοδωρήματα, οι δυνάμεις του κεφαλαίου και το πολιτικό τους προσωπικό θεωρούν ότι μπορούν να συντρίψουν τη συλλογική εκπροσώπηση των εργαζομένων και την πάλη για μεροκάματο, αξιοπρεπή ωράρια και ασφάλιση. Γνωρίζουν αρκετά καλά τη δύναμη των απεργιών και των καταλήψεων, την αυτοπεποίθηση που αποκτά ο κόσμος της δουλειάς, όταν μπαίνει σε κίνηση, το διαχρονικό ρόλο του εργατικού κινήματος στις πολιτικές εξελίξεις.
Είναι δεδομένο ότι βρισκόμαστε σε μια νέα περίοδο, όπου η καταπάτηση στοιχειωδών συνδικαλιστικών και εργατικών δικαιωμάτων κλιμακώνεται. Η «συμμόρφωση» όσων διεκδικούν το δίκιο τους είναι στρατηγική κυβερνητική επιλογή, ειδικά όσο η πολιτική της εξοντωτικής λιτότητας δεν βρίσκει πλειοψηφικά ερείσματα μέσα στην κοινωνία. Ιδιαίτερα όσο οι καθαρίστριες και οι διαθέσιμοι είναι καθημερινά στο δρόμο, όσο οι εργαζόμενοι στην COSCO και την Πλαίσιο ξεσηκώνονται ενάντια στις εργασιακές σχέσεις γαλέρας, όσο δυναμώνει η ταξική αλληλεγγύη για τους εργάτες γης στη Μανωλάδα και τη Σκάλα.
Χωρίς τους αγώνες ετών των «από κάτω» δεν θα υπήρχαν εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα, δεν θα υπήρχε οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Ο κίνδυνος όλα τα παραπάνω να αποτελέσουν ανάμνηση έρχεται όλο και πιο κοντά χωρίς την άμεση, μαζική και αποφασιστική αντιπαράθεση του εργατικού κινήματος απέναντι στην εργοδοτική τρομοκρατία και τον εντεινόμενο κρατικό αυταρχισμό.
Καθοριστικός παράγοντας για την αποτροπή αυτής της ιστορικής απειλής είναι η επίμονη παρέμβαση των δυνάμεων της Αριστεράς, με συγκεκριμένους στόχους: Τον συντονισμό των εργατικών αγώνων και την πολιτικοποίηση-ενοποίηση των αιτημάτων τους γύρω από την ανάγκη ανατροπής του Σαμαρά. Το σάρωμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και την ανασύνταξη των συνδικάτων. Την ενίσχυση της συλλογικότητας και της μαχητικότητας των σωματείων, την ένταξη των «εκτός των τειχών», των μεταναστών και των ανέργων σε αυτά. Τον σαφή διαχωρισμό από οποιαδήποτε αντίληψη «υπευθυνότητας» και «προσαρμογής».