Πριν από λίγες ημέρες η μνημονιακή κυβέρνηση πρωτοτύπησε στο πεδίο της απορρύθμισης της εργατικής νομοθεσίας και μάλιστα στα πλαίσια συμμόρφωσής της προς την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (2307/2014), στην οποία κρίνεται η αντισυνταγματικότητα της στέρησης του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση έδωσε ένα σαφές στίγμα για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίζει στο εξής τυχόν δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες θα «ανατρέπουν» το μνημονιακό αντεργατικό κεκτημένο.
Η πολλά υποσχόμενη κυβερνητική καινοτομία συνίσταται στην αριστοτεχνική υλοποίηση μιας πολιτικής απειλής, σύμφωνα με την οποία το καθεστώς όχι μόνο θα βρίσκει έντεχνους τρόπους και νομικές δικλείδες για την κατ’ ουσία αποφυγή ευθυγράμμισης του θεσμικού πλαισίου με την υποχρέωση επαναφοράς ή αποκατάστασης μιας κατηργημένης διάταξης της εργατικής νομοθεσίας, αλλά επιπλέον θα τιμωρεί τους προσφεύγοντες στη δικαιοσύνη (εργαζόμενους, συνδικάτα) με την επιδείνωση των επίδικων εργασιακών σχέσεων σε σύγκριση ακόμη και με τα προμνημονιακώς ισχύοντα.
Η τροπολογία του τέταρτου άρθρου του Νόμου που ψηφίστηκε την περασμένη Πέμπτη (16/10/2014) αφορά σε «Διαδικαστικά ζητήματα Μεσολάβησης και Διαιτησίας» που μόνο διαδικαστικά δεν είναι. Διότι ναι μεν τα συνδικάτα αποκτούν ξανά τη δυνατότητα να προσφεύγουν μονομερώς για τα θεσμικά και μισθολογικά τους αιτήματα στο στάδιο της Διαιτησίας, αλλά καθίσταται, πλέον, εξαιρετικά δύσκολο να εκδοθεί διαιτητική απόφαση ως προϊόν ελεύθερης και αντικειμενικής κρίσης από την πλευρά του Διαιτητή.
Στο κείμενο των τροποποιημένων διατάξεων του Νόμου 1876/1990 προστίθενται νέα κριτήρια για την αιτιολόγηση της διαιτητικής απόφασης, σύμφωνα με τα οποία θα πρέπει να έχουν ληφθεί υπόψη όλα εκείνα τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα, στα οποία θεμελιώνεται η πενταετής πολιτική μνηνονιακής λιτότητας στη χώρα μας. Τα κριτήρια αυτά περιλαμβάνουν: «…κυρίως τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά στοιχεία, την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας και την οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων επιχειρήσεων της παραγωγικής δραστηριότητας, στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά, την πρόοδο στη μείωση του κενού ανταγωνιστικότητας και στη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά τη διάρκεια του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας».
Εφόσον, παρ’ όλα αυτά, εκδοθεί μια διαιτητική απόφαση με την οποία ικανοποιείται κάποιο αίτημα της εργατικής πλευράς στην κατεύθυνση της βελτίωσης των όρων και των συνθηκών εργασίας, παρέχεται η δυνατότητα έφεσης ενώπιον πενταμελούς δευτεροβάθμιου διαιτητικού οργάνου του ΟΜΕΔ, στη σύνθεση του οποίου πλειοψηφούν τρεις ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί (αεροπαγίτης, σύμβουλος επικρατείας και μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους). Είναι σαφές ότι η δικαστική εξουσία επανέρχεται με ουσιαστικές αρμοδιότητες κατά τη διαμόρφωση του περιεχομένου της επίλυσης της εργατικής διαφοράς, στα πρότυπα του προϊσχύοντος Νόμου 3239/1955.
Παράλληλα, η σαφής αιτιολόγηση της διαιτητικής απόφασης και ο πλήρης εναρμονισμός της με τη μνημονιακή επιταγή για συρρίκνωση των εργατικών δικαιωμάτων αναβαθμίζονται σε καθοριστικά στοιχεία για το κύρος της απόφασης. Με αυτό τον τρόπο, τόσο η πρωτοβάθμια, όσο και η δευτεροβάθμια διαιτητική απόφαση τελούν εξ ορισμού υπό αίρεση, εφόσον μέσω δικαστικής προσφυγής για το κύρος-περιεχόμενό τους οι αποφάσεις αυτές μπορούν εύκολα να ακυρωθούν, δηλαδή πρακτικά να επιστραφούν στον ΟΜΕΔ ως… απαράδεκτες.
Παρασύνταγμα
Η δικαστική εξουσία έχει, άλλωστε, δώσει σαφή δείγματα για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τις εργατικές αξιώσεις, αφενός μεν κρίνοντας κατά περίπτωση τη συντριπτική πλειοψηφία των μνημονιακών ρυθμίσεων ως συνταγματικές, αφετέρου, εξαντλώντας όλη την αυστηρότητά της απέναντι σε απεργίες, απεργούς και κοινωνικούς αγωνιστές. Συνακόλουθα, ακόμα και στο εσωτερικό μιας κερδοφόρας επιχείρησης η άρνηση επικύρωσης συμβολικών μισθολογικών αυξήσεων θα αιτιολογείται με βάση τις επιταγές του νέου παρασυντάγματος που αποτελεί «κείμενη νομοθεσία», κατά παρέκκλιση της οποίας –ρητώς προβλέφθηκε με την τροπολογία για τον ΟΜΕΔ– δεν μπορεί να θεσπίζονται οι όροι μιας διαιτητικής απόφασης.
Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη η συνολική απορρύθμιση της συλλογικής εργατικής νομοθεσίας και η κατάργηση της ελεύθερης συλλογικής διαπραγμάτευσης, δικαστές και κυβερνώντες δεν επιστρέφουν τα εργατικά δικαιώματα στο 2009 ή στο 1955, αλλά πολύ παλαιότερα, στα χρόνια του 19ου αιώνα, πριν τις πρώτες εργατικές ρυθμίσεις. Η ταξική μονομέρεια του συστήματος βγάζει μάτια τη στιγμή που οι κοινωνικές ανάγκες και η ανθρώπινη διάσταση των εργασιακών σχέσεων δεν περιλαμβάνονται καν στα κριτήρια διευθέτησης της συλλογικής διαφοράς.
Σε αυτή την κατηφορική πορεία προς τον εργασιακό μεσαίωνα, μέσα από το τέλος της αυταπάτης της νομιμότητας και της ειρηνικής δικαστικής δικαίωσης των διεκδικήσεών του, το εργατικό κίνημα θα πρέπει να κοντοσταθεί στους δικούς του ιστορικούς σταθμούς, στο 1936 και στο 1917, και να αρχίσει να καταθέτει όχι δικόγραφα, αλλά ψυχή βαθιά, ώστε να γράψει με τους δικούς του όρους το μέλλον αυτού του τόπου.