Ύστερα από εβδομάδες έληξε η «εκεχειρία» στο Χονγκ Κονγκ.
Η ηγεσία της Φοιτητικής Ένωσης και το δίκτυο μαθητών «Scholarism» αποφάσισαν πως η απλή παραμονή στην κεντρική κατασκήνωση δεν αρκεί (καθώς τα αιτήματά τους δεν έχουν γίνει δεκτά) και επιχείρησαν μια κλιμάκωση, καλώντας τους χιλιάδες συγκεντρωμένους να αποκλείσουν τα γειτονικά κυβερνητικά κτίρια (πρακτική την οποία είχαν εγκαταλείψει στο πλαίσιο της εύθραυστης «εκεχειρίας»). Η αστυνομία αντεπιτέθηκε με δακρυγόνα και κλομπ και κυνήγησε τους διαδηλωτές μέχρι την κατασκήνωσή τους. Ήταν η πρώτη φορά που οι δυνάμεις καταστολής έφτασαν τόσο «μέσα» στον κατειλημμένο χώρο, και η προέλαση της αστυνομίας ανακόπηκε από ένα αυτοσχέδιο οδόφραγμα που δημιούργησαν οι διαδηλωτές υποχωρώντας, ως «τελευταίο οχυρό». Η ένταση κράτησε όλη νύχτα και έληξε το πρωί. Στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος επικρατεί αμηχανία και άγχος, καθώς δεν βρίσκει τρόπους να κλιμακώσει και να νικήσει. Η ίδια η νυχτερινή δράση στα κυβερνητικά κτίρια έγινε ως «απονενοημένο τζογάρισμα» απέναντι στην αδιαλλαξία της κυβέρνησης και του Πεκίνου, με το ρίσκο αντί για το κίνημα να κλιμακωθεί η καταστολή και να χαθεί και η κατασκήνωση. Η πλειοψηφία τους δηλώνει πως δεν πιστεύει ότι μπορούν να νικήσουν, αλλά ταυτόχρονα συμφωνεί πως «θα ήταν χειρότερα αν δεν κάναμε κάτι» ή πως «δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθήσουμε».