Στις 18 Σεπτέμβρη 2014 διεξάγεται το δημοψήφισμα για το αν η Σκωτία θα γίνει «ανεξάρτητο κράτος».
Η διεξαγωγή του ήταν ιστορικός στόχος και ρητή δέσμευση του κυβερνώντος Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος (SNP) και του πρωθυπουργού Άλεξ Σάλμοντ, μετά τον εκλογικό τους θρίαμβο του 2011. Αν και μειοψηφικό αίτημα στην αρχή, στις τελευταίες δημοσκοπήσεις εμφανίζεται τάση ανατροπής: το «ναι» φτάνει μέχρι το 40%, το «όχι» πέφτει στο 42% , και εμφανίζεται ένα σημαντικό ποσοστό αναποφάσιστων. Αυτό αποτυπώνεται και στον τοπικό Τύπο που κάνει λόγο για «θρίλερ». Εάν πλειοψηφήσει το «ναι», η Σκωτία θα ανακηρυχθεί ανεξάρτητο κράτος την 24η Μαρτίου 2016 και η «ένωση» που ισχύει από το μακρινό 1707 θα λάβει τέλος.
Διαπιστώνοντας την αντιστροφή του κλίματος από τις δημοσκοπήσεις, τους τελευταίους μήνες οργανώνεται μια εκστρατεία τρομοκράτησης, στην οποία συμμετέχουν ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζ.Μ. Μπαρόζο, κορυφαία στελέχη πετρελαϊκών εταρειών (BP, Shell), κρατικοί αξιωματούχοι και τα τρία μεγάλα νεοφιλελεύθερα κόμματα.
Η συζήτηση στην Αριστερά
To κόμμα των Εργατικών (που παρά τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή του, συνεχίζει να διατηρεί ένα αριστερό δυναμικό στη βάση του), διάφορες προσωπικότητες και διανοούμενοι του δημοκρατικού χώρου και της Αριστεράς τάσσονται με την καμπάνια «Καλύτερα μαζί» και με το «όχι» στο δημοψήφισμα, με την άποψη ότι το «ναι» θα σημάνει καταστροφή για τους Εγγλέζους αλλά και για τους Σκωτσέζους.
Ένα από τα επιχειρήματα του «όχι» είναι ότι η επιθυμία για ανεξαρτησία αποτελεί έκφραση μιας οπισθοδρομικής, εθνικιστικής εκτροπής. Ωστόσο αυτή η εκτίμηση υποτιμά πως ο κυρίαρχος εθνικισμός στο νησί είναι ο βρετανικός και δείχνει δύο μέτρα και σταθμά: Το να υποστηρίζει κάποιος μια ανεξάρτητη Σκωτία τον καθιστά αυτόματα «εθνικιστή», αλλά το να υποστηρίζει τη διατήρηση της ακεραιότητας του Ηνωμένου Βασιλείου δεν τον καθιστά εθνικιστή;
Πιο σοβαρό είναι το επιχείρημα πως υπάρχει ο κίνδυνος να αποδυναμωθεί το βρετανικό συνδικαλιστικό κίνημα, εμποδίζοντας την ενότητα των εργατών. Αυτό όμως δεν είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια της απόσχισης. Οι εργάτες στην Ιρλανδία μπορούν να ανήκουν στα ίδια συνδικάτα με τους εργάτες στη Βρετανία, οι εργάτες του Καναδά στα ίδια με τους εργάτες στις ΗΠΑ, δεν υπάρχει λόγος οι Σκωτσέζοι να μην ανήκουν στα ίδια συνδικάτα με τους εργάτες σε Αγγλία και Ουαλία. Άλλωστε, η ενότητα των εργατών, δεν υπαγορεύεται από τη συνταγματική μορφή του κράτους, αλλά από την επιθυμία να επιδειχθεί αλληλεγγύη και να ληφθεί κοινή συλλογική δράση πέρα από τα σύνορα αν χρειαστεί.
Πολλοί αγωνιστές προτιμάνε να προσπεράσουν το θέμα που «μας αποσπά από τα πραγματικά προβλήματα», την πάλη ενάντια στη λιτότητα κ.ο.κ. Αλλά συνήθως η Αριστερά δεν έχει την πολυτέλεια να διαλέξει το γήπεδο. Κι είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο σκωτσέζικος λαός έχει να ασχοληθεί τόσο ενεργά με την πολιτική από την εποχή του poll tax (1987-90). Αυτά υποδεικνύουν στην Αριστερά να μπει με τους δικούς της όρους στη σχετική συζήτηση (τι σημαίνει η ανεξαρτησία, με τι περιεχόμενο, τι ενισχύει τη δύναμη της εργατικής τάξης και τι όχι κ.λπ.) η οποία, ό,τι κι αν προκύψει στο δημοψήφισμα, μόλις ξεκίνησε και θα συνεχιστεί.
Εν τέλει, αν η σκωτσέζικη ανεξαρτησία δεν απειλεί καθόλου το κεφάλαιο, και διαιρεί την εργατική τάξη, γιατί το μεγαλύτερο τμήμα της βρετανικής άρχουσας τάξης (και των αρχουσών τάξεων της ΕΕ και των ΗΠΑ) εναντιώνονται σε αυτήν; Η μεταβολή στις θέσεις του «Economist», είναι χαρακτηριστική. Έως πρόσφατα, υποστήριζε την ανεξαρτησία για να υποχρεωθεί η Σκωτία να γίνει πιο ανταγωνιστική χτυπώντας μισθούς και κοινωνικό κράτος. Τώρα βγάζει πρωτοσέλιδα που θρηνούν για την επιλογή των κατοίκων της! Αυτή η αλλαγή στάσης εκφράζει προφανώς το φόβο των δυσμενών συνεπειών για το βρετανικό κράτος και το κεφάλαιο που επενδύει στη Βρετανία.
Το μπλοκ του «ναι»
Στην καμπάνια του «ναι» («Ναι Σκωτία») πρωτοστατεί το SNP, με την υποστήριξη των Πράσινων. Πολύ περισσότερο στα αριστερά, είναι η Καμπάνια για τη Ριζοσπαστική Ανεξαρτησία (RIC), στην οποία συμμετέχουν τμήμα του SNP, και δυνάμεις της ριζοσπαστικής και επαναστατικής Αριστεράς (το Σκοτσέζικο Σοσιαλιστικό Κόμμα –SSP, η Solidarity, το SWP κ.λπ.).
Και από την πλευρά του «ναι», υπάρχουν μια σειρά προβληματικά επιχειρήματα. Κάποια προσχωρούν σε έναν «αριστερό» εθνικισμό (π.χ. «οι Σκωτσέζοι είναι πιο δημοκρατικός λαός, χωρίς τους Εγγλέζους θα τα καταφέρουμε καλύτερα»). Αυτή η προσπάθεια να μικρύνει η σκωτσέζικη συνενοχή στη βρετανική αυτοκρατορία αλλά και να βαφτιστεί κάθε πολιτικός αγώνας (poll tax, αντίσταση στη Θάτσερ) «εθνικός», δεν βοηθάνε στη χάραξη μιας ταξικής πολιτικής.
Η πλειοψηφία του μπλοκ του «ναι» διατυπώνει μια ατζέντα ριζοσπαστικών αλλαγών μέσω ανεξαρτησίας, από τα πάνω, για να επιστρέψει η Σκωτία στις «καλές εποχές», χωρίς λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, πόλεμο, περιβαλλοντική καταστροφή. Η ανεξαρτησία εμφανίζεται πως αυτόματα θα οδηγήσει σε μια σοσιαλδημοκρατική , ή σοσιαλιστική, Σκωτία. Αυτά τα πράγματα δεν είναι εφικτά στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής Σκωτίας.
Η ίδια η ηγεσία του SNP όσο πλησιάζει το δημοψήφισμα και το ενδεχόμενο νίκης του «ναι» μετατοπίζεται δεξιά (χωρίς να παύει φυσικά να δίνει φιλολαϊκές υποσχέσεις). Από τη μια επιχειρηματολογεί υπέρ ενός «ανταγωνιστικού» φορολογικού συστήματος α λα Ιρλανδία για τις επιχειρήσεις, από την άλλη υπέρ ενός κοινωνικού κράτους α λα Σκανδιναβία. Τάσσεται υπέρ της ΕΕ (σε αντίθεση με παλιότερα). Λίγα χρόνια πριν υποστήριζε και την ένταξη στο ευρώ, τώρα λόγω της κρίσης του ευρώ «διαλέγει» τη βρετανική λίρα. Από τη μια τάσσεται υπέρ της απομάκρυνσης των πυρηνικών, από την άλλη υπέρ της παραμονής στο ΝΑΤΟ με «όρους» (μέχρι να γίνει κυβέρνηση ήταν υπέρ της εξόδου από το ΝΑΤΟ). Αυτοί οι στόχοι είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Βέβαια η ερμηνεία του προγράμματός του από τον απλό κόσμο και οι λαϊκές ελπίδες για κοινωνικές αλλαγές στη «νέα Σκωτία» μπορεί να αποδειχθούν βασικός παράγοντας στις εξελίξεις μετά το δημοψήφισμα, ιδιαίτερα σε περίπτωση νίκης του «ναι».
Ιμπεριαλισμός
Αλλά ο βασικότερος λόγος που υπαγορεύει στη βρετανική Αριστερά να στηρίξει την ανεξαρτησία σήμερα είναι η προοπτική να δεχτεί ισχυρό πλήγμα ο βρετανικός ιμπεριαλισμός, που βρίσκεται σε πολέμους αδιάκοπα από το 1914 μέχρι σήμερα.
Το υπουργείο Εξωτερικών άφησε να διαρρεύσει πρόσφατα στην «Telegraph» τους προβληματισμούς του: φοβάται ότι σε περίπτωση ανεξαρτητοποίησης της Σκοτίας θα διωχθεί από τα 5 μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και θα απολέσει το δικαίωμα του βέτο που εξασφαλίζει αυτή η θέση. Το ενδεχόμενο, επίσης, απομάκρυνσης των πυρηνικών όπλων (βρίσκονται στη Σκωτία) κάνει το υπ. Άμυνας της Μ. Βρετανίας να τρέμει: η μεταφορά τους και η κατασκευή των κατάλληλων εγκαταστάσεων κοστίζει 650 δισ. δολάρια! Τέλος, μια πιθανή συνέπεια της ανεξαρτησίας θα ήταν το Σιν Φέιν να ξεκινήσει καμπάνια για ένα δημοψήφισμα σε όλη την Ιρλανδία με θέμα την επανένωση με το βόρειο κομμάτι που κατέχει η Αγγλία.
Πολλοί αγωνιστές της βρετανικής Αριστεράς έχουν εξηγήσει πως -για τους λόγους που περιγράφηκαν, και καθώς το θέμα τέθηκε εκ των πραγμάτων- υποστηρίζουν την ανεξαρτησία ως κίνηση τακτικής, και όχι ως θέση αρχής λόγω κάποιας «εθνικής καταπίεσης». Αλλά όπως σημειώνει ο Νιλ Ντέιβιντσον, που έχει επιχειρηματολογήσει εκτεταμένα υπέρ αυτής της γραμμής, αν το «ναι» επικρατήσει αλλά δεν γίνει σεβαστό, τότε θα μιλάμε για «καταπίεση» και η υπεράσπισή της ανεξαρτησίας θα γίνει «θέση αρχής».