Το θρίλερ του δημοψηφίσματος στη Σκοτία και η αναταραχή που προκάλεσε, μαζί με την πορεία της Καταλονίας προς ένα δικό της δημοψήφισμα θεωρούνται συμπτώματα μιας συνολικότερης αναβίωσης τοπικών εθνικισμών και αποσχιστικών τάσεων στα ευρωπαϊκά κράτη.
Αν και θα ήταν υπερβολή να μιλήσουμε για μια «θύελλα» αυτονομιστικών κινημάτων, είναι γεγονός πως σε διάφορα μέρη της Ευρώπης τέτοια κινήματα είναι πολύ πιθανό να γνωρίσουν άνοδο.
Έθνη-κράτη
Τα σύγχρονα έθνη-κράτη, επειδή είναι «κατασκευές», δεν προέκυψαν εύκολα, ούτε δίχως ελαττώματα και ούτε πανομοιότυπα. Αλλού το «έθνος» ενώθηκε περισσότερο εθελοντικά και αλλού λιγότερο, αλλού οι διαδικασίες εθνοκάθαρσης ή «εθνικής ομογενοποίησης» προχώρησαν και διασφάλισαν συντριπτική γλωσσική-πολιτιστική ομοιογένεια, αλλού όχι.
Γι’ αυτό και η «τακτοποίηση» των συνόρων είναι πάντα σε εξάρτηση με τη διεθνή και εθνική συγκυρία. Το μεταπολεμικό σκηνικό (δόγμα «δεν αλλάζουν ξανά τα σύνορα» και δημιουργία Ευρωπαϊκής Ένωσης ως βήμα προς την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση») δεν είναι περισσότερο «αιώνιο» από ό,τι όλες οι προηγούμενες διευθετήσεις. Ήταν μια τακτοποίηση που λογοδοτούσε σε μια συγκεκριμένη συγκυρία (διεθνών συσχετισμών, οικονομικής ανάπτυξης κλπ.). Σήμερα που αυτή η συγκυρία ανατρέπεται (αλλαγές συσχετισμών, οικονομική κρίση), απειλείται και το σχετικό οικοδόμημα.
Οι συνέπειες της κρίσης και η αναζήτηση διεξόδου από αυτή (για μερίδες του κεφαλαίου, για τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα, για την εργατική τάξη) είναι η οικονομική διάσταση που τροφοδοτεί σήμερα αυτά τα κινήματα. Η «κρίση εκπροσώπησης», δηλαδή η κρίση των πολιτικών συστημάτων και των κομμάτων που διαχειρίζονται την οικονομική κρίση, είναι η πολιτική διάσταση.
Σε αυτό το υπόβαθρο, τα αυτονομιστικά κινήματα εμφανίζονται να δίνουν διαφόρων ειδών απαντήσεις στην πολιτική-οικονομική κρίση –ανάλογα με την πολιτική και κοινωνική ηγεσία τους: Υπάρχουν δεξιές οικονομικές τοπικιστικές αφηγήσεις («δεν θα πληρώνει ο πλούσιος ιταλικός βορράς με τους φόρους του τους τεμπέληδες του νότου» και αντίστοιχα «η πλούσια Καταλονία» τους «τεμπέληδες στην Ανδαλουσία»). Υπάρχουν αριστερές αφηγήσεις με μια δόση αυταπατών (η ανεξαρτησία ως «παράκαμψη» στο δύσβατο δρόμο για αλλαγή συσχετισμών σε εθνικό επίπεδο). Υπάρχουν ακροδεξιές εθνικές αφηγήσεις («οι Φλαμανδοί δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τους γερμανόφωνους» στο Βέλγιο). Υπάρχουν αφηγήσεις που εκφράζουν μια δημοκρατική ευαισθησία στη σημερινή εποχή της πολιτικής κρίσης εκπροσώπησης και απαξίωσης των εθνικών κυβερνήσεων που θεωρούνται όργανα των τραπεζών ή των Βρυξελλών («το δικαίωμα να αποφασίζουμε εμείς» και όχι π.χ. «το Λονδίνο» ή «η Μαδρίτη» και τελικά «οι Βρυξέλλες» ή «οι αγορές που τους έχουν στο χέρι»).
Κοινά στοιχεία
Τα δύο παραδείγματα που εξετάζουμε σε αυτό το αφιέρωμα (τα μοναδικά που έχουν αποκτήσει χειροπιαστό χαρακτήρα) έχουν κάποια κοινά στοιχεία:
Συναντούν τη λυσσαλέα αντίσταση της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου του κεφαλαίου (ΕΕ, «αγορές», πολιτικές ηγεσίες των παραδοσιακών αστικών κομμάτων).
Συναντούν την αντίδραση του κυρίαρχου εθνικισμού. Δεν υπάρχει «καταλανική ακροδεξιά» ή «σκοτσέζικη ακροδεξιά». Στη μεν Βρετανία οι φασίστες αναφέρονται στη «Μεγάλη Βρετανία», στη δε Ισπανία τόσο ο φασισμός όσο και το «κυριλέ» ακροδεξιό κόμμα ενεργοποιούνται με βάση την «ενότητα του Ισπανικού κράτους», μαζί με την ισχυρή μέσα στο Λαϊκό Κόμμα φρανκική πτέρυγα, που απεχθάνεται ακόμα και τη σχετική αυτονομία των Καταλανών και των Βάσκων ως «προδοτική».
Έχουν στην ηγεσία τους κόμματα που δεν επιδιώκουν να πάνε την πάλη για ανεξαρτησία ως το τέλος (η απειλή απόσχισης ως διαπραγματευτικό χαρτί για διερυμένες αρμοδιότητες) και δεν έχουν πολύ διαφορετική οικονομική ατζέντα από την κυρίαρχη. Παράλληλα, έχουν μια μεγάλη λαϊκή βάση που κινητοποιείται αναζητώντας «πραγματική δημοκρατία» και με ελπίδες για καλύτερη ζωή στο «νέο κράτος». Αυτό καθιστά συχνά την ηγεσία των αστικών κομμάτων επισφαλή και δημιουργεί χώρο και ρόλο στην Αριστερά, που και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζεται ως πιο «αυθεντική υπέρμαχος της ανεξαρτησίας», αλλά και αρπάζει την ευκαιρία της συζήτησης που φυσιολογικά ανοίγει μπροστά στην προοπτική ενός «νέου κράτους», για να μιλήσει για το «τι κράτος θέλουμε» και να εξηγήσει ότι η ανεξαρτησία από μόνη της δεν σημαίνει τίποτα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, προκρίνεται από δυνάμεις της Αριστεράς μια τακτική που δίνει στο πολιτικό αίτημα για ανεξαρτησία κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο, που επιχειρεί να εντάξει αυτόν τον «εθνικό» ή «δημοκρατικό» αγώνα ως βήμα (και όχι «στάδιο») στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση. Ένα τέτοιο περιεχόμενο πρέπει να συνοδεύεται από την πάλη ενάντια σε «εθνικές αναδιπλώσεις»: Μια προσέγγιση που λέει «να χωρίσουμε, για να μπορέσουμε μετά να ενωθούμε πραγματικά».
Πολλοί σύντροφοι (στη Βρετανία και την Ισπανία, αλλά και διεθνώς, παρακολουθώντας τις εξελίξεις) δυσφορούν για την τάση «εθνικών αναδιπλώσεων». Τα όσα γίνονται σε Σκοτία και Καταλονία θεωρήθηκαν «οπισθοδρομική παρέκκλιση». Είναι δίκαιη η δυσφορία σε ένα βαθμό. Το ότι η λαϊκή οργή βρίσκει τέτοιες εκφράσεις είναι σύμπτωμα της αδυναμίας των δικών μας ιδεών και οργανώσεων. Κάποιοι ωστόσο δεν απέφυγαν τον κίνδυνο να ταυτιστούν τελικά με μια –εξίσου οπισθοδρομική– πολιτική: την υπεράσπιση της ακεραιότητας του κράτους, που είναι η κυρίαρχη επιλογή της αστικής τάξης.
Διπλή παγίδα
Πράγματι το ζητούμενο για την Αριστερά είναι να αποφύγει μια διπλή παγίδα. Να μην αφήσει να ηγεμονεύσει μια αντίληψη που λέει πως «η αναδίπλωση στην εθνική κοινότητα είναι η λύση στην κρίση», χωρίς όμως να καταλήγει να υπερασπίζεται το υπαρκτό αστικό κράτος και την υπαρκτή του μορφή ως «εγγυητές» της ενότητας της εργατικής τάξης.
Αυτή η συζήτηση έχει γενικότερο ενδιαφέρον, που ξεπερνά τα αυτονομιστικά κινήματα. Με δεδομένες τις διαφορές, είναι ένα ζήτημα που θυμίζει έντονα μια άλλη συζήτηση στην ευρωπαϊκή και ελληνική Αριστερά: την «ταλάντευση» ανάμεσα στην καταφυγή στο καπιταλιστικό έθνος-κράτος ως λύση στην κρίση και την υπεράσπιση της ακεραιότητας της ιμπεριαλιστικής ΕΕ ως «εγγυητή» της διεθνιστικής αλληλεγγύης των εργατών. Τα διλήμματα, οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και η προσέγγιση που περιγράψαμε, είναι χρήσιμα και σε αυτόν το διάλογο.