Ένα μαζικό κίνημα στους δρόμους του Χονγκ Κονγκ έχει φέρει την άρχουσα τάξη της Κίνας απέναντι στη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση μετά την εξέγερση στην Τιεν Αν Μεν το 1989 και τη σφαγή της. Ενώ γράφονταν αυτές οι γραμμές όλα τα σενάρια ήταν ανοιχτά, καθώς αναμενόταν η στάση των διαδηλωτών απέναντι στο τελεσίγραφο της αστυνομίας να αδειάσουν τους δρόμους.
Το Χονγκ Κονγκ ήταν βρετανική αποικία και έχει τη δική του ιστορία μεγάλων απεργιών και εξεγέρσεων ενάντια στο Λονδίνο. Οι βρετανικές Αρχές είχαν παραχωρήσει κάποιες ελευθερίες (δικαίωμα στη διαδήλωση, ελευθερία του Τύπου), ενώ διατηρούσαν ένα βαθιά αντιδημοκρατικό εκλογικό μοντέλο: για την επιλογή του κυβερνήτη, δικαίωμα λόγου είχαν νομοθέτες και εκλέκτορες από «επιλεγμένους κοινωνικούς τομείς», που στην πράξη σήμαινε τους καπιταλιστές και τους δικούς τους ανθρώπους.
Στην Κοινή Διακήρυξη Βρετανίας-Κίνας που παρέδιδε το Χονγκ Κονγκ στην Κίνα το 1997 κατοχυρώθηκε η φόρμουλα «μία χώρα - δύο συστήματα». Η πόλη του Χονγκ Κονγκ θα διατηρούσε και το φιλελεύθερο οικονομικό της σύστημα (καθησυχάζοντας τους καπιταλιστές) και τις πολιτικές της ελευθερίες (καθησυχάζοντας τον ντόπιο πληθυσμό). Για να ικανοποιηθούν οι αγωνιστές ενάντια στην αποικιοκρατία, το Πεκίνο υποσχέθηκε και πλήρη δημοκρατία και αποαποικιοποίηση στο μέλλον.
Η μετάβαση
Μετά το ’97, η Κίνα διατήρησε το ίδιο εκλογικό μοντέλο με το βρετανικό. Ο κυβερνήτης επιλέγεται από μια εκλογική επιτροπή 1.200 μελών (κυρίως επιχειρηματίες), η οποία εκλέγεται μόνον από 240.000 ανθρώπους. Πριν αναλάβει καθήκοντα, πρέπει να εγκριθεί από το Κινεζικό Κομουνιστικό Κόμμα.
Αυτή η ιστορία «μετάβασης» δημιούργησε μια δυναμική. Με τα λόγια της Chaohua Wang, που ήταν στους 21 «πιο καταζητούμενους» φοιτητές μετά τη σφαγή της Τιεν Αν Μεν:
«Η αποχώρηση του αποικιοκράτη υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει την απελευθέρωση του αποικιοκρατούμενου. Αυτό δεν συνέβη στο Χονγκ Κονγκ. Η αποχώρηση της Βρετανίας μπορεί να αποκατέστησε την εθνική ταπείνωση της Κίνας... αλλά δεν κινητοποίησε καθόλου τις μάζες... οι περισσότεροι από τους 7 εκατομμύρια κατοίκους του Χονγκ Κονγκ έμειναν να αναρωτιούνται τι ακριβώς σήμαινε το ότι δεν είναι πια αποικιοκρατούμενοι. Και η ιδέα της καθολικής ψηφοφορίας είναι αυτή που έδωσε νόημα στην ταυτότητά τους ως πολιτών που απαλλάχθηκαν από την αποικιοκρατία. Το διαρκές και ενθουσιώδες δημοκρατικό τους κίνημα τα τελευταία 30 χρόνια προκύπτει από αυτήν την ευαισθησία...».
Αυτή η ισχυρή παράδοση εκφράζεται και από την (απαγορευμένη στην υπόλοιπη Κίνα) επέτειο της σφαγής της Τιεν Αν Μεν, με εκατοντάδες χιλιάδες να συγκεντρώνονται κάθε χρόνο για να τιμήσουν τους δολοφονημένους φοιτητές και εργάτες, αλλά και να υπενθυμίσουν στους εαυτούς τους (και στο Πεκίνο) ότι αυτή είναι μια πόλη στην οποία μπορούν ακόμα να κάνουν κάτι τέτοιο.
Αυτή η παράδοση έχει προκαλέσει κι άλλες συγκρούσεις με τις κινεζικές Αρχές, που επιχειρούν τα τελευταία χρόνια (αποτυχημένα) να καταργήσουν τις πολιτικές ελευθερίες που ακόμα έχει το Χονγκ Κονγκ.
Παράλληλα με τις δημοκρατικές διεκδικήσεις, υπάρχει το κοινωνικό ζήτημα. Η κοινωνική ανισότητα στο «χλιδάτο» Χονγκ Κονγκ είναι από τις μεγαλύτερες στον ανεπτυγμένο κόσμο. Τα τελευταία χρόνια ο ετήσιος μέσος όρος διαδηλώσεων είναι οι 7.000 (20 κινητοποιήσεις κάθε μέρα).
Σε αυτό το υπόβαθρο, στις 31 Αυγούστου το Πεκίνο ματαίωσε τις ελπίδες που είχε προκαλέσει η υπόσχεση εκλογικής μεταρρύθμισης: ανακοίνωσε πως ο κυβερνήτης θα εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία, αλλά οι υποψήφιοι θα συνεχίσουν να επιλέγονται από την επιτροπή των 1.200 «εκλεκτών» και να εγκρίνονται από το Πεκίνο.
Τότε, η ηγεσία του Occupy Central, ενός δικτύου δημοκρατών μεσοαστών διανοουμένων που σχεδίαζε κατάληψη της κεντρικής πλατείας την 1η Οκτώβρη (εθνική εορτή της Κίνας), δήλωνε πως «το δημοκρατικό κίνημα δεν έχει μέλλον».
Αντίθετα, η Φοιτητική Ομοσπονδία κάλεσε σε αποχή από τα μαθήματα από τις 22 Σεπτέμβρη, που γρήγορα αγκαλιάστηκε και από τους μαθητές λυκείου, ενώ και οι εκπαιδευτικοί στήριξαν τις κινητοποιήσεις. Οι νεαροί διαδηλωτές κατέλαβαν τη λεγόμενη «Πλατεία των Πολιτών», έναν δημόσιο χώρο στο κέντρο της πόλης που είχε αποκλειστεί από την αστυνομία επ’ άπειρον. Το Occupy Central υποχρεώθηκε από τη δράση των φοιτητών να καλέσει άμεσα σε «πρόωρη» έναρξη της κατάληψης που οργάνωνε για την 1η Οκτώβρη.
Οι νεαροί διαδηλωτές δέχτηκαν κατασταλτική επίθεση με τόνους χημικών. Ήταν η πρώτη φορά που έπεφταν χημικά στο Χονγκ Κονγκ από το 1967 (επί βρετανικής αποικιοκρατίας) με εξαίρεση το 2005, όταν όμως οι διαδηλωτές ήταν κυρίως «διεθνείς» (ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου). Η βία κατά των φοιτητών και μαθητών (που βάδιζαν προς τους αστυνομικούς με ψηλά τα χέρια, χρησιμοποιώντας την «εικόνα» του Φέργκιουσον) εξόργισε το λαό και την επόμενη μέρα 120.000 διαδηλωτές βρέθηκαν στους δρόμους. Η Συνομοσπονδία Συνδικάτων του Χονγκ Κονγκ (ανεξάρτητη, σε αντίθεση με τη βασική συνομοσπονδία που είναι όργανο του κινεζικού κράτους) κάλεσε σε απεργία: «Οι εργάτες και οι φοιτητές πρέπει να ενωθούν για να υποχρεώσουν την απολυταρχική κυβέρνηση να παραδώσει την εξουσία στο λαό... Για να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη, δεν πρέπει να αφήσουμε τους φοιτητές να πολεμήσουν μόνοι τους την καταστολή». Πέρα από κάποιες απεργίες που έγιναν, γενικότερα και οι αγωνιστές, και οι αυτόπτες μάρτυρες, και οι αναλυτές συμφωνούν πως δεν είναι πλέον ένα φοιτητικό κίνημα, αλλά ένα λαϊκό κίνημα που πυροδοτήθηκε από τους φοιτητές.
Τις επόμενες μέρες η αστυνομία αποσύρθηκε από τους δρόμους και έκτοτε 4 σημεία του Χονγκ Κονγκ βρίσκονται κατειλημμένα, στα οποία εμφανίστηκαν όλες οι μορφές αυτοοργάνωσης (συνελεύσεις, εθελοντικές ομάδες κ.λπ.) που συνόδευσαν και την Ταχρίρ, την Ντελ Σολ, το Σύνταγμα.
Τη νύχτα της 1ης Οκτώβρη, λίγα λεπτά πριν λήξει το τελεσίγραφο των φοιτητών (παραίτηση του κυβερνήτη ή κλιμάκωση με αποκλεισμό κυβερνητικών κτιρίων), η κυβέρνηση πρότεινε διάλογο με την ηγεσία του κινήματος. Αλλά στις 3 Οκτώβρη, «αγανακτισμένοι πολίτες» (με πρωταγωνιστές τις «Τριάδες», τη κινεζική μαφία) επιτέθηκαν στις καταλήψεις και οι φοιτητές ακύρωσαν τη συμμετοχή τους στο διάλογο. Η επίθεση είχε προβλεφθεί νωρίτερα από τον Vincent Kolo, της οργάνωσης «Σοσιαλιστική Δράση»: «Η τακτική της κυβέρνησης θα είναι να χρησιμοποιήσει πληρωμένους γκάνγκστερ και “εθελοντικές ομάδες” οπαδών του ΚΚΚ για να προκαλέσουν συγκρούσεις, που θα χρησιμοποιηθούν για να δυσφημήσουν το κίνημα και να δώσουν κάλυψη σε μια νέα αστυνομική επίθεση». Πράγματι, η αστυνομία έδωσε τελεσίγραφο να ανοίξουν οι δρόμοι τη Δευτέρα 6 Οκτώβρη. Την παραμονή του τελεσιγράφου, δεκάδες χιλιάδες κατέβηκαν και πάλι στους δρόμους.
Ισορροπία τρόμου
Επικρατεί μια ισορροπία τρόμου. Για το Πεκίνο είναι εξαιρετικά μεγάλο ρίσκο να κινητοποιήσει το στρατό, αλλά αν υποχωρήσει μπορεί να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Οι διαδηλωτές δηλώνουν και οι ίδιοι πως είναι απίθανο να νικήσουν μόνοι τους την ηγεσία του ΚΚΚ, αλλά ταυτόχρονα δεν έχουν πρόθεση να υποχωρήσουν.
Οι μικρές δυνάμεις της Αριστεράς επιχειρούν να παίξουν ρόλο στα γεγονότα. Από το δίκτυο Left21, που έχει χτίσει ένα συνασπισμό συλλογικοτήτων βάσης και σωματείων που στηρίζει το κίνημα, μέχρι τη Σοσιαλιστική Δράση, που είναι ιδιαίτερα δραστήρια στο μαθητικό κίνημα. Αυτές οι δυνάμεις επιχειρούν να συνδέσουν και το «κοινωνικό ζήτημα» με το αίτημα για δημοκρατία. Οι εργατικές κινητοποιήσεις, έστω περιορισμένες, είναι σημαντικό βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση. Αλλά ακόμα και ο αγώνας για «καθολική ψηφοφορία» είναι σημαντικός ενάντια σε ένα σύστημα καπιταλιστικής ολιγαρχίας όπου, όπως λέει η Sophia Chan από το Left21, «συγκεκριμένοι οικονομικοί τομείς (όπως ο χρηματοπιστωτικός) στο Χονγκ Κονγκ έχουν εγγυημένες θέσεις στο Κοινοβούλιο».
Οι προκλήσεις για την κινεζική ηγεσία
Το ΚΚΚ μπροστά στη λαϊκή δυσφορία έχει προκρίνει την καταστολή ως μονόδρομο. Όπως λέει ο Vicent Kolo «μοιάζει με μια μηχανή που έχει μόνο μία ταχύτητα: την καταστολή» και έχει επιλέξει «να καταργήσει αντί να εγκαθιδρύσει νέες “βαλβίδες εκτόνωσης” με τη μορφή των πολιτικών μεταρρυθμίσεων όπως ζητούν οι φιλελεύθεροι αστοί». Αυτό εξηγεί τα γεγονότα στο Χονγκ Κονγκ, αλλά μπορεί να βρει αντίστοιχες εκφράσεις και αλλού.
Σε μια περίοδο που το ΚΚΚ επιχειρεί να «ανοίξει» γεωγραφικά τη σφαίρα άμεσης ή έμμεσης επιρροής του, αντιμετωπίζει προκλήσεις στο εσωτερικό και στην «αυλή» της Κίνας. Στην επαρχία Xinjiang έχουν δολοφονηθεί εκατοντάδες μουσουλμάνοι τον τελευταίο χρόνο, ενώ ακόμα και οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι ηγέτες στοχοποιούνται ως «αυτονομιστές». Πέρυσι την άνοιξη η Ταϊβάν έζησε ένα δικό της κίνημα ενάντια σε μια νεοφιλελεύθερη Συμφωνία Εμπορίου που θα ωφελούσε το Πεκίνο. Έγραψε ο Jeffrey Wasserstrom, μελετητής των κινημάτων στην Κίνα: «Αν το Πεκίνο σήμερα αντιμετωπίζεται ως κάτι αντίστοιχο με το Λονδίνο όταν το Χονγκ Κονγκ ήταν αποικία, αυτό είναι πραγματικό πρόβλημα για το καθεστώς».
Η άρχουσα τάξη έχει επίσης να φοβάται ένα διεθνές παράδειγμα –στην Αίγυπτο, στις ΗΠΑ, στην Ισπανία– κατάληψης δημόσιων χώρων από μεγάλα πλήθη που απαιτούν «πραγματική δημοκρατία».
Αν όλα αυτά συναντηθούν με το εύφλεκτο υλικό στη βάση της κινεζικής κοινωνίας (τα λεγόμενα «μαζικά περιστατικά», δηλαδή απεργίες και διαδηλώσεις, αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, μέχρι που οι Αρχές σταμάτησαν να δημοσιοποιούν νούμερα), το οικοδόμημα της ακραίας εκμετάλλευσης και του ακραίου αυταρχισμού μπορεί να ταρακουνηθεί σοβαρά. Η μεγαλύτερη έγνοια για το Πεκίνο είναι να μην αποφασίσουν οι Κινέζοι εργάτες, που τα τελευταία χρόνια οργανώνονται και αγωνίζονται ενάντια στις άθλιες συνθήκες εργασίας, να μιμηθούν τους φοιτητές του Χονγκ Κονγκ. Διόλου τυχαία, οι Αρχές «έριξαν» το Instagram (που χρησιμοποιούνταν για να διακινηθούν στην Κίνα φωτογραφίες από τις διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ) ή μπλόκαραν την αναζήτηση στο Ίντερνετ για λέξεις όπως «δακρυγόνα» και «κατάληψη». Στα κυβερνητικά ΜΜΕ, το Χονγκ Κονγκ αντιμετωπίζει «ακραία, βανδαλιστικά στοιχεία», ενώ κατά τα άλλα «γιορτάζει λαμπρά τη μεγάλη εθνική επέτειο».